Δημοφιλείς αναρτήσεις

Δευτέρα 27 Ιουνίου 2011

Όλα τριγύρω αλλάζουνε και όλα τα ίδια μένουν...

Όλα τριγύρω αλλάζουνε και όλα τα ίδια μένουν, τραγουδούσε προ 20ετίας, περίπου, ο πρόσφατα χαμένος Νίκος Παπαζογλου. Οι περισσότεροι Έλληνες έχουν λίγο πολύ τραγουδήσει αυτούς τους στίχους άλλοι γοητευμένοι από τη μελωδία του Παπάζογλου και άλλοι υποψιασμένοι, ότι οι στίχοι αυτοί κρύβουν βαθύτερα νοήματα για όσους αντιλαμβάνονται τα τεκταινόμενα στην Ελλάδα.
Δεν ανακαλύπτει κανείς την Αμερική, αν οδηγηθεί στο συμπέρασμα, ότι ζούμε σε μια χώρα, όπου όλοι φωνάζουν, ότι πρέπει να αλλάξουν τα πάντα αλλά, στην πραγματικότητα, κανένας δεν θέλει να αλλάξει τίποτα. Όσοι κάτοικοι αυτής της χώρας διαθέτουν μια στοιχειώδη νοημοσύνη, γνωρίζουν τη δεινή κατάσταση, στην οποία έχει περιέλθει η οικονομία της Ελλάδος. Με το Ελληνικό Δημόσιο να κοστίζει κάτι δισεκατομμύρια ευρώ (όχι δραχμές, να εξηγούμαστε) περισσότερα απ' όσα αποδίδει, με υπηρεσίες, στις οποίες στοιβάζονται (και πληρώνονται) τριπλάσιοι και βάλε υπάλληλοι απ' όσους αυτές έχουν πραγματικά ανάγκη, με τους ασφαλιστικούς φορείς να απειλούνται με κατάρρυεση συνεπεία της απουσίας ελεγκτικού μηχανισμού, που θα ελέγχει τους εργοδότες για την καταβολή των οφειλομένων εισφορών τους, με φορολογικούς μηχανισμούς ανίκανους να πατάξουν τη φοροδιαφυγή αλλά και την παραοικονομία και με την κούρσα των εξοπλισμών να προσθέτει και αυτή την πινελιά της στον καμβά της οικονομικής δυσπραγίας της χώρας, οι διαθέτοντες αντίληψη εύκολα αντιλαμβάνονται, ότι το σλόγκαν "ζούμε στην ωραιότερη χώρα του κόσμου" προσφέρεται μόνο για τουριστική κατανάλωση - και όχι πάντα - αλλά ουδόλως ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
Αυτή η αντίληψη, όμως, συνοδεύεται και από ένα ατομισμό, σύμφωνα με τον οποίο ο καθένας από εμάς είναι ανεύθυνος και πρέπει να πληρώσουν για τη ζημία εκείνοι, που φταίνε. Και εδώ αρχίζει η διελκυστίνδα του παραλόγου, όπου όλοι κατηγορούν όλους εκτός από τον ίδιο τους τον εαυτό. Η πλειονότητα των δημοσίων υπαλλήλων κατηγορεί το κράτος, ότι τους έχει κατακλέψει, παραβλέποντας τον τρόπο, με τον οποίο οι περισσότεροι εξ αυτών διορίστηκαν στο Δημόσιο καθώς και το κόστος τους σε σχέση με αυτά, που παράγουν (ΟΚ, υπάρχουν εξαιρέσεις αλλά είναι λίγες). Ένα μεγάλο μέρος των συγκεντρωμένων στις πλατείες ωρύεται για την κατάσταση, στην οποία έχει περιέλθει η χώρα αλλά ελάχιστοι εξ αυτών προέβησαν σε μια κάποια αυτοκριτική, ώστε να διαπιστώσουν, μήπως, τυχόν, οι ίδιοι ανέδειξαν αυτό το σπάταλο και διεφθαρμένο κράτος. Ένα σημαντικό κομμάτι του ελληνικού λαού αποτίει φόρο τιμής στους κ.κ. Θεοδωράκη. Λαζόπουλο, Κραουνάκη, Μπέη, Κασιμάτη και άλλους προπαγανδιστές της θεωρίας περί ανευθύνου λαού παραβλέποντας πόσο στενά συνδεδεμένοι με το κράτος υπήρξαν οι κύριοι αυτοί και πόσο ωφελήθηκαν από αυτό στο . Όλοι τους συμφωνούν, ότι το κράτος φταίει για όλα. Και όλοι τους κάνουν την πάπια, όταν τίθεται το κρίσιμο ερώτημα, ποιος ανέδειξε αυτό το κράτος.
Αυτή η αυτοπεποίθηση, ότι ο λαός δεν ήξερε τίποτα και άλλοι, οι εξής πολιτικοί, τον παρέσυραν έχει ως αποτέλεσμα την απουσία πάσης αυτοκριτικής ικανής να θέσει τις βάσεις για μια αλλαγή νοοτροπίας των πολλών. Αυτό φαίνεται και στην πρόσφατη απόφαση των αγανακτισμένων να υποστηρίξουν τη χρηματοδοτούμενη αδρά, προκλητικά και καταχρηστικά από το κράτος ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ, η οποία με τις επαναλαμβανόμενες διακοπές ρεύματος πληγώνει την ήδη τρωθείσα οικονομία της χώρας και αποδεικνύει, ότι γι' αυτή νόμος είναι το δίκιο του (κάκιστου) συνδικαλιστή. Φαίνεται, επίσης, από την απουσία πάσης αναφοράς στην πάταξη του κομματισμού, της αναξιοκρατίας και του νεποτισμού, αν διαβάσει κανείς τις διακηρύξεις των αγανακτισμένων. Αποκαλύπτεται από την άρνησή τους για μείωση των δαπανών του δημοσίου. Προκύπτει από την απόφασή τους να χειροκροτήσουν τους ιερείς, που υποδύονται τους αγανακτισμένους, αγνοώντας ότι οι ίδιοι ιερείς αρνούνται κατηγορηματικά τη φορολόγηση της εκκλησιαστικής περιουσίας και το διαχωρισμό εκκλησίας και κράτους, δύο κινήσεις, οι οποίες θα τόνωναν αναμφίβολα το δημόσιο ταμείο. Αποδεικνύεται από την απουσία αποδοχής πάσης αντίθετης άποψης στις πλατείες, όπου η πιθανή έκφραση κάποιας θετικής γνώμης για το Μνημόνιο έχει ως αποτέλεσμα το "κράξιμο" του διαφωνούντα και το στολισμό του με εκφράσεις, που θυμίζουν ολοκληρωτισμό από χιλιόμετρα μακρυά. Διάβασα ένα κείμενο του κ. Απόστολους Δοξιάδη στο lifo και διεπίστωσα πόσο αντιδημοκρατική είναι η συμπεριφορά ορισμένων αγανακτισμένων απέναντι σε όσους έχουν αντίθετη άποψη ή υποψιάζονται, ότι έχουν αντίθετη άποψη. Και αν δεν σας καλύπτει το κείμενο του κ. Δοξιάδη ή είστε προκατειλημμένοι απέναντί του, διαβάστε κάποια σχόλια στο Διαδίκτυο, τα οποία αφορούν όσους δεν συναινούν στις ενέργειες των αγανακτισμένων! Οι κάτοχοι της απόλυτης και μοναδικής αλήθειας είναι και εκείνοι, που αγνοούν την έννοια και τη σημασία της αυτοκριτικής. Αγνοούν, ότι είτε με την ψήφο τους είτε με την άρνησή τους να ψηφίσουν έστρωσαν το δρόμο στο δικομματισμό και στην άλωση του Δημοσίου από αυτό. Δεν θέλουν να αντιληφθούν, ότι όσο περνούσαν καλά και ξόδευαν πολλά, η διασπάθιση του δημοσίου χρήματος περνούσε απαρατήρητη και οι ελάχιστοι, που τολμούσαν να καταγγείλουν τα φαινόμενα αυτά, όπως το ΚΚΕ - να λέμε και τα σωστά - αντιμετωπίζονταν σαν γραφικοί και εκτός εποχής.
Σε αυτή την εποχή επιθυμεί η πλειονότητα των αγανακτισμένων να επιστρέψουμε, ήτοι στην εποχή των αθρόων διορισμών στο Δημόσιο - οι οποίοι δεν έπαυσαν, απλά περιορίστηκαν σε πολύ πιο μικρά νούμερα - των μεγάλων χρηματοδοτήσεων των συνδικαλιστικών οργανώσεων, των πολλών δανείων από τις τράπεζες και άλλα πολλά, που σηματοδοτούσαν την καλοπέρασή μας έως πολύ πρόσφατα. Και αποδεικνύεται έτσι, ότι, εφόσον οι πολλοί δεν θέλουν ριζικές αλλαγές, η κατάσταση θα χειροτερέψει.
Υ.Γ. Δεν σκοπεύω να υποστηριξω τους πολιτικούς μας. Αυτοί οδήγησαν τη χώρα σε αυτή την κατάσταση. Δεν μπορώ, όμως, να παραβλέψω, ότι αυτοί οι πολιτικοί αναδείχθηκαν από τους ψηφοφόρους, ήτοι από εμάς, και το θεάρεστο έργο τους της σπατάλης του κρατικού χρήματος δεν εμφανίστηκε ξαφνικά αλλά υπήρχε εδώ και δεκαετίες.

Κυριακή 26 Ιουνίου 2011

Όλα τριγύρω αλλάζουνε και όλα τα ίδια μένουν, τραγουδούσε προ 20ετίας, περίπου, ο πρόσφατα χαμένος Νίκος Παπαζογλου. Οι περισσότεροι Έλληνες έχουν λίγο πολύ τραγουδήσει αυτούς τους στίχους άλλοι γοητευμένοι από τη μελωδία του Παπάζογλου και άλλοι υποψιασμένοι, ότι οι στίχοι αυτοί κρύβουν βαθύτερα νοήματα για όσους αντιλαμβάνονται τα τεκταινόμενα στην Ελλάδα.


Δεν ανακαλύπτει κανείς την Αμερική, αν οδηγηθεί στο συμπέρασμα, ότι ζούμε σε μια χώρα, όπου όλοι φωνάζουν, ότι πρέπει να αλλάξουν τα πάντα αλλά, στην πραγματικότητα, κανένας δεν θέλει να αλλάξει τίποτα. Όσοι κάτοικοι αυτής της χώρας διαθέτουν μια στοιχειώδη νοημοσύνη, γνωρίζουν τη δεινή κατάσταση, στην οποία έχει περιέλθει η οικονομία της Ελλάδος. Με το Ελληνικό Δημόσιο να κοστίζει κάτι δισεκατομμύρια ευρώ (όχι δραχμές, να εξηγούμαστε) περισσότερα απ' όσα αποδίδει, με υπηρεσίες, στις οποίες στοιβάζονται (και πληρώνονται) τριπλάσιοι και βάλε υπάλληλοι απ' όσους αυτές έχουν πραγματικά ανάγκη, με τους ασφαλιστικούς φορείς να απειλούνται με κατάρρυεση συνεπεία της απουσίας ελεγκτικού μηχανισμού, που θα ελέγχει τους εργοδότες για την καταβολή των οφειλομένων εισφορών τους, με φορολογικούς μηχανισμούς ανίκανους να πατάξουν τη φοροδιαφυγή αλλά και την παραοικονομία και με την κούρσα των εξοπλισμών να προσθέτει και αυτή την πινελιά της στον καμβά της οικονομικής δυσπραγίας της χώρας, οι διαθέτοντες αντίληψη εύκολα αντιλαμβάνονται, ότι το σλόγκαν "ζούμε στην ωραιότερη χώρα του κόσμου" προσφέρεται μόνο για τουριστική κατανάλωση - και όχι πάντα - αλλά ουδόλως ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.


Αυτή η αντίληψη, όμως, συνοδεύεται και από ένα ατομισμό, σύμφωνα με τον οποίο ο καθένας από εμάς είναι ανεύθυνος και πρέπει να πληρώσουν για τη ζημία εκείνοι, που φταίνε. Και εδώ αρχίζει η διελκυστίνδα του παραλόγου, όπου όλοι κατηγορούν όλους εκτός από τον ίδιο τους τον εαυτό. Η πλειονότητα των δημοσίων υπαλλήλων κατηγορεί το κράτος, ότι τους έχει κατακλέψει, παραβλέποντας τον τρόπο, με τον οποίο οι περισσότεροι εξ αυτών διορίστηκαν στο Δημόσιο καθώς και το κόστος τους σε σχέση με αυτά, που παράγουν (ΟΚ, υπάρχουν εξαιρέσεις αλλά είναι λίγες). Ένα μεγάλο μέρος των συγκεντρωμένων στις πλατείες ωρύεται για την κατάσταση, στην οποία έχει περιέλθει η χώρα αλλά ελάχιστοι εξ αυτών προέβησαν σε μια κάποια αυτοκριτική, ώστε να διαπιστώσουν, μήπως, τυχόν, οι ίδιοι ανέδειξαν αυτό το σπάταλο και διεφθαρμένο κράτος. Ένα σημαντικό κομμάτι του ελληνικού λαού αποτίει φόρο τιμής στους κ.κ. Θεοδωράκη. Λαζόπουλο, Κραουνάκη, Μπέη, Κασιμάτη και άλλους προπαγανδιστές της θεωρίας περί ανευθύνου λαού παραβλέποντας πόσο στενά συνδεδεμένοι με το κράτος υπήρξαν οι κύριοι αυτοί και πόσο ωφελήθηκαν από αυτό στο παρελθόν. Όλοι τους συμφωνούν, ότι το κράτος φταίει για όλα. Και όλοι τους κάνουν την πάπια, όταν τίθεται το κρίσιμο ερώτημα, ποιος ανέδειξε αυτό το κράτος.


Αυτή η αυτοπεποίθηση, ότι ο λαός δεν ήξερε τίποτα και άλλοι, οι εξής πολιτικοί, τον παρέσυραν έχει ως αποτέλεσμα την απουσία πάσης αυτοκριτικής ικανής να θέσει τις βάσεις για μια αλλαγή νοοτροπίας των πολλών. Αυτό φαίνεται και στην πρόσφατη απόφαση των αγανακτισμένων να υποστηρίξουν τη χρηματοδοτούμενη αδρά, προκλητικά και καταχρηστικά από το κράτος ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ, η οποία με τις επαναλαμβανόμενες διακοπές ρεύματος πληγώνει την ήδη τρωθείσα οικονομία της χώρας και αποδεικνύει, ότι γι' αυτή νόμος είναι το δίκιο του συνδικαλιστή. Φαίνεται, επίσης, από την απουσία πάσης αναφοράς στην πάταξη του κομματισμού, της αναξιοκρατίας και του νεποτισμού, αν διαβάσει κανείς τις διακηρύξεις των αγανακτισμένων. Αποκαλύπτεται από την άρνησή τους για μείωση των δαπανών του δημοσίου. Προκύπτει από την απόφασή τους να χειροκροτήσουν τους ιερείς, που υποδύονται τους αγανακτισμένους, αγνοώντας ότι οι ίδιοι ιερείς αρνούνται κατηγορηματικά τη φορολόγηση της εκκλησιαστικής περιουσίας και το διαχωρισμό εκκλησίας και κράτους, δύο κινήσεις, οι οποίες θα τόνωναν αναμφίβολα τα δημοσιονομικά της Ελλάδος. Αποδεικνύεται από την απουσία αποδοχής πάσης αντίθετης άποψης στις πλατείες, όπου η πιθανή έκφραση κάποιας θετικής γνώμης για το Μνημόνιο έχει ως αποτέλεσμα το "κράξιμο" του διαφωνούντα και το στολισμό του με εκφράσεις, που θυμίζουν ολοκληρωτισμό από χιλιόμετρα μακρυά. Διάβασα ένα κείμενο του κ. Απόστολους Δοξιάδη στο lifo και διεπίστωσα πόσο αντιδημοκρατική είναι η συμπεριφορά ορισμένων αγανακτισμένων απέναντι σε όσους έχουν αντίθετη άποψη ή υποψιάζονται, ότι έχουν αντίθετη άποψη. Και αν δεν σας καλύπτει το κείμενο του κ. Δοξιάδη ή είστε προκατειλημμένοι απέναντί του, διαβάστε κάποια σχόλια στο Διαδίκτυο, τα οποία αφορούν όσους δεν συναινούν στις ενέργειες των αγανακτισμένων! Οι κάτοχοι της απόλυτης και μοναδικής αλήθειας είναι και εκείνοι, που αγνοούν την έννοια και τη σημασία της αυτοκριτικής. Αγνοούν, ότι είτε με την ψήφο τους είτε με την άρνησή τους να ψηφίσουν έστρωσαν το δρόμο στο δικομματισμό και στην άλωση του Δημοσίου από αυτό. Δεν θέλουν να αντιληφθούν, ότι όσο περνούσαν καλά και ξόδευαν πολλά, η διασπάθιση του δημοσίου χρήματος περνούσε απαρατήρητη και οι ελάχιστοι, που τολμούσαν να καταγγείλουν τα φαινόμενα αυτά, όπως το ΚΚΕ - να λέμε και τα σωστά - αντιμετωπίζονταν σαν γραφικοί και εκτός εποχής.


Σε αυτή την εποχή επιθυμεί η πλειονότητα των αγανακτισμένων να επιστρέψουμε, ήτοι στην εποχή των αθρόων διορισμών στο Δημόσιο - οι οποίοι δεν έπαυσαν, απλά περιορίστηκαν σε πολύ πιο μικρά νούμερα - των μεγάλων χρηματοδοτήσεων των συνδικαλιστικών οργανώσεων, των πολλών δανείων από τις τράπεζες και άλλα πολλά, που σηματοδοτούσαν την καλοπέρασή μας έως πολύ πρόσφατα. Και αποδεικνύεται έτσι, ότι, εφόσον οι πολλοί δεν θέλουν ριζικές αλλαγές, η κατάσταση θα χειροτερέψει.


Υ.Γ. Δεν σκοπεύω να υποστηριξω τους πολιτικούς μας. Αυτοί οδήγησαν τη χώρα σε αυτή την κατάσταση. Δεν μπορώ, όμως, να παραβλέψω, ότι αυτοί οι πολιτικοί αναδείχθηκαν από τους ψηφοφόρους, ήτοι από εμάς, και το θεάρεστο έργο τους της σπατάλης του κρατικού χρήματος δεν εμφανίστηκε ξαφνικά αλλά υπήρχε εδώ και δεκαετίες.

Παρασκευή 24 Ιουνίου 2011

Υπάρχουν και "δικαιοχαμένοι" άνθρωποι;


Όταν ακούω στα δελτία των ειδήσεων τη φράση «ο αδικοχαμένος τάδε», αυτόματα περνάει από το μυαλό μου μια σκέψη. Υπάρχουν τάχα μου και «δικαιοχαμένοι»; Υπάρχει, δηλαδή, κόσμος, του οποίου το θάνατο να ευχόμαστε και να λέμε, ότι του άξιζε;
Η ιστορία της ανθρωπότητας έχει απαντήσει εδώ και χιλιετίες στο σχετικό ερώτημα. Οι πόλεμοι ήταν ανέκαθεν στην ημερησία διάταξη της καθημερινότητας κάποιων ανθρώπων ανά τη γη και αυτή η κατάσταση εξακολουθεί να ισχύει, έως σήμερα. Κάποτε ακούγαμε για τους καθημερινούς θανάτους στο Λίβανο ή τη Ρουάντα. Σήμερα τη σκυτάλη έχει πάρει το Ιράκ και το Αφγανιστάν και αύριο φοβάμαι, ότι κάποια άλλη χώρα θα σέρνει το μακάβριο χορό του θανάτου. Υπάρχουν περιοχές, όπου η ανθρώπινη ζωή δεν αξίζει περισσότερο από μια χειροβομβίδα ή ένα Καλάσνικοφ κάποτε, μάλιστα, θεωρείται υποδεέστερη και από πιο ευτελή από τα παραπάνω αντικείμενα.
Ωστόσο, αν σε κάποιες χώρες οι πάσης φύσεως αντιπαλότητες έχουν διαμορφώσει μια αντίληψη περί υπέρτερων και κατώτερων ανθρώπων, το ερώτημα παραμένει σε ό,τι αφορά την πολιτισμένη κοινωνία των Δυτικών Χωρών, στην οποία ανήκει και η χώρα μας. Γνωρίζω κόσμο, ο οποίος κρίνει, ότι κάποιοι άνθρωποι δεν αξίζει να ζουν. «Η ζωή είναι για λίγους», είχε γράψει ένας συστρατιώτης μου στο φωριαμό του την εποχή, που υπηρετούσα τη θητεία μου. Δεν έχω αμφιβολία, ότι το συγκεκριμένο πρόσωπο θα απαντούσε θετικά στο σχετικό ερώτημα. Επίσης, πιστεύω, ότι πολύς κόσμος στην Ελλάδα ασπάζεται αυτή την άποψη, ειδικά στις μέρες μας, που η οικονομική – και όχι μόνο – κρίση μας έχει ωθήσει στην αναζήτηση των ενόχων (από την οποία εξαιρούμε τους εαυτούς μας αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία).
Δεν έχω, όμως, και εγώ αμφιβολία, ότι, παρόλη την υλική και εκπαιδευτική πρόοδο αυτού του τόπου, εξακολουθούμε να είμαστε ηθικά πολύ πίσω, εφόσον εξακολουθούμε και χωρίζουμε τους ανθρώπους σε άξιους να ζουν και «δικαιοχαμένους». Προσωπικά, είμαι κατά της απώλειας οποιασδήποτε ανθρώπινης ζωής, είτε αυτή αφορά το Μαχάτμα Γκάντι είτε τον Αδόλφο Άιχμαν. Ω ναι, από τη στιγμή, που αναγνωρίζω την ανθρώπινη ζωή ως υπέρτατη αξία, αρνούμαι να θεωρήσω επιβεβλημένη την απώλεια μιας ανθρώπινης ζωής από ανθρώπινο χέρι, ακόμα και αν μιλάμε για το ειδεχθέστερο κάθαρμα όλων των εποχών – και υπάρχουν μπόλικα, που διεκδικούν με αξιώσεις αυτή την τιμή. Δεν παραβλέπω τα εγκλήματα, με τα οποία βαρύνεται ένα πρόσωπο, όπως ο Άιχμαν, αλλά και πάλι φρονώ, ότι ακόμα και η δική του ζωή δεν πρέπει να χαρακτηριστεί «δικαιοχαμένη». Καμμία δικαιοσύνη δεν πρόκειται να απονεμηθεί, αν θανατωθεί ο τάδε δολοφόνος ή ο δείνα προδότης. Χίλιες φορές προτιμότερη η ισόβια κάθειρξη παρά ο θάνατος! Δεν δικαιώνεις κανένα με το θάνατο ενός εγκληματία, απλά εκδικείσαι.
Αν, λοιπόν, θέλουμε να λεγόμαστε άνθρωποι, που έχουμε διδαχθεί 5-6 πράγματα από τη βία της ανθρώπινης φύσης, τότε οφείλουμε να κόψουμε τις όποιες διακρίσεις και να απορρίψουμε τις απόψεις περί «αδικοχαμένων» και «δικαιοχαμένων». Απλά τα πράγματα!

Πέμπτη 23 Ιουνίου 2011

Στο μυαλό των αγανακτισμένων

Πιστεύω, πλέον, ξεκάθαρα, ότι οδηγούμαστε σε μια νέα μορφή διχασμού. Προς το παρόν, δεν είναι το ίδιο αιματηρή με τις παλαιότερες, που γνώρισε ο ταλαιπωρημένος τόπος μας - αυτό έλειπε - αλλά σιγά σιγά συγκεντρώνονται όλα εκείνα τα στοιχεία, ώστε να χοντρύνει η όλη κατάσταση. Πρόσφατα, έπεσε θύμα ξυλοδαρμού μια υπάλληλος διοδίων από μέλη του κινήματος "δεν πληρώνω", τις προηγούμενες μέρες κάποιοι αγανακτισμένοι στην Πλατεία Συντάγματος την έπεσαν σε κάτι δημοσιογράφους, οι οποίοι δεν έχουν καμμία, απολύτως, σχέση με τα χρυσοπληρωμένα αφεντικά τους αλλά ως δημοσιογράφοι δέχθηκαν τις περιποιήσεις των αγανακτισμένων. Στην πρώτη περίπτωση, είχαμε μια υπάλληλο, η οποία προφανώς αρνήθηκε να αφήσει τους κινηματίες να σηκώσουν τις μπάρες. Στη δεύτερη περίπτωση, οι αγανακτισμένοι ξέσπασαν εναντίον εκείνων, που θεωρούν, ότι στηρίζουν την εξουσία, την οποία αυτοί θέλουν να ρίξουν. Και στις δύο περιπτώσεις, είχαμε βία εναντίον προσώπων, που δεν συμμερίζονται τις απόψεις των αγανακτισμένων. Και υπάρχει και η τρίτη περίπτωση προσώπων, που κινούνται στο Διαδίκτυο και μιλούν επιεικώς προσβλητικά - όχι όλοι, να εξηγούμαστε- εναντίον όσων δεν ασπάζονται τις απόψεις και τακτικές των αγανακτισμένων.
Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε, ότι, πλέον, υπάρχουν πράξεις βίας σε βάρος προσώπων, τα οποία δεν αποδέχονται τη γνώμη των συγκεντρωμένων στις πλατείες. Φιλικά μου πρόσωπα προβληματισμένα με την εν γένει κατάσταση στην Ελλάδα αλλά χωρίς τις υπερβολές ενός σημαντικού κομματιού των αγανακτισμένων, ενώ έχουν πολλές αντιρρήσεις για τα τεκταινόμενα και συζητούμενα στις πλατείες, εντούτοις, όταν έρχεται η ώρα να μιλήσει ο κόσμος εκεί, αυτοί σωπαίνουν, διότι το κλίμα δεν ευνοεί καθόλου την αντίθετη άποψη. Ποιός θα τολμήσει να πει δημοσίως, ότι η βία είναι φασιστική, απ' όπου και αν προέρχεται και όποιος και αν είναι ο στόχος της, χωρίς να κινδυνέψει με λυντσάρισμα από τους λάτρεις της βίας; Πώς να τολμήσει κανείς να πει, ότι απουσιάζει η ψυχραιμία από τις πλατείες και ο ακραίος λόγος κυριαρχεί;
Ναι, μην ενοχλείστε, ο λόγος, που βγαίνει από τις πλατείες, πλέον, είναι, σε πολλές περιπτώσεις, ακραίος. Ο κόσμος μιλάει για χούντα, η οποία μας κυβερνά και η οποία δεν τελείωσε το '73, για μια χώρα, της οποίας οι κάτοικοι είναι οι πιο δυστυχισμένοι και την οποία επιβουλεύονται οι σκοτεινές δυνάμεις και πολλά άλλα παρεμφερή. Κανένας δεν μπαίνει στον κόπο να αναλύσει, ποιες είναι αυτές οι δυνάμεις και τι συμφέρον έχουν να μας αφανίσουν. Όσο για την άποψη περί χούντας, όσοι πρόλαβαν χούντα γνωρίζουν πολύ καλά, ότι περιθώρια διαμαρτυρίας ακόμα και για ψιλοπράγματα τότε ήταν απλά εκτός πραγματικότητας πολλώ δε μάλλον οι συγκεντρώσεις σε πλατείες παρεκτός αν επρόκειτο να χειροκροτήσουν τους χουντικούς. Και, όμως, ο ακραίος αυτός λόγος όχι μόνο δεν αναχαιτίζεται από τους συγκεντρωμένους, μέρος των οποίων διαθέτει μυαλό και, μάλιστα, μπόλικο, αλλά παραδόξως γίνεται αποδεκτός με ζητωκραυγές. Και αυτό είναι το ανησυχητικό, ότι αυτές οι κάποτε περιθωριακές φωνές ξέφυγαν από τη λαθροβιότητα και διεκδικούν περισσότερη προσοχή, την οποία και σταδιακά κερδίζουν.
Μίλησα για ακραίο λόγο και θυμήθηκα δύο εκ των εκφραστών αυτού του λόγου. Ο ένας είναι ο κ. Μίκης Θεοδωράκης, ο οποίος νοιώθοντας σαν ένας νέος Λαμπράκης αποφάσισε με τσαμπουκά να καταλάβει την Πλατεία Αριστοτέλους κόντρα σε κάθε λογική. Ίσως λησμονεί, ότι οι συνθήκες, που επικρατούσαν στην Ελλάδα εν έτει 1963 ήταν εντελώς διαφορετικές. Τότε το αστυνομοκρατούμενο κράτος της ΕΡΕ κυβερνούσε με βία και νοθεία, οι ψηφοφόροι της Αριστεράς γνώριζαν ποικίλες διακρίσεις και, βέβαια, κανένας δεν τολμούσε τότε να καταλάβει πλατείες και κτίρια, διότι τον περίμεναν φυλακές, ξερονήσια και πλούσιος ξυλοδαρμός. Χώρια που ο Γρηγόρης Λαμπράκης ήταν άκρως ανιδιοτελής και ως γιατρός φρόντιζε δωρεάν τους μη προνομιούχους, τη στιγμή που ο κ. Θεοδωράκης διεκδικεί αναδρομική βουλευτική αποζημίωση. Ο λόγος του κ. Θεοδωράκη συγκεντρώνει όλη την ακροδεξιά συνωμοσιολογία και εχθρότητα προς τη δημοκρατία, στοχεύει στο συναίσθημα και όχι στη λογική, είναι ρατσιστικός, αντιευρωπαϊκός και ανορθολογιστικός και υπόσχεται λύσεις από το πουθενά και χωρίς καμμία πειστική επιχειρηματολογία. Όλα τα επιχειρήματά του, όπως ότι, δήθεν, θα μας δάνειζαν οι Ρώσσοι και οι Κινέζοι, έχουν καταρριφθεί προ πολλού αλλά αυτός συνεχίζει ακάθεκτος και σε πείσμα κάθε λογικής. Και, όμως, οι υπερβολές του γίνονται αρεστές από ένα σημαντικό κομμάτι των αγανακτισμένων, οι οποίοι μάλλον δεν αναρωτήθηκαν, τι κοινό μπορούν να έχουνε με ένα πρόσωπο, το οποίο υπήρξε αναπόσπαστο κομμάτι της εξουσίας, από την οποία ωφελήθηκε αφάνταστα. Ο έτερος Καππαδόκης είναι ο κ. Λαζόπουλος, ο οποίος μέσα από τις εκπομπές του τονώνει την πεποίθηση, ότι ο φτωχός λαός δεν φταίει σε τίποτα, που εξαπατήθηκε, ότι μόνο οι πολιτικοί φταίνε, ότι οι πολιτικοί όφειλαν να αντισταθούν, όταν τους ζητούσαν ρουσφέτια και άλλα φαιδρά και ανόητα. Κανένας δεν σκέφτηκε, ότι με τον τρόπο αυτό ο κ. Λαζόπουλος υποβιβάζει το λαό σε μια άβουλη μάζα ηλιθίων χωρίς νιονιό. Αν εσείς θεωρείται κολακευτικό να σας θεωρούν πανίβλακα και άξιο κοροϊδίας, τότε μάλλον έχετε μαζοχιστικές τάσεις. Ο γράφων θυμάται πολύ καλά, πάντως, κάπου στα 1994, όταν είχε ψηφιστεί ο νόμος Πεπονή (Ν. 2190/1994), με τον οποίο θα έμπαινε φράγμα στους ασύστολους και καταχρηστικούς διορισμούς στο Δημόσιο - έτσι έγινε αλλά για πολύ λίγο - πολύς κόσμος μπαινόβγαινε στα γραφεία βουλευτών και τους απειλούσε, αν δεν διόριζαν τα παιδιά τους, με βρισιές, που θα έκαναν ακόμα και το χειρότερο χαμάλη του τελευταίου λιμανιού της υφηλίου να κοκκινίσει από ντροπή. Κατά τα άλλα, δεν φταίει ο λαός.Και αν οι παραπάνω φημίζονται για την αμετροέπειά τους, τί να πω για τους πανεπιστημιακούς καθηγητές κ.κ. Μπέη, Κασιμάτη και λοιπούς; Αντισυνταγματικό έβγαλαν το Μνημόνιο και ζήτησαν αναθεώρηση του Συντάγματος, ώστε να ενισχυθούν οι αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας μαζί με κάποιες άλλες αλλαγές. Για το δεύτερο κανένας, σχεδόν, δεν θυμάται, ότι οι δύο πρώτοι κύριοι είχαν βάλει το χεράκι τους, όντες νομικοί σύμβουλοι του τότε πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου στο πετσόκομμα των αρμοδιοτήτων του ΠτΔ κατά την αναθεώρηση του Συντάγματος το 1986. Για το Μνημόνιο, το ΣτΕ έδωσε τη λύση. Συνταγματικό το Μνημόνιο, δεν παραχωρούνται σε ξένους οργανισμούς αρμοδιότητες, που προβλέπονται από το Σύνταγμα, δεν προσβάλλονται βασικά άρθρα του Συντάγματος κ.ο.κ. Βέβαια, ακόμα δεν έχει καθαρογραφεί η απόφαση αλλά η ήττα των αντιμνημονιακών σε νομικό επίπεδο είναι οδυνηρή.
Όλοι οι παραπάνω διαμορφωτές της κοινής γνώμης έχουν διαμορφώσει μια αντίληψη εντελώς εσφαλμένη για την πραγματικότητα. Ακούω κόσμο να πιστεύει, ότι, αν δεν ανταποκριθούμε στις υποχρεώσεις μας προς τους ξένους, οι τελευταίοι θα μας πάρουν τον εθνικό μας πλούτο, τον οποίο παρεμπιπτόντως κάποιοι δεν θέλουν να εκμεταλλευόμαστε, σύμφωνα με την κρατούσα άποψη, ακόμα και την Ακρόπολη. Κανένας δεν έχει μπει στον κόπο να διαβάσει το Μνημόνιο, για να διαπιστώσει, ότι πουθενά δεν γίνεται αναφορά σε κατάσχεση πολιτιστικών αγαθών σε περίπτωση, που παύσουμε να πληρώνουμε. Ούτε κανένας κάνει έστω μια πενιχρή προσπάθεια να εξηγήσει, ποιες είναι οι σκοτεινές δυνάμεις, που δεν μας αφήνουν να εκμεταλλευτούμε τον εθνικό μας πλούτο, ο οποίος, μια και το 'φερε η κουβέντα, δεν είναι βέβαιο, ότι συμφέρει να εξορυχθεί. Αρκούσαν ορισμένες δηλώσεις του κ. Κασιμάτη για τα παραπάνω και πολλοί "τσίμπησαν". Δεν αμφισβητώ την επιστημονική κατάρτιση του κ. Κασιμάτη ούτε το ήθος του αλλά εν προκειμένω έκανε λάθος εκτίμηση και η απόφαση του ΣτΕ το απέδειξε. Συν τοις άλλοις, υπήρξαν και συνταγματολόγοι, όπως ο κ. Μανιτάκης της Νομικής Σχολής του Α.Π.Θ., που υποστήριξαν τη συνταγματικότητα του Μνημονίου αλλά ο πολύς κόσμος είτε έκανε, ότι δεν ακούει, είτε ειρωνεύτηκε τον κ. Μανιτάκη.
Φυσικά, το κυρίαρχο σύνθημα είναι "να πληρώσουν αυτοί, που τα έφαγαν". ΟΚ, τότε, θα πληρώσουμε και εμείς, διότι και εμείς τα φάγαμε. Η ρήση του κ. Πάγκαλου μπορεί να φαντάζει προσβλητική αλλά λέει την αλήθεια και δεν αποδόθηκε σωστά από τη λαϊκή σοφία, η οποία, στην τελική, δεν αξίζει μάλλον τον χαρακτηρισμό της ως σοφίας (για το λαϊκή δεν αντιλέγω). Ολόκληρη η φράση ήταν «Μαζί φάγαμε τα λεφτά μέσα στο πλαίσιο ενός φαύλου συστήματος πολιτικής πελατείας με αθρόους διορισμούς στο Δημόσιο» και είναι άκρως ρεαλιστική, αφού αποτυπώνει το πελατειακό σύστημα, όπως διαμορφώθηκε από καταβολής νεοελληνικού κράτους μέχρι τις μέρες μας. Επίσης, τα ίδια δανεικά από το εξωτερικό δαπανήθηκαν για την πληρωμή μισθών και συντάξεων, αφού το διογκωμένο ελληνικό δημόσιο κόστιζε περισσότερα απ' όσα παρήγαγε. Λειτουργούμε, συνεπώς, σαν ακριβοδίκαιοι μπαταξήδες, οι οποίοι, αφού έφαγαν, ήπιαν και καλοπέρασαν, τώρα αρνούνται να πληρώσουν το λογαριασμό.
Για το ποιόν των αγανακτισμένων θα αποφύγω να γενικεύσω και θα αρκεστώ σε ό,τι είδα στην πόλη μου τις πρώτες μέρες, όταν τα πράγματα ήταν περισσότερο αγνά. Εκείνες τις ημέρες είδα φάτσες, που προ μηνών τις έβλεπα να κραδαίνουν λάβαρα διαφόρων παρατάξεων, κυρίως των δύο μεγάλων, να μπαινοβγαίνουν στα πολιτικά γραφεία και να κάνουν βαθειές υποκλίσεις στους βουλευτές. Είδα πρόσωπα, που κάποτε είχαν βολευτεί σε πείσμα της νομοθεσίας ως μαθητευόμενοι (ελληνιστί stagiaires) σε δημόσιες υπηρεσίες, να ωρύονται για την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και να απειλούν, ότι θα κάνουν επανάσταση. Πήρε, επίσης, το μάτι μου κάτι φατσούλες, που μύριζαν από χιλιόμετρα μακρυά μίσος για τη δημοκρατία. ΟΚ, είδα πολλούς προβληματισμένους ανθρώπους, που πίστευαν, ότι θα αλλάξει κάτι μέσα από τις συγκεντρώσεις στις πλατείες. Δεν ξέρω, αν πηγαίνουν ακόμα εκεί. Εύχομαι για το καλό αυτών των συγκεντρώσεων να εξακολουθούν να πηγαίνουν.
Και, λοιπόν, θα μου πείτε, δεν είναι κακό, που καθυστέρησε ο κόσμος να καταλάβει, ότι τον ενέπαιζαν οι πολιτικοί. Διάβασα ένα άρθρο του καθηγητού κ .Χαρίδημου Τσούκα στην "Κ", που ασπάζεται αυτή την άποψη. Δεν έχω πρόβλημα με την καθυστερημένη αντίδραση του κόσμου αλλά με τα κίνητρά της. Εδώ και πολλά χρόνια η Ελλάδα ζούσε σε μια επίπλαστη ευημερία, η οποία οφειλόταν, σε σημαντικό βαθμό, στα δανεικά από το εξωτερικό. Ταυτόχρονα, διορίζονταν κόσμος αβέρτα στο Δημόσιο αργόμισθοι σε υπηρεσίες, όπου απασχολούνταν το πολύ για ένα δίωρο ημερησίως και, στη συνέχεια, εξαφανίζονταν, ή διορίζονταν ως υπεράριθμοι. Στο Δήμο, όπου ζω, υπάρχουν στο ίδιο γραφείο έως και δέκα πρόσωπα, τα οποία προορίζονται να βγάλουν δουλειά, που άνετα μπορεί να γίνει από 3 πρόσωπα. Κανένας, όμως, δεν έδειχνε να ενοχλείται από αυτή την κατάσταση, αφού είτε ευελπιστούσαν, ότι θα βρεθούν σε ανάλογη κατάσταση, είτε ευρίσκοντο ήδη σε τέτοια, οπότε δεν δάγκωναν το χέρι, που φιλούσαν με το ίδιο πάθος, που η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή φιλούσε τα πόδια του Ιησού Χριστού. Και τότε οι ίδιοι πολιτικοί μας κυβερνούσαν, και τότε τις ίδιες ληστρικές σε βάρος του δημοσίου τακτικές εφάρμοζαν. Θα ήταν πολύ πιο ειλικρινές να παραδεχόταν τότε ο κόσμος, ότι έχουμε ανίκανους πολιτικούς, και να ενεργήσει, εις τρόπον ώστε να τους πετάξει έξω από την εξουσία. Αλλά, είπαμε, κανένας δεν φτύνει εκεί, που έφαγε. Και μόλις στέρεψε η κάνουλα, που έρεε χρήμα, όλοι τότε θυμήθηκαν να παραστήσουν τους επαναστάτες, λησμονώντας, ότι μια κίνηση κρίνεται όχι τόσο από την υλοποίησή της όσο από τη χρονική συγκυρία, κατά την οποία λαμβάνει χώρα.
Δεν είναι όλοι οι αγανακτισμένοι συμφεροντολόγοι, άκουσα να λέγεται από πολύ κόσμο. Αυτό έλειπε! Κάθε γενίκευση είναι απαράδεκτη. Ξέρω κόσμο, ο οποίος έχει πραγματική αγωνία για το μέλλον του τόπου αυτού, ο οποίος δεν ταυτίζεται, σε καμμία περίπτωση, με το πλήθος, που μουντζώνει τη Βουλή και απειλεί θεούς και δαίμονες. Ωστόσο, η νηφαλιότητα έχει χαθεί από τις πλατείες και αυτό, που κυριαρχεί, είναι ένας αχταρμάς από ετερόκλητα συνθήματα, όπου η αξίωση για άμεση δημοκρατία συνυπάρχει με τα πανώ των "δεν πληρώνω" και της ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ. Από μια άποψη είναι καλό, που δεν κομματικοποιήθηκαν τα πράγματα αλλά παρέμειναν μια σούπα, όπου κανένας δεν έχει καταφέρει - και ευτυχώς - να καπελώσει κανένα. Ωστόσο, απ' όσο ξέρω, όταν σερβίρεται η σούπα, ο υποψήφιος καταναλωτής της φροντίζει, ώστε να ξεφορτωθεί ό,τι δεν του αρέσει από τα συστατικά της. Και μέσα στον παραπάνω αχταρμά υπάρχουν αρκετοί ακροδεξιοί, που δεν χάνουν καιρό, ώστε να εκφράσουν την απέχθειά τους για τη δημοκρατία και τον κοινοβουλευτισμό. Τί δουλειά μπορεί να έχει ένας νηφάλιος και προβληματισμένος πολίτης, που κατεβαίνει στην πλατεία για να φωνάξει, για όσα τον ενοχλούν, με τους φασίστες;
Τέλος, οι επαναστάσεις είναι, συνήθως, προοδευτικές και ευαγγελίζονται κάτι καινούργιο ή έστω επαναστατικό για τα δεδομένα του τόπου, στον οποίο λαμβάνουν χώρα. Προ ημερών, εμφανίστηκαν στο Σύνταγμα κάποιοι ιερείς της Μητρόπολης Καλαβρύτων και Αιγιαλείας ως επαναστατημένοι και διαφωνούντες με την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης, κατόπιν προτροπής του Μητροπολίτου τους Αμβροσίου, τον οποίο σιγοντάρει και ο Θεσσαλονίκης Άνθιμος. Αναφερόμαστε στα ίδια πρόσωπα, που αντιδρούν αρνητικά στο ενδεχόμενο φορολόγησης της εκκλησίας και συχνά επιθυμούν να έχουν λόγο σε κρατικά ζητήματα (θυμηθείται το θέμα των ταυτοτήτων), αποδεικνύοντας ότι δεν τους ενδιαφέρει καθόλου το γενικότερο καλό του τόπου. Σε οποιαδήποτε σοβαρή χώρα τα συγκεκριμένα πρόσωπα, μητροπολίτες και απλοί ιερωμένοι, θα λοιδορούνταν και ίσως τους έπαιρναν με τις ντομάτες. Εδώ, όμως, έγιναν δεκτοί με επευφημίες. Κατά σύμπτωση, εδώ και ένα, περίπου, μήνα, δεν έχει ακουστεί κουβέντα για την κατάργηση του ρουσφετιού, της κομματοκρατίας και του νεποτισμού, για την προστασία του περιβάλλοντος, για τα προβλήματα της δημόσιας εκπαίδευσης κ.λπ. Για τι είδους επανάσταση μιλάμε, λοιπόν;
Ίσως είμαι υπερβολικά απαισιόδοξος με την τροπή, που έχει πάρει αυτή η ιστορία με τους αγανακτισμένους. Σίγουρα δεν υποτιμώ τη δυναμική τους. Ούτε όλες οι επαναστάσεις του παρελθόντος ανά την υφήλιο ήταν χωρίς ελαττώματα, το αντίθετο, θα έλεγα. Σίγουρα, όμως, αυτές πέτυχαν να επιβάλουν ορισμένες νέες καταστάσεις, τις οποίες πολύ αμφιβάλλω όχι μόνο αν θα πετύχουν να επιβάλουν οι αγανακτισμένοι αλλά ακόμα και αν τις έχουν, πραγματικά, κατά νου.


Υ.Γ. Ξαναλέω, ότι μέσα στους αγανακτισμένους υπάρχει αρκετός κόσμος, ο οποίος προβληματίζεται και αποφεύγει τις παχιές ρητορείες και τους ανορθολογισμούς. Δεν έχει, όμως, επιβάλει την άποψή του. Και ένα κίνημα κρίνεται όχι τόσο από τους λίγους σωστούς όσο από τους πολλούς ακραίους, που το σπιλώνουν.

Τρίτη 21 Ιουνίου 2011

Μικροπολιτικές τακτικές

Είχα σταθεί και παλαιότερα στην τακτική του Αντιπροέδρου της κυβέρνησης, κ. Θεόδωρου Πάγκαλου, να εκτοξεύει κουβέντες, οι οποίες προκαλούσαν το κοινό αίσθημα τόσο με το περιεχόμενό τους όσο και με το άκαιρο της εκτόξευσής τους. Οι επιθέσεις του κατά του ΚΚΕ σε μια εποχή, που το τελευταίο απλά ασκούσε την αντιπολιτευτική του τακτική - όσο και αν διαφωνούμε με το ύφος της, δεν παύει να αποτελεί δικαίωμά του - αλλά και η πρόσφατη σοφιστεία του περί έλευσης της Δημοκρατίας στην Ελλάδα μόλις το 1981 αποδεικνύουν, ότι κάτι τρέχει με τον κ. Πάγκαλο.

Όσοι έχουν γνωρίσει το συγκεκριμένο πολιτικό, συμφωνούν, ότι πρόκειται περί ενός πανέξυπνου αλλά αυτοκαταστροφικού προσώπου με ευρύτατη μόρφωση, την οποία, όμως, ουδέποτε αξιοποίησε, προκειμένου να καλλιεργήσει ένα πιο ήπιο προφίλ. Ποιός μπορεί να ξεχάσει την περιβόητη ατάκα "ο κύριος τίποτα", με την οποία όχι μόνο φιλοδώρησε τον κ. Αβραμόπουλο το 1994 κατά τον προεκλογικό αγώνα για το Δήμο Αθηναίων αλλά και του χάρισε τη νίκη; Άλλοτε, ο κ. Πάγκαλος εκτόξευε κουβέντες, οι οποίες περιείχαν αρκετή αλήθεια αλλά έχαναν, λόγω της διατύπωσής του και του εν γένει τρόπου του.

Χωρίς να λησμονώ την αυτοκαταστροφική τάση του κ. Πάγκαλου, πιστεύω, ότι η χτεσινή κουβέντα του περί ελεύσεως της Δημοκρατίας στην Ελλάδα δεν ήταν αθώα. Όχι, δεν είπε την αλήθεια ο κ. Πάγκαλος, εκλογές σε αυτό τον τόπο γίνονταν πολύ πριν αυτός γεννηθεί. Θεωρώ, ότι η χτεσινή ρήση του στόχευε στον αποπροσανατολισμό της κοινής γνώμης. Σε μια κρίσιμη στιγμή, με την κυβέρνηση να παλεύει αφενός να αποσείσει τους κραδασμούς από την άτολμη στάση του κ. πρωθυπουργού αφετέρου να κλείσει τα στόματα των ανταρτών βουλευτών του κυβερνώντος κόμματος, η ατάκα του κ. Πάγκαλου λειτούργησε ευεργετικά για το ΠΑ.ΣΟ.Κ.. Απο χτες οι αγανακτισμένοι έχουν περάσει σε δεύτερη μοίρα και για λίγο, ακόμα, καιρό η άποψη του κ. Πάγκαλου θα μονοπωλεί το ενδιαφέρον του κόσμου, αυτού, τέλος πάντων, που ασχολείται με την πολιτική. Ο πιο ωφελημένος από αυτή την κίνηση είναι, φυσικά, η κυβέρνηση, η οποία θα μπορέσει, έστω για λίγες μέρες, να ασχοληθεί με το έργο της, χωρίς να "λούζεται" τις επιθέσεις τρίτων.

Τέτοιες (μικρο)πολιτικές, βέβαια, δεν αποβαίνουν ωφέλιμες μακροπρόθεσμα για την κυβέρνηση, αφού το όφελός τους είναι βραχύ και μετά από μερικές μέρες έχουν λησμονηθεί και ο κόσμος επανέρχεται στη δριμεία κριτική του γι' αυτή. Στην Ελλάδα, όμως, του απουσίας προγραμματισμού και σεβασμού των κυβερνήσεων προς τον πολίτη αυτά είναι ψιλά γράμματα. Και για τον κύριο Πάγκαλο ακόμα πιο ψιλά!

Δευτέρα 20 Ιουνίου 2011

Η απουσία κοινής λογικής

Προ 20, περίπου, ετών θυμάμαι ένα φίλο μας κρεοπώλη να γαμοσταυρίζει σα χαμάλης, επειδή με επαναλαμβανόμενες διακοπές ρεύματος της ΔΕΗ είχε καταστραφεί το εμπόρευμά του. Ήταν η θρυλική εποχή του κ. Μπάκουλη, του τότε προέδρου της ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ, ο οποίος μέσα σε μια θάλασσα από χειροκροτήματα των συναδέλφων του δήλωνε στις τηλεοπτικές κάμερες, ότι οι διακοπές ρεύματος θα συνεχίζονταν.


Ο διάδοχος του κ. Μπάκουλη, κ. Φωτόπουλος, δεν διαφέρει σε τίποτα από τον προκάτοχό του. Ακολουθεί τις ίδιες εκβιαστικές πρακτικές, χωρίς να του καίγεται καρφί, αν πλήττονται εκατοντάδες επαγγελματίες από αυτές. Ο εκβίασμός της κυβέρνησης αποτελεί αυτοσκοπό και όλα τα υπόλοιπα περνούν σε δεύτερη μοίρα ή απλά δεν υπάρχουν. Γι' αυτόν νόμος είναι το δίκιο του συνδικαλιστή της ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ, τελεία και παύλα!


Αν υπήρχε περισσότερη πρόνοια και λιγότερος ατομικισμός και αδιαφορία για το κοινωνικό σύνολο - η οποία μαστίζει το σύνολο, σχεδόν, της κοινωνίας μας, για να μην κρβυόμαστε - ο κ. Φωτόπουλος και όσοι κινούνται γύρω από αυτόν θα υιοθετούσαν άλλες τακτικές, προκειμένου να πλήττονται από τις απεργιακές πρακτικές τους όσο το δυνατό λιγότερα πρόσωπα. Θα μπορούσαν, για παράδειγμα, να αποκλείσουν τα γραφεία των καταστημάτων της ΔΕΗ, ώστε κανένας να μην μπορεί να πληρώσει τους λογαριασμούς του, φροντίζοντας, βεβαίως, να μην κόψουν το ρεύμα σε κανένα. Επίσης, θα μπορούσαν να αρνηθούν να εκδώσουν τιμολόγια της ΔΕΗ. Με τον τρόπο αυτό θα πλήττονταν λιγότεροι και και οι κινητοποιήσεις της ΔΕΗ θα ήταν πιο αποτελεσματικές, αφού δεν θα έστρεφαν ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας μας - δεν θεωρώ, όπως αντιλαμβάνεστε, τόσο μεγάλο κομμάτι τους συμπαθούντες τη ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ αγανακτισμένους συμπολίτες μου - εναντίον της.


Φυσικά, όλα αυτά προϋποθέτουν μια κοινή λογική. Την οποία ούτε ο κ. Φωτόπουλος ούτε οι συν αυτώ δείχνουν να διαθέτουν.