Μεταφέρομαι στην εποχή, που το άστρο της Άυν Ραντ
μεσουρανούσε στο λογοτεχνικό στερέωμα των Η.Π.Α. Οι μαρτυρίες της εποχής κάνουν λόγο για μια
λογοτέχνιδα με φανατικό κοινό, μέρος του οποίου την ακολουθούσε σε όλες τις
ομιλίες της, τη ζητωκραύγαζε με πάθος ανάλογο με αυτό φίλων αθλητικού σωματείου
και ζούσε σύμφωνα με το φιλοσοφικό της σύστημα. Η ίδια ήταν λάτρης του
καπιταλισμού, τον οποίο θεωρούσε ως το μόνο σύστημα, που εξασφαλίζει στον
άνθρωπο όλα τα εφόδια για την εν γένει πρόοδό του. Οι εμφανίσεις της στα Μ.Μ.Ε.
της εποχής της αλλά και η συγγραφική της δραστηριότητα δεν περιελάμβαναν μόνο
μυθιστορήματα αλλά και φιλοσοφικά δοκίμια και άρθρα στον τύπο, όπου ανέπτυσσε με
πάθος τις θεωρίες της. Οι ήρωές της, αυτοδημιούργητοι οραματιστές επιστήμονες
και επιχειρηματίες ή πανέξυπνοι και εργατικότατοι κληρονόμοι επιχειρήσεων,
είναι πλασμένοι σύμφωνα με τις διδαχές της. Ενδεχόμενα να αποτελούν και το alter ego μιας γυναίκας από την τότε Ε.Σ.Σ.Δ.,
η οποία αφού περαίωσε μέρος των σπουδών της στη χώρα καταγωγής της,
μετανάστευσε στις Η.Π.Α., όπου ξεκινώντας από το μηδέν και με σκληρή εργασία
αναγνωρίστηκε ως μια από τις σπουδαιότερες λογοτεχνικές μορφές του 20ου
αιώνα.
Όλη η φιλοσοφία της Άυν Ραντ αποτυπώνεται στο τρίτομο
έργο της «Ο ΑΤΛΑΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗΣΕ»
(Εκδόσεις «ΩΚΕΑΝΙΔΑ»). Η ιστορία διαδραματίζεται σε κάποιο απροσδιόριστο χρόνο
στις Η.Π.Α. Η χώρα βρίσκεται σε δεινή κατάσταση. Ένας – ένας οι ικανότεροι
πολίτες εξαφανίζονται μυστηριωδώς, χωρίς να αφήσουν πίσω τους το παραμικρό
ίχνος. Οι ελάχιστοι ικανοί, που μένουν πίσω, καλούνται να αντιμετωπίσουν τον
ανελέητο πόλεμο των ανίκανων συναδέλφων τους, οι οποίοι έχουν συμμαχήσει με
άρπαγες και τυχοδιώκτες πολιτικούς και μέτριους ή εξωνημένους καλλιτέχνες, διανοουμένους
και επιστήμονες, προκειμένου να επιβάλουν τα δικά τους μέτρα για την ευημερία
των Η.Π.Α. αλλά, στην ουσία επιδιώκουν στο προσωπικό τους κέρδος και την
προώθηση των συμφερόντων των δικών τους ανθρώπων (οι αναλογίες με τα εν Ελλάδα
ισχύοντα είναι τρομακτικές). Η ερώτηση «Ποιος είναι ο Τζων Γκολτ;» μοιάζει να
στοιχειώνει όχι μόνο τους πρωταγωνιστές του βιβλίου αλλά και τον ίδιο τον
αναγνώστη.
Η όλη φιλοσοφία της Άυν Ραντ υμνεί την ικανότητα κάθε ανθρώπου να παράγει πλούτο(όχι μόνο υλικό). Κάθε άνθρωπος λειτουργεί ουσιαστικά ως έμπορος των ικανοτήτων του και συναλλάσσεται με όποιον έχει να του προσφέρει κάτι ως αντάλλαγμα (όχι απαραίτητα υλικό). Κάθε άνθρωπος διαμορφώνει μια ηθική μέσα από την εργασία του και κανένας δεν χρωστάει σε κανένα. Η πορεία του πρέπει να διαμορφώνεται με βάση τη λογική και το προσωπικό του συμφέρον και κανένας παραλογισμός δεν μπορεί να σταθεί εμπόδιο στην ανθρώπινη πρόοδο. Οι θετικοί ήρωες του βιβλίου διαθέτουν όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά και έχουν διαμορφώσει τη ζωή τους βάσει αυτών, αποκλείοντας κάθε υποχώρηση. Το μεταφυσικό έχει εξοβελιστεί από τη ζωή τους ως μη συμβατό με τις απόψεις τους.
Σε πολιτικό επίπεδο, το βιβλίο αποτελεί ένα κατηγορώ εναντίον του κρατικού παρεμβατισμού. Με χαλαρά φιλελεύθερες απόψεις, η συγγραφέας στηλιτεύει την κρατική πολιτική των περιορισμών στην παραγωγή και διάθεση αγαθών ως και τους πάσης φύσεως εξαναγκασμούς, που έρχονται σε αντίθεση με τους κανόνες της ελεύθερης αγοράς.
Η προσπάθεια, όμως, της συγγραφέως να μετατρέψει το βιβλίο της εκτός από μυθιστόρημα και σε φιλοσοφικό μανιφέστο, αφελές κατά τη γνώμη μου, αποβαίνει κουραστική για τον αναγνώστη. Υπάρχουν στιγμές, που νοιώθεις, ότι έχεις ξαναδιαβάσει κάπου νωρίτερα στο ίδιο βιβλίο κάποια αποσπάσματα. Προς το τέλος του τρίτου τόμου, ο μεγέθους 120 σελίδων μονόλογος – αποθέωση του φιλοσοφικού συστήματος της συγγραφέως ταλαιπωρεί κάθε καλοπροαίρετο βιβλιοφάγο. Ο όγκος δε του βιβλίου είναι αποθαρρυντικός. Ένας άλλος λογοτέχνης αξιώσεων θα μπορούσε να γράψει το ίδιο βιβλίο με την ίδια θεματολογία αλλά στο μισό (και λιγότερο) μέγεθος. Επίσης, οι χαρακτήρες, θετικοί και αρνητικοί, μοιάζουν αυστηρά διαχωρισμένοι σε απόλυτα καλούς και απόλυτα κακούς. Καμμία κακή σκέψη ή πράξη δεν σκιάζει τους θετικούς πρωταγωνιστές του βιβλίου και τίποτα θετικό δεν φωτίζει τους αρνητικούς χαρακτήρες του.
Το κυριότερο, όμως, στοιχείο του μυθιστορήματος, για το οποίο η κριτική έχει λάβει εκρηκτικές διαστάσεις, είναι η ιδεολογία του. Οι πολέμιοί του το θεωρούν ως την επιτομή του νεοφιλελευθερισμού, διότι προάγει τον άκρατο ατομικισμό, καταδικάζει την αλληλεγγύη προς τους οικονομικά ασθενέστερους, τους οποίους, δήθεν, χαρακτηρίζει ως παράσιτα, και το συνδικαλισμό, ανάγει σε υπέρτατη αξία την προσωπική ηθική και την ασυδοσία, ζητάει την εκμηδένιση του ρόλου του κράτους στην ελεύθερη αγορά και αφήνει την κοινωνία στο έλεος του κεφαλαίου. Βρίσκω αυτή την κριτική αρκετά άδικη. Κατ’ αρχάς, ναι μεν η συγγραφέας ήταν οπαδός του «λεσέ φερ λεσέ πασέ», πλην, όμως, η Δικαιοσύνη παίζει καθοριστικό ρόλο στη θεωρία της και απαγορεύει τις πάσης φύσεως παρεκτροπές των κεφαλαιοκρατών και των ανθρώπων γενικά. Η προσωπική ηθική κάθε ανθρώπου ανάγεται σε υπέρτατη αξία αλλά όχι σε βαθμό ασυδοσίας, την οποία, άλλωστε, η συγγραφέας δεν παύει να καταδικάζει σε πολλά σημεία του βιβλίου της. Ο αλτρουισμός καταδικάζεται ως προσπάθεια των ανήθικων δυνατών να υποτάξουν τη βούληση του ανθρώπου και όχι ως πρακτική εν γένει. Επίσης, η συγγραφέας δεν καταδικάζει το συνδικαλισμό γενικά και αόριστα αλλά ως πρακτική χειραγώγησης των εργατών (ο αποκρουστικός αρχισυνδικαλιστής Φρεντ Κίναν μοιάζει βγαλμένος από τις μελανότερες σελίδες του συνδικαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα), τη στιγμή, που αναφέρει, ότι στο χαλυβουργείο του Χανκ Ρίρντεν (ενός από τους «άπληστους» βιομηχάνους, που η κυβέρνηση πολεμούσε) όλοι οι εργάτες ήξεραν, ότι θα εύρισκαν καλές συνθήκες εργασίας και καλούς μισθούς. Αυτοί, που βαφτίζονται ως παράσιτα, δεν είναι οι φτωχοί και αναξιοπαθούντες αλλά οι πολιτικάντηδες και ο περίγυρός τους. Εκείνο, που επικρίνεται, είναι η βαρύτατη φορολογία ως μέσο απάλυνσης των οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων, το προϊόν της οποίας, όπως διαβάζουμε στο έργο αυτό, δεν χρησιμοποιείται προς όφελος οικονομικά αναξιοπαθούντων αλλά καταλήγει στις τσέπες των επιτηδείων κυβερνώντων και των συνεργατών τους (ανατριχιαστικές και εδώ οι αναλογίες με την ελληνική πραγματικότητα), με αποτέλεσμα και η βιομηχανία να πλήττεται (διότι στο βιβλίο της δεν βαρύνεται με εξοντωτική φορολόγηση μόνο αλλά ταλαιπωρείται από την υποχρέωσή της να προσλαμβάνει πρόσωπα συστημένα από την κυβέρνηση και να μην απολύει κανένα, ακόμα και αν αυτός δεν αποδίδει, υποχρεούται να μην παράγει πάνω από μια συγκεκριμένη ποσότητα αγαθών, την οποία, στη συνέχεια, θα διοχετεύει σε συγκεκριμένους πελάτες καθ’ υπαγόρευση της κυβέρνησης κ.λπ.) και η κοινωνία να βυθίζεται στη φτώχεια, αφού τα οικονομικά μέτρα της κυβέρνησης δεν δίνουν κίνητρο σε κανένα να κάνει σοβαρές επενδύσεις, τη στιγμή που η κυβέρνηση στηρίζει οικονομικά απατεώνες χωρίς επιχειρηματικό πλάνο με προοπτικές, οι οποίοι χωρίς την κυβερνητική πολιτική δεν θα στέκονταν ούτε στιγμή στο εμπόριο (σας θυμίζει κάτι από την ελληνική πραγματικότητα;) και, βέβαια, τα διάφορα αγαθά δεν επαρκούν ποτέ για τη διατροφή του πληθυσμού. Οι λάτρεις του βιβλίου το θεωρούν ως ένα από τα κορυφαία λογοτεχνικά έργα του 20ου αιώνα και ίσως το κορυφαίο μυθιστόρημα των Η.Π.Α. Η πρώτη σκέψη είναι, ότι μάλλον ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα αυτή η άποψη, αν κρίνει από την τεράστια αποδοχή του έως τις μέρες μας, καθότι μιλάμε για ένα βιβλίο, το οποίο εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1957, την επιρροή του ακόμα και σήμερα σε πολλούς ανθρώπους, όχι μόνο στις Η.Π.Α., την ένταση που εξακολουθεί να προκαλεί σε Δεξιούς και Αριστερούς, στους μεν για την επίθεσή του στη θρησκεία στους δε για τις βολές του κατά της αλληλεγγύης και του κρατικού παρεμβατισμού και τη ρήξη του με τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής της. Υπάρχουν στιγμές, που απόλαυσα, όπως στο τέλος του πρώτου βιβλίου, όπου η Ντάγκνι Τάγκαρτ και ο Χανκ Ρίρντεν αναζητώντας τα ίχνη ενός παράξενου και πρωτοποριακού μηχανισμού διαπιστώνουν την πενία των κατοίκων της αμερικανικής ενδοχώρας, ή στις στιγμές που ο καθηγητής Φλόιντ Φέρρις ανέπτυσσε μέρος του δόγματος των αρπάγων.
Προσωπική μου εκτίμηση; Είναι ένα πολύ καλό βιβλίο, άλλοτε συναρπαστικό και άλλοτε βαρετό, υπερεκτιμημένο ίσως λόγω των φιλοσοφικών αντιλήψεων της συγγραφέως, με τις οποίες είναι βαθιά διαποτισμένο και οι οποίες επηρέασαν και επηρεάζουν πάρα πολύ κόσμο ακόμα και σήμερα, και λίγο αφελές μέσα από τους απλουστευμένους αυστηρά άσπρους ή μαύρους χαρακτήρες του. Αν και θεωρείται το πιο δημοφιλές έργο της Άυν Ραντ, προσωπικά βρίσκω πολύ καλύτερο εκ των βιβλίων της το «ΚΟΝΤΑ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ» (Εκδόσεις «ΩΚΕΑΝΙΔΑ» και αυτό), όπου σε λιγότερες σελίδες και με λιγότερο κουραστικό τρόπο και με πιο συναρπαστική γραφή η συγγραφέας αναπτύσσει τις ίδιες ιδέες.
Η όλη φιλοσοφία της Άυν Ραντ υμνεί την ικανότητα κάθε ανθρώπου να παράγει πλούτο(όχι μόνο υλικό). Κάθε άνθρωπος λειτουργεί ουσιαστικά ως έμπορος των ικανοτήτων του και συναλλάσσεται με όποιον έχει να του προσφέρει κάτι ως αντάλλαγμα (όχι απαραίτητα υλικό). Κάθε άνθρωπος διαμορφώνει μια ηθική μέσα από την εργασία του και κανένας δεν χρωστάει σε κανένα. Η πορεία του πρέπει να διαμορφώνεται με βάση τη λογική και το προσωπικό του συμφέρον και κανένας παραλογισμός δεν μπορεί να σταθεί εμπόδιο στην ανθρώπινη πρόοδο. Οι θετικοί ήρωες του βιβλίου διαθέτουν όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά και έχουν διαμορφώσει τη ζωή τους βάσει αυτών, αποκλείοντας κάθε υποχώρηση. Το μεταφυσικό έχει εξοβελιστεί από τη ζωή τους ως μη συμβατό με τις απόψεις τους.
Σε πολιτικό επίπεδο, το βιβλίο αποτελεί ένα κατηγορώ εναντίον του κρατικού παρεμβατισμού. Με χαλαρά φιλελεύθερες απόψεις, η συγγραφέας στηλιτεύει την κρατική πολιτική των περιορισμών στην παραγωγή και διάθεση αγαθών ως και τους πάσης φύσεως εξαναγκασμούς, που έρχονται σε αντίθεση με τους κανόνες της ελεύθερης αγοράς.
Η προσπάθεια, όμως, της συγγραφέως να μετατρέψει το βιβλίο της εκτός από μυθιστόρημα και σε φιλοσοφικό μανιφέστο, αφελές κατά τη γνώμη μου, αποβαίνει κουραστική για τον αναγνώστη. Υπάρχουν στιγμές, που νοιώθεις, ότι έχεις ξαναδιαβάσει κάπου νωρίτερα στο ίδιο βιβλίο κάποια αποσπάσματα. Προς το τέλος του τρίτου τόμου, ο μεγέθους 120 σελίδων μονόλογος – αποθέωση του φιλοσοφικού συστήματος της συγγραφέως ταλαιπωρεί κάθε καλοπροαίρετο βιβλιοφάγο. Ο όγκος δε του βιβλίου είναι αποθαρρυντικός. Ένας άλλος λογοτέχνης αξιώσεων θα μπορούσε να γράψει το ίδιο βιβλίο με την ίδια θεματολογία αλλά στο μισό (και λιγότερο) μέγεθος. Επίσης, οι χαρακτήρες, θετικοί και αρνητικοί, μοιάζουν αυστηρά διαχωρισμένοι σε απόλυτα καλούς και απόλυτα κακούς. Καμμία κακή σκέψη ή πράξη δεν σκιάζει τους θετικούς πρωταγωνιστές του βιβλίου και τίποτα θετικό δεν φωτίζει τους αρνητικούς χαρακτήρες του.
Το κυριότερο, όμως, στοιχείο του μυθιστορήματος, για το οποίο η κριτική έχει λάβει εκρηκτικές διαστάσεις, είναι η ιδεολογία του. Οι πολέμιοί του το θεωρούν ως την επιτομή του νεοφιλελευθερισμού, διότι προάγει τον άκρατο ατομικισμό, καταδικάζει την αλληλεγγύη προς τους οικονομικά ασθενέστερους, τους οποίους, δήθεν, χαρακτηρίζει ως παράσιτα, και το συνδικαλισμό, ανάγει σε υπέρτατη αξία την προσωπική ηθική και την ασυδοσία, ζητάει την εκμηδένιση του ρόλου του κράτους στην ελεύθερη αγορά και αφήνει την κοινωνία στο έλεος του κεφαλαίου. Βρίσκω αυτή την κριτική αρκετά άδικη. Κατ’ αρχάς, ναι μεν η συγγραφέας ήταν οπαδός του «λεσέ φερ λεσέ πασέ», πλην, όμως, η Δικαιοσύνη παίζει καθοριστικό ρόλο στη θεωρία της και απαγορεύει τις πάσης φύσεως παρεκτροπές των κεφαλαιοκρατών και των ανθρώπων γενικά. Η προσωπική ηθική κάθε ανθρώπου ανάγεται σε υπέρτατη αξία αλλά όχι σε βαθμό ασυδοσίας, την οποία, άλλωστε, η συγγραφέας δεν παύει να καταδικάζει σε πολλά σημεία του βιβλίου της. Ο αλτρουισμός καταδικάζεται ως προσπάθεια των ανήθικων δυνατών να υποτάξουν τη βούληση του ανθρώπου και όχι ως πρακτική εν γένει. Επίσης, η συγγραφέας δεν καταδικάζει το συνδικαλισμό γενικά και αόριστα αλλά ως πρακτική χειραγώγησης των εργατών (ο αποκρουστικός αρχισυνδικαλιστής Φρεντ Κίναν μοιάζει βγαλμένος από τις μελανότερες σελίδες του συνδικαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα), τη στιγμή, που αναφέρει, ότι στο χαλυβουργείο του Χανκ Ρίρντεν (ενός από τους «άπληστους» βιομηχάνους, που η κυβέρνηση πολεμούσε) όλοι οι εργάτες ήξεραν, ότι θα εύρισκαν καλές συνθήκες εργασίας και καλούς μισθούς. Αυτοί, που βαφτίζονται ως παράσιτα, δεν είναι οι φτωχοί και αναξιοπαθούντες αλλά οι πολιτικάντηδες και ο περίγυρός τους. Εκείνο, που επικρίνεται, είναι η βαρύτατη φορολογία ως μέσο απάλυνσης των οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων, το προϊόν της οποίας, όπως διαβάζουμε στο έργο αυτό, δεν χρησιμοποιείται προς όφελος οικονομικά αναξιοπαθούντων αλλά καταλήγει στις τσέπες των επιτηδείων κυβερνώντων και των συνεργατών τους (ανατριχιαστικές και εδώ οι αναλογίες με την ελληνική πραγματικότητα), με αποτέλεσμα και η βιομηχανία να πλήττεται (διότι στο βιβλίο της δεν βαρύνεται με εξοντωτική φορολόγηση μόνο αλλά ταλαιπωρείται από την υποχρέωσή της να προσλαμβάνει πρόσωπα συστημένα από την κυβέρνηση και να μην απολύει κανένα, ακόμα και αν αυτός δεν αποδίδει, υποχρεούται να μην παράγει πάνω από μια συγκεκριμένη ποσότητα αγαθών, την οποία, στη συνέχεια, θα διοχετεύει σε συγκεκριμένους πελάτες καθ’ υπαγόρευση της κυβέρνησης κ.λπ.) και η κοινωνία να βυθίζεται στη φτώχεια, αφού τα οικονομικά μέτρα της κυβέρνησης δεν δίνουν κίνητρο σε κανένα να κάνει σοβαρές επενδύσεις, τη στιγμή που η κυβέρνηση στηρίζει οικονομικά απατεώνες χωρίς επιχειρηματικό πλάνο με προοπτικές, οι οποίοι χωρίς την κυβερνητική πολιτική δεν θα στέκονταν ούτε στιγμή στο εμπόριο (σας θυμίζει κάτι από την ελληνική πραγματικότητα;) και, βέβαια, τα διάφορα αγαθά δεν επαρκούν ποτέ για τη διατροφή του πληθυσμού. Οι λάτρεις του βιβλίου το θεωρούν ως ένα από τα κορυφαία λογοτεχνικά έργα του 20ου αιώνα και ίσως το κορυφαίο μυθιστόρημα των Η.Π.Α. Η πρώτη σκέψη είναι, ότι μάλλον ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα αυτή η άποψη, αν κρίνει από την τεράστια αποδοχή του έως τις μέρες μας, καθότι μιλάμε για ένα βιβλίο, το οποίο εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1957, την επιρροή του ακόμα και σήμερα σε πολλούς ανθρώπους, όχι μόνο στις Η.Π.Α., την ένταση που εξακολουθεί να προκαλεί σε Δεξιούς και Αριστερούς, στους μεν για την επίθεσή του στη θρησκεία στους δε για τις βολές του κατά της αλληλεγγύης και του κρατικού παρεμβατισμού και τη ρήξη του με τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής της. Υπάρχουν στιγμές, που απόλαυσα, όπως στο τέλος του πρώτου βιβλίου, όπου η Ντάγκνι Τάγκαρτ και ο Χανκ Ρίρντεν αναζητώντας τα ίχνη ενός παράξενου και πρωτοποριακού μηχανισμού διαπιστώνουν την πενία των κατοίκων της αμερικανικής ενδοχώρας, ή στις στιγμές που ο καθηγητής Φλόιντ Φέρρις ανέπτυσσε μέρος του δόγματος των αρπάγων.
Προσωπική μου εκτίμηση; Είναι ένα πολύ καλό βιβλίο, άλλοτε συναρπαστικό και άλλοτε βαρετό, υπερεκτιμημένο ίσως λόγω των φιλοσοφικών αντιλήψεων της συγγραφέως, με τις οποίες είναι βαθιά διαποτισμένο και οι οποίες επηρέασαν και επηρεάζουν πάρα πολύ κόσμο ακόμα και σήμερα, και λίγο αφελές μέσα από τους απλουστευμένους αυστηρά άσπρους ή μαύρους χαρακτήρες του. Αν και θεωρείται το πιο δημοφιλές έργο της Άυν Ραντ, προσωπικά βρίσκω πολύ καλύτερο εκ των βιβλίων της το «ΚΟΝΤΑ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ» (Εκδόσεις «ΩΚΕΑΝΙΔΑ» και αυτό), όπου σε λιγότερες σελίδες και με λιγότερο κουραστικό τρόπο και με πιο συναρπαστική γραφή η συγγραφέας αναπτύσσει τις ίδιες ιδέες.
2 σχόλια:
Πολύ ενδιαφέρουσα η κριτική σου, Περιούσιε. Δεν έχω διαβάσει Ραντ. Και κυρίως, δεν έχω διαβάσει ποτέ μου Ωκεανίδα. ;-)
@ Αθανάσιε Αναγνωστόπουλε
Σε ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια! Είναι ένα πολύ καλό βιβλίο, λίγο κουραστικό και με αποθαρρυντικό όγκο (κάτι λιγότερο από 2.000 σελίδες). Αν θέλει κανείς να ξεκινήσει τη γνωριμία του με το έργο της συγκεκριμένης λογοτέχνιδας, καλό είναι να διαβάσει το "ΚΟΝΤΑ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ".
Δημοσίευση σχολίου