Δημοφιλείς αναρτήσεις

Κυριακή 30 Ιανουαρίου 2011

Ο απεργός πείνας δεν είναι τυχαίος άνθρωπος

Ο απεργός πείνας δεν είναι κάποιος τυχαίος άνθρωπος. Ξεφεύγει κατά πολύ από το μέσο όρο, αποφασίζοντας να λάβει ένα ακραίο μέτρο κατά της ζωής του για τα δικά του πιστεύω. Και όταν θέτει κανείς σε κίνδυνο τη ζωή του, δεν έχει καμμία απολύτως σχέση με τη μάζα. Γνωρίζει, ότι μπορεί να προκαλέσει ανεπανόρθωτες βλάβες στον οργανισμό του και, όμως, βαδίζει ένα ξεχωριστό δρόμο, αυτό του ανθρώπου, που δεν έχει κανένα ενδοίασμό να θυσιάσει τη ζωή του για μια ιδέα, την οποία θεωρεί ιερή ή έστω απαραβίαστη.
Κυρίως, όμως, σε μια εποχή, που οι περισσότεροι θα θυσίαζαν άφοβα και χωρίς αναστολές τρίτους, για να πετύχουν τους σκοπούς τους, ο απεργός πείνας αποφασίζει να θυσιάσει τον ίδιο του τον εαυτό. Αρνείται να βλάψει οποιονδήποτε άλλο. Αναβιβάζει, έτσι, το σκοπό του σε ιερή αποστολή και αποφεύγει να τον μετατρέψει σε αυτοσκοπό ή να τον ευτελίσει σε θλιβερό αιματοκύλισμα.
Κοιτάζω τους 300 απεργούς πείνας, οι οποίοι αυτές τις μέρες έχουν κινήσει την περιέργεια του κόσμου. Πολλοί από αυτούς ζουν μόνιμα στην Ελλάδα αρκετά χρόνια αλλά υφίστανται το ρατσισμό και τις διακρίσεις, που υφίστανται οι περισσότεροι διαφορετικοί στη χώρα μας, ιδίως αν εργάζονται ως ανειδίκευτοι εργάτες. Για να έλθουν στη χώρα μας πέρασαν από απίστευτες κακουχίες και βίωσαν απάνθρωπους εξευτελισμούς. Ο κόσμος, που άφησαν πίσω τους, μοιάζει να έχει ξεπηδήσει από εικόνες ανείπωτης φτώχειας σαν και αυτή, που διαβάζουμε στη λογοτεχνία. Θα μπορούσαν να επικαλεστούν το δίκαιο του αδικημένου και να προκαλέσουν εκτεταμένες φθορές απ' όπου πέρασαν, διεκδικώντας έτσι το ενδιαφέρον των Μ.Μ.Ε.. Και, όμως, προτίμησαν με αξιοπρέπεια να διαμαρτυρηθούν, κάνοντας απεργία πείνας, μήπως και τους προσέξει η πολιτεία και ο κόσμος και συνειδητοποιήσουν, επιτέλους, ότι υπάρχουν και αυτοί και έχουν τα προβλήματά τους, τα οποία χρειάζονται λύση.
Ακούστηκε, ότι η απεργία πείνας συνιστά ωμό εκβιασμό. Δεν γνωρίζω, πόσο νοσηρή φαντασία πρέπει να διαθέτει κανείς, ώστε να υποστηρίξει μια τέτοια άποψη. Σίγουρα αποτελεί ωμό εκβιασμό και η αδιαφορία μιας ολόκληρης κοινωνίας, στην οποία περιλαμβάνεται και η κυβέρνηση, σε ένα υπαρκτό πρόβλημα. Όταν αποστερείς από το μετανάστη/πρόσφυγα τα κατοχυρωμένα βάσει διεθνών συμβάσεων, οι οποίες έχουν υπογραφεί από την Ελλάδα, δικαιώματά του, εκβιάζοντάς τον ουσιαστικά να φύγει (και να πάει που;), τότε είναι τουλάχιστον άνανδρο να χαρακτηρίζεις εκβιαστή στο μετανάστη/πρόσφυγα, ο οποίος, σε τελική ανάλυση, διαμαρτύρεται χωρίς να βλάπτει άλλον παρά τον εαυτό του, προκειμένου να διεκδικήσει αυτά, που η ίδια η πολιτεία αναγνωρίζει ως δικαιώματά του.
Η προσφυγή στην απεργία πείνας συνιστά μια έσχατη κατάληξη κάποιων ανθρώπων, οι οποίοι δεν διαθέτουν κανένα άλλο μέσο, για να προστατεύσουν τους εαυτούς τους. Και ως τέτοια θα πρέπει να εκτιμάται και να γίνεται σεβαστή από μια κοινωνία, η οποία προτιμά να θυσιάσει οποιονδήποτε άλλο στο βωμό των συμφερόντων της εκτός από την ίδια. Και, το χειρότερο απ' όλα, αδιαφορεί ως κοινωνία για τα δικαιώματα κάποιων λιγότερο προνομιούχων συνανθρώπων μας αλλά και ως κράτος για τις υποχρεώσεις, που έχει αναλάβει έναντι αυτών.

Πέμπτη 27 Ιανουαρίου 2011

Είτε αγέννητοι είτε με ξεθωριασμένη μνήμη

Ακούγοντας ολ' αυτά περί "δημοκρατικής χούντας" και ανελεύθερης χώρας, θα πίστευε κάποιος, ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα εφάμιλλη, από πλευράς σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, με το Ιράν ή τη Βόρειο Κορέα. Άλλωστε, "επανάληψις μήτηρ μαθήσεως", που λέγεται, ότι έλεγαν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι και όσο περισσότερο επαναλαμβάνουμε, ότι ζούμε σε μια δημοκρατική χούντα, όλο και περισσότεροι θα το πιστέψουν.
Κρίμα, που η πλειονότητα των υποστηρικτών αυτής της άποψης είτε ήταν αγέννητοι, όταν είχαμε πραγματική χούντα στην Ελλάδα, είτε έχουν ξεθωριάσει τόσο οι μνήμες τους, που λησμόνησαν, πόσο σκληρά ήταν εκείνα τα χρόνια για όσους ήθελαν να εκφράζονται ελεύθερα και να διαφοροποιούνται από τους άλλους. Διότι στα χρόνια της χούντας ήταν αδύνατο να εκφραστείς ελεύθερα για την πολιτική κατάσταση στη χώρα μας, εκτός αν είχες την αγγίζουσα τα όρια του μαζοχισμού επιθυμία να βιώσεις την ασύγκριτη εμπειρία του εγκλεισμού σου, συνοδεία ξυλοδαρμού, βασανιστηρίων και απομόνωσης, στις φυλακές Αβέρωφ ή άλλα παρεμφερή ευαγή ιδρύματα, που συνδέθηκαν με τις σκληρότερες εποχές, που γνώρισε αυτός ο τόπος. Και αν, τέλος πάντων, κατάφερνες να βγεις από εκεί μέσα και δεν σε έσερναν σε κανένα δικαστήριο, όπου με περισσή ευκολία σε κατεδίκαζαν σε υψηλές ποινές, τις οποίες εξέτιες στο ακέραιο, αφού δεν είχαν έλθει, ακόμα, τα χρόνια της δημοκρατικής χούντας για να ψηφιστούν ευεργετικοί νόμοι και είτε να εξαγοράσεις την ποινή σου είτε να έχει η έφεσή σου ανασταλτικό αποτέλεσμα, ήσουν, πλέον, σταμπαρισμένος αντιδραστικός, κομμουνιστής, εαμοβούλγαρος και άλλα συναφή και δεν εύρισκες δουλειά με τίποτα. Αν, μάλιστα, ετύγχανε να έχεις δουλειά, προτού σου συμβεί το ευτυχές γεγονός του μπουζουριάσματός σου στα παραπάνω ευαγή ιδρύματα, τότε ο εργοδότης σου σε απέλυε και χωρίς πολλά πολλά.
Φυσικά, στα χρόνια της πραγματικής χούντας δεν τη γλύτωνες, ακόμα και αν ήσουν σημαίνον πρόσωπο μέσα και έξω από την Ελλάδα. Ο Γεώργιος-Αλέξανδρος Μαγκάκης συνελήφθη την ώρα, που δίδασκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και βίωσε στο πετσί του τη βία της "Επανάστασης". Η Αμαλία Φλέμινγκ συνελήφθη και αυτή, βασανίστηκε, φυλακίστηκε και αργότερα της αφαιρέθηκε η ελληνική ιθαγένεια.
Και, φυσικά, δεν είχες το δικαίωμα να εκλέξεις ή να εκλεγείς σε κάποιο πολιτικό αξίωμα, αφού η χώρα, ούσα ασθενής κατά την άποψη των χουντικών, είχε μπει στο γύψο μαζί με το δημοκρατικό πολίτευμα. Συνεπώς, οι πιθανότητες να ακουστεί η άποψή σου εκμηδενίζονταν. Όσο για το ραδιόφωνο και την τηλεόραση, αυτά ανήκαν στο κράτος και προέβαλαν ό,τι αυτό επιθυμούσε και το ίδιο συνέβαινε και με τα έντυπα. Όσα δε έντυπα έκριναν, ότι έπρεπε να πουν δύο λογάκια παραπάνω, υφίσταντο απερίγραπτες διώξεις, ανέστελλαν την κυκλοφορία τους και οι κεφαλές τους οδηγούνταν στις φυλακές (περίπτωση "ΕΘΝΟΥΣ").
Με όλο το σεβασμό τώρα, αναγνωρίζω, ότι η δημοκρατία στη χώρα μας πάσχει από μια κυβέρνηση, η οποία καταστρατηγεί το νομο συχνότατα, για να εξυπηρετήσει μικροπολιτικά συμφέροντα, και από ένα απαίδευτο λαό, ο οποίος έχει κάνει σημαία την αυθαιρεσία με την ελπίδα, ότι θα βολευτεί παντοιοτρόπως και ενδεχόμενα θα φτάσει στο ίδιο επίπεδο ατιμωρησίας με τους κυβερνώντες. Καμμία αντίρρηση! Αυτά τα συμπτώματα, όμως, δεν αρκούν, όσο και αν τα τραβήξει κανείς, για να χαρακτηρίσουν ένα πολίτευμα ως δικτατορία, ειδικά τη στιγμή, που η ελευθερία του λόγου είναι απόλυτη, ειδικά με τα σύγχρονα μέσα, που έχει ο μέσος Έλληνας στη διάθεσή του, και, βέβαια, υπάρχει το μοναδικο, έστω παραμελημένο και υποτιμημένο, όπλο της ψήφου στις εκλογές. Κανένα μέσο καταστολής δεν μπορεί να φτάσει σε σημείο να αναστείλει ή εξαφανίσει τις βασικές ατομικές και πολιτικές ελευθερίες, όσο και αν θέλουν να πιστεύουν και διατυμπανίζουν το αντίθετο οι θιασώτες της "δημοκρατικής χούντας".
Οι οποίοι θιασώτες της άποψης αυτής, παρεμπιπτόντως, αμφιβάλλω, αν σε μια χούντα θα είχαν το δικαίωμα να αρθρώσουν λόγο και δη το λόγο, που αυτό τον καιρό εκφέρουν, αλλά και αν θα κυκλοφορούσαν ελεύθεροι.

Τρίτη 25 Ιανουαρίου 2011

Στο πλευρό των μεταναστών

Συμφωνώ με όσους υποστηρίζουν, ότι η χώρα μας δεν μπορεί να αντέξει άλλους μετανάστες. Σε μια εποχή, που η οικονομία μας - αυτή, που κάποτε απασχολούσε χιλιάδες μετανάστες σε δουλειές, που οι δικοί μας δεν καταδέχονταν, πλέον, να κάνουν - πάει από το κακό στο χειρότερο, ενώ την ίδια στιγμή η Ευρώπη μετατρέπεται σε ένα φρούριο, στο οποίο οι μετανάστες δεν έχουν καμμία θέση και πετιούνται στην Ελλάδα, η οποία καλείται να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά, η είσοδος εκατοντάδων απελπισμένων ανθρώπων από σπαρασσόμενες από ταλαιπωρίες χώρες, όπως το Αφγανιστάν και η Σομαλία, αποτελεί μια πυριτιδαποθήκη στην καρδιά της Ελλάδος.
Αυτή η πραγματικότητα, όμως, δεν μπορεί να αναιρέσει μια επίσης αναπόδραστη πραγματικότητα. Ότι, δηλαδή, οι μετανάστες είναι άνθρωποι με προβλήματα, στους οποίους δεν μπορεί η χώρα μας να συμπεριφέρεται με βαναυσότητα ή να τους δαιμονοποιεί για την υποβάθμιση των περιοχών, στις οποίες εργάζονται (πόσο δίκιο είχε η κα. Κούρτοβικ με όσα είπε πρόσφατα). Αφ' ης στιγμής υπάρχουν διεθνείς συμβάσεις σχετικά με τα δικαιώματα των προσφύγων, στις οποίες η Ελλάδα έχει προσχωρήσει, οφείλουμε να τους συμπεριφερόμαστε ανθρώπινα. Και επειδή η ιστορία με τους πρόσφυγες δεν ξεκίνησε χτες, οφείλαμε ως χώρα να έχουμε λάβει τα απαραίτητα μέτρα για την αντιμετώπιση του ζητήματος, πράγμα το οποίο, ως είθισται, δεν πράξαμε.
Μα δεν τους φέρονται καλύτερα στο εξωτερικο, θα πείτε. Συγγνώμη αλλά θα προτιμούσα να μιμηθούμε όσα θετικά βλέπουμε στο εξωτερικο και όχι τα αρνητικά τους, τα οποία, εντέλει, μάθαμε να χρησιμοποιούμε ως άλλοθι για την ανικανότητά μας άλλως απροθυμία μας να κάνουμε ένα βήμα μπροστά. Και αν, τέλος πάντων, ο κ. Σαρκοζί φέρθηκε απαράδεκτα στους Ρομά, οι οποίοι, σε τελική ανάλυση, είναι πολίτες χώρας-μέλους της Ε.Ε., και δεν κουνήθηκε φύλλο, αυτό δεν μας δίνει το ελεύθερο να δράσουμε αναλόγως. Αρκετά υπόλογοι είμαστε για τόσα αρνητικά, δεν υπάρχει λόγος να δώσουμε και άλλες αφορμές.
Συμπονώ, λοιπόν, τους 300 μετανάστες, που προέβησαν σε απεργία πείνας, διεκδικώντας τα αυτονόητα. Και αν, ακόμα, υπάρχει κόσμος, που, όπως λέγεται, παίζει παιχνίδια στις πλάτες τους, αυτό δεν μου αφαιρεί το δικαίωμα να συμπάσχω με όσους συνανθρώπους μου έλαχε να ζουν σε άλλη χώρα, κατεστραμμένη από πολέμους και τυραννίες, και αναγκάστηκαν να φύγουν γι' αλλού.

Δευτέρα 24 Ιανουαρίου 2011

Και οι αστυνομικοί είναι άνθρωποι με προβλήματα

Η είδηση της αυτοκτονίας του 25χρονου αστυφύλακα των ΜΑΤ είναι μια από τις ειδήσεις, που απασχολούν ελάχιστα την κοινή γνώμη. Ακούγονται για λίγο, κάνουν ένα μικρό γδούπο και μετά σιωπή, ξεχνιούνται μέσα στον κυκεώνα των ειδήσεων και των προβλημάτων, που πλημμυρίζουν την καθημερινότητά μας. Άλλωστε, ο 25χρονος αυτόχειρας δεν ήταν "δικός" μας, δεν αγωνίζεται για τα δίκαια των επαναστατημένων. Απεναντίας, ήταν "μπάτσος", μίσθαρνο όργανο του συστήματος, δεκανίκι του νεοφιλελευθερισμού και του συστήματος, που καταπιέζει τον λαό. Αν δεν του άξιζε να πεθάνει, δεν θα τον κλάψουν κιόλας, που αυτοκτόνησε.
Αλήθεια, θα περνούσε έτσι στα αθόρυβα αυτός ο θάνατος, αν επρόκειτο π.χ. για την αυτοκτονία κάποιου μαθητή, που προετοιμαζόταν για τις πανελλαδικές εξετάσεις, ή για κάποιο επιχειρηματία, που τον έπνιξαν τα χρέη; Ασφαλώς όχι! Εκεί τα σχόλια για την άνιση κοινωνία και την πίεση, που ασκεί στον απλό κόσμο, θα γέμιζαν σκληρό δίσκο εκατοντάδων γίγα και πάλι θα έμεναν αρκετά εκτός. Θεωρίες για τον απαράδεκτο τρόπο ζωής, που έχει διαμορφωθεί σήμερα, θα ακούγονταν και κατάρες και αναθέματα γι' αυτόν θα εκτοξεύονταν προς πάσα κατεύθυνση.
Μόνο που λησμονούμε, ότι κομμάτι της κοινωνίας μας είναι και ο αστυνομικός. Τα προβλήματά του δεν είναι λιγότερα από εμάς, το άγχος του για την επιβίωση δεν διαφέρει από αυτό του μεγαλύτερου μέρους της κοινωνίας μας. Η πίεση, που υφίσταται στη δουλειά του, είναι απίστευτη. Έχω ακούσει αστυνομικούς, που υπηρετούν στα ΜΑΤ, να ισχυρίζονται, ότι παραμονές πορειών στην Αθήνα έχουν τόση ένταση, που το παραμικρό κλικ μπορεί να τους αποτρελλάνει. Και, βέβαια, στις δύσκολες στιγμές - οράτε επεισόδια - είναι ο αποδιοπομπαίος τράγος μιας κοινωνίας, που ανακάλυψε στο πρόσωπό τους το μέσο εκτόνωσής της αλλά και το άλλοθι για την ανικανότητά της να αποτρέψει τα επεισόδια αυτά.
Και, όμως, όσο μας πονάει - και δεν είναι λάθος, που μας πονάει - η αυτοκτονία ενός μαθητή, που δεν άντεξε την πίεση της προετοιμασίας για τις εισαγωγικές στο πανεπιστήμιο εξετάσεις, ή ενός εμπόρου, που τον γονάτισαν τα πανωτόκια των τραπεζών, άλλο τόσο μας αφήνει αδιάφορους η αυτοκτονία ενός αστυνομικού, σαν να μην έχει και αυτός προβλήματα, όπως οι υπόλοιποι συμπολίτες μας. Και το πρόβλημα δεν είναι η επιλογή μας να συμπονέσουμε περισσότερο άλλες, πλην, αστυνομικών ,κατηγορίες συνανθρώπων μας αλλά η παντελής ψυχρότητα, με την οποία υποδεχόμαστε ως κοινωνία την αυτοκτονία ενός αστυνομικού.
Μια κοινωνία, που θέλει να δηλώνει, ότι επιθυμεί να αλλάξει τον κόσμο και να προβληματίζεται για όσα δεινά συμβαίνουν γύρω της, οφείλει να μην αποκλείσει από τους προβληματισμούς της κάποιους συνανθρώπους της. Δεν πρέπει να αρκείται στην αντίληψη, ότι ορισμένοι συνάνθρωποί της είναι εξ ορισμού προβληματικοί - θυμηθείτε πόσα τέτοια σχόλια ακούστηκαν για τους αστυνομικούς την εποχή της δολοφονίας του 15χρονου Αλέξη Γρηγορόπουλου - και, συνεπώς, δεν αξίζει να ασχολούμαστε μαζί τους, αλλά να φωνάζει και για τα δικά τους προβλήματα. Δεν έχει κανένα δικαίωμα να κατηγοριοποιεί τους ανθρώπους σε "δικούς" μας και "εχθρούς" και με βάση αυτή τη διάκριση να σφυρίζει αδιάφορα, όταν οι "εχθροί" της πλήττονται από προβλήματα, τη στιγμή που ξεσηκώνεται και εκδηλώνεται ακραία, όταν οι "δικοί" της βάλλονται. Για να αλλάξει μια κοινωνία, οφείλουν όσοι θέλουν να λέγονται ενεργοί πολίτες, να επισημαίνουν τα προβλήματα, που αντιμετωπίζουν όλοι ανεξαιρέτως όσοι ζουν σε αυτή και να προτείνουν λύσεις γι' αυτά, χωρίς να επιλέγουν με ποιους αποκλειστικά θα ασχοληθούν.
Απλά πράγματα, τα οποία γίνονται κατανοητά, αρκεί να μη βλέπει κανείς την πραγματικότητα με παρωπίδες και να επιθυμεί πραγματικά να αλλάξει κάτι σε αυτό τον τόπο.

Παρασκευή 21 Ιανουαρίου 2011

Ποιός νοιάζεται για την παραγραφή;

Η ανακοίνωση στη Βουλή, ότι έχουν παραγραφεί τα αδικήματα, τα οποία τέλεσαν γνωστά πολιτικά πρόσωπα σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, ήταν αναμενόμενη. Η τάση των δύο μεγάλων κομμάτων να αλληλοπροστατεύονται υπερίσχυσε, για μια, ακόμα, φορά της όποιας νομιμότητας και του όποιου φιλότιμου.
Εκείνο, που δεν γίνεται κατανοητό, είναι η απόλυτη αδιαφορία, με την οποία υποδέχθηκε ο κόσμος την είδηση αυτή. Πέρα από σχόλια, κουτσομπολιά, βρισίδια και απειλές σε καφενειακό ή διαδικτυακό επίπεδο - ενίοτε αυτά τα δύο ταυτίζονται - δεν υπήρξε κάποια αντίδραση, που να πιστοποιεί την εξωτερίκευση αυτής της οργής του κόσμου. Δεν εννοώ, βέβαια, να βγει κόσμος στους δρόμους και να πετάει μολότωφ και αγκωνάρια αριστερά και δεξιά αλλά να κατέβει και να διαμαρτυρηθεί πέρα από κόμματα και ιδεολογίες, να φωνάξει, ότι δεν πάει άλλο η ατιμωρησία των πολιτικών, που οδήγησαν τη χώρα στη σημερινή κατάσταση.
Χτες έγινε γνωστή η αρνητική εισήγηση του εισηγητού Αρεοπαγίτη στην υπόθεση της μονιμοποίησης των μαθητευομένων του Ελληνικού Δημοσίου. Οι συγκεντρωμένοι έξω από τον Άρειο Πάγο μαθητευόμενοι αντέδρασαν με κραυγές, ύβρεις, ρίψεις αντικειμένων και συμπλοκές με την Αστυνομία. Οι εκπρόσωποί τους φώναζαν για την αδικία, που έγινε στο πρόσωπό τους, και υποσχέθηκαν, ότι δεν θα σταματήσουν, έως ότου δικαιωθούν.
Τα παραπάνω δύο περιστατικά αποδεικνύουν, για πολλοστή φορά, ότι οι πραγματικές προθέσεις του νεοέλληνα είναι αυστηρά ωφελιμιστικές και οι κραυγές του κατά των πολιτικών είναι στην πλειονότητά τους υποκριτικές. Οι πολιτικοί, που κυβερνούν αυτή τη χώρα είναι πρόσωπα κατ' εικόνα και ομοίωση των πολιτών, οι οποίοι ονειρεύονται, τουλάχιστον οι περισσότεροι από αυτούς, τη στιγμή, που είτε θα φτάσουν στο επίπεδο εξουσίας των πολιτικών είτε, τουλάχιστον, η ατιμωρησία, που απολαμβάνουν οι πολιτικοί ,αθ επεκταθεί και σε αυτούς.
Σε κάθε περίπτωση, το βόλεμα, ο υπέρτατος σκοπός των περισσοτέρων πολιτικών μας, δείχνει να παραμένει ο απώτατος στόχος ενός σημαντικού μέρους του πληθυσμού αυτής της χώρας. Γι' αυτό ο νεοέλληνας είναι πρόθυμος να θυσιάσει ατελείωτες ώρες αναμονής σε πολιτικά γραφεία, να τσαλακώσει την αξιοπρέπειά του, να προσκυνήσει πρόσωπα, τα οποία υπό άλλες συνθήκες και αντιλήψεις δεν θα ήθελε ούτε ζωγραφιστά να δει, ακόμα και να παραβιάσει το νόμο. Δεν θα κολλώσει να ξελαρυγγιαστεί, έτσι και δεν ικανοποιηθεί ο πόθος του για μια θεσούλα στο Δημόσιο, θα επικαλεστεί ανύπαρκτα δίκαια και τους πολιτικούς, που τον κορόιδεψαν, αποδεχόμενος ότι αφενός είναι ηλίθιος, αφού δέχθηκε να τον δουλέψουν ψιλό γαζί πρόσωπα αποδεδειγμένα επιρρεπή στο ψέμα, αφετέρου ότι έχει γραμμένο το γενικότερο συμφέρον της κοινωνίας και της χώρας του γραμμένα στα ίδια αντικείμενα, όπου τα έχουν τοποθετήσει και οι πολιτικοί, τους οποίους τώρα βρίζει και απειλεί.
Και, φυσικά, όσο διαρκεί αυτή η κατάσταση, οι πολιτικοί μας θα μπορούν ανενόχλητοι να ρημάζουν τη χώρα μας, ενώ εμείς θα διεκδικούμε με κάθε μέσο, ακόμα και δια της βίας, την κατάληψη μιας θέσης στο Δημόσιο.

Δευτέρα 17 Ιανουαρίου 2011

Η ανάγκη για πρόοδο και η γριούλα

Εδώ και πάρα πολλά χρόνια κάθε προσπάθεια εκσυγχρονισμού της δημόσιας διοίκησης και εν γένει καθημερινότητάς μας σκοντάφτει στην επίκληση της αδυναμίας συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων να ακολουθήσουν τα νέα δεδομένα. Η γιαγιούλα, που δεν μπορεί τώρα στα γεράματα να μάθει να υπολογίζει σε ευρώ, η γυναικούλα, που δεν ξέρει ούτε τον υπολογιστή να ανοίξει κ.λπ. βρίσκονται στη φαρέτρα όσων υποστηρίζουν το αδύνατο του όποιου πραγματικού εκσυγχρονισμού.
Λόγω της δουλειάς μου έχω ζήσει την εμπειρία της παράστασης αυτών των συνανθρώπων μας, οι οποίοι υποτίθεται, ότι αδυνατούν να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα. Έχω, για παράδειγμα, δει κάτι ηλικιωμένους, που κάνουν μπαμ από χιλιόμετρα μακρυά, ότι δεν έχουν πάει σχολείο, να δικάζονται για παράβαση του Δασικού Κώδικα - η παράβασή τους είναι, ότι έχουν κόψει 3 πουρνάρια, για να κάνουν βοσκότοπο για τα 5-6 γίδια τους - και να έχουν μάθει απ' έξω και ανακατωτά το Δασικό Κώδικα, για να τη λουφάρουν. Έχω πετύχει κάτι γυναίκες της γειτονιάς, όπως συνήθισε να τις αποκαλεί πολύς κόσμος, αλλά και ορισμένους εντελώς αμόρφωτους τύπους να επιχειρηματολογούν μπροστά σε εφοριακούς με εμπειρία ετών, προκειμένου να αποφύγουν να πληρώσουν το φόρο, που τους έχει καταλογιστεί.
Δεν θυμάμαι, που είχα διαβάσει, ότι προ μερικών ετών η Εσθονία απέκτησε ένα σύστημα, που επιτρέπει όλες τις συναλλαγές με τις δημόσιες υπηρεσίες της να γίνονται διαδικτυακά. Το 1991, όταν ανεξαρτητοποιήθηκε η χώρα αυτή, η τεχνολογία στην καθημερινότητά της ήταν όπως και στις υπόλοιπες δημοκρατίες της πρώην Ε.Σ.Σ.Δ., ήτοι ανύπαρκτη και σαφώς πολύ πιο πίσω απ' ό,τι στην Ελλάδα. Σήμερα, μόλις 20 χρόνια μετά, η Εσθονία μας έχει ξεπεράσει, διότι προφανώς επιχειρήματα για αδύναμες γριούλες και λαό, που δεν φταίει, που δεν μορφώθηκε, επειδή η εξουσία θέλει να τον έχει κοιμισμένο, και γι' αυτό δεν μπορεί τις νέες τεχνολογίες και συνήθειες, θεωρούνται λαϊκιστικά και δεν πιάνουν μπάζα.
Το πρόβλημα στη χώρα μας είναι, ότι κάθε τι πραγματικά προοδευτικό μας τρομάζει. Έχοντας συνηθίσει στη ραστώνη και τον ωχαδερφισμό μιας χώρας, που καμώνεται, ότι ανήκει στον ανεπτυγμένο κόσμο, πολεμάμε κάθε προσπάθεια εκσυγχρονισμού της δημόσιας διοίκησης με φλύαρα επιχειρήματα, τα οποία σε πείσμα της λογικής βρίσκουν πολλούς υποστηρικτές πρόθυμους να επιστρέψουμε, ει δυνατόν, και στα τεφτέρια, ώστε να διευκολυνθούν και οι πάμπολλοι τεχνοφοβικοί συμπολίτες μας. Αντί, δηλαδή, να απαιτούμε να επιμορφωθούν οι δημόσιοι υπάλληλοί μας με σεμινάρια, προκειμένου να αποκτήσουν μια επάρκεια γνώσεων σε θέματα υπολογιστών, σπεύδουμε να αιτιολογήσουμε την απροθυμία τους αυτή με το επιχείρημα της απαιδευσιάς τους, εξαιτίας του κακού σχολείου και των υποχρεώσεών τους, που δεν τους άφησαν χρόνο για επιμόρφωση. Και αντί να εμμένουμε, ότι πρέπει να επικρατήσει η διαδικτυακή εξυπηρέτηση στις δημόσιες υπηρεσίες, τρέχουμε να υποστηρίξουμε τη γριούλα και το γεροντάκο, τους οποίους, σημειωτέον, έχουμε σε όλες τις άλλες περιπτώσεις επιεικώς γραμμένους στα παλαιότερα των υποδημάτων μας (δείτε, πόσοι ηλικιωμένοι μένουν μόνοι τους ή τους ξεφορτώνονται τα παιδιά τους σε οίκους ευγηρίας).
Αν, όμως, πρόκειται για το στενώς εννούμενο συμφέρον μας, τότε η τεχνοφοβία και έλλειψη γνώσεως πάει περίπατο. Στην ιδέα, ότι θα ξεπατώσει το δάσος για να χτίσει το κοτέτσι του ή θα ψαρέψει όπου του καπνίσει με οποιοδήποτε μέσο, ακόμα και ο πιο αμόρφωτος συμπολίτης μας γίνεται ξεφτέρι και ξεσκίζει όλους τους νόμμους και κώδικες νόμων του κόσμου. Επικαλείται, άμα λάχει, και κάποιες βασικές νομικές αρχές και νάτον έτοιμο να καλύψει πάσαν παρανομίαν του. Αμ πως, που έλεγε και ένας ανεπανάληπτος και χαρακτηριστικός της νεοελληνικής ψυχοσύνθεσης ήρωας του παλαιού λαϊκού κινηματογράφου μας;
Δεν είναι καθόλου τυχαίο, ότι λαϊκιστές, τύπου Λάκη Λαζόπουλου, αποδίδουν την υποτιθέμενη ανικανότητα του ελληνικού λαού στην απουσία ικανού εκπαιδευτικού συστήματος, λέγοντας ότι ο κοσμάκης δεν φταίει, και κάποιος μακαρίτης, πλέον, αρχιερέας φώναζε από άμβωνος μπροστά στο εκστασιασμένο ποίμνιό του "Όπισθεν ολοταχώς", και, όμως, έχουν αποκτήσει χιλιάδες πιστούς, που πιθηκίζουν τα τσιτάτα τους με θέρμη ιεροκήρυκα. Σε μια πραγματικά προηγμένη χώρα οι ανωτέρω κύριοι θα είχαν περιθωριοποιηθεί ως επικίνδυνοι δημαγωγοί άλλως δεν θα είχαν αυτή την απήχηση.

Σάββατο 15 Ιανουαρίου 2011

Βιβλία : "Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΕΛΕΓΕ ΙΣΤΟΡΙΕΣ", του Μάριο Βάργκας Λιόσα

Μια έκθεση φωτογραφίας στη Φλωρεντία φέρνει στο νου του συγγραφέα ένα παλιό του φίλο, ο οποίος εξαφανίστηκε, χωρίς να αφήσει ίχνη. Οι αναμνήσεις από τη γνωριμία και τη φιλία του αυτή ξεχύνονται και σκιαγραφούν ένα ιδιόρρυθμο χαρακτήρα περιθωριοποιημένο λόγω μιας τεράστιας ελιάς, που είχε στο πρόσωπό του, αλλά και λόγω της εμμονής του με μια συγκεκριμένη φυλή αυτοχθόνων του Περού. Παράλληλα, ένα παράξενο πρόσωπο μονολογεί παράλληλα με το μονόλογο του συγγραφέα, αφηγούμενο ιστορίες και θρύλους της ίδιας φυλής αυτοχθόνων.
Αυτοί οι δύο παράλληλα αναπτυσσόμενοι μονόλογοι αποτελούν το βιβλίο του νομπελίστα Μάριο Βάργκας Λιόσα "Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΕΛΕΓΕ ΙΣΤΟΡΙΕΣ (Εκδόσεις "ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ"). Πρόκειται για δύο μονολόγους, ο ένας του συγγραφέα και ο άλλος ενός μυστηρίου προσώπου, η ταυτότητα του οποίου αποκαλύπτεται προς το τέλος του βιβλίου, το οποίο αφηγείται ιστορίες της φυλής Ματσιγκένγκα, η οποία κατοικούσε στη ζούγκλα της Αμαζονίας στο κομμάτι, που ανήκει το Περού. Από τη μια πλευρά έχουμε το μονόλογο του συγγραφέα, ο οποίος αφηγείται τη γνωριμία του με το Σαούλ Σουράτας, ένα ιδιόρρυθμο για τους παραπάνω λόγους άνθρωπο, ο οποίος μελετούσε εμβριθώς καθετί για την παραπάνω φυλή και κάποια στιγμή χάθηκε από προσώπου γης, αφήνοντας να εννοηθεί, ότι μετανάστευσε στο Ισραήλ - ήταν εβραϊκής καταγωγής - αφού πρώτα του μετέδωσε την εμμονή με τους Ματσιγκένγκα και, κυρίως, με το μυστηριώδες πρόσωπο, που αφηγείται ιστορίες σε αυτούς και το ρόλο του οποίου ο συγγραφέας προσπαθεί να κατανοήσει. Από την άλλη πλευρά, υπάρχει ένα άγνωστο, έως τις τελευταίες αράδες του βιβλίου, πρόσωπο, που γνωρίζει τους θρύλους και τις δοξασίες των Ματσιγκένγκα και τις αφηγείται. Οι δύο μονόλογοι αποκαλύπτουν το κεντρικό θέμα των πρωταγωνιστών τους, ήτοι τη φυλή των ιθαγενών, την οποία ο πρώτος προσπάθησε να κατανοήσει μέσα από τις αφηγήσεις του χαμένου φίλου του και ο δεύτερος κατανόησε και επεδίωξε να την προφυλάξει από τη διαβρωτική επιρροή του δυτικού πολιτισμού.
Ιδιαίτερες συστάσεις δεν χρειάζεται ο συγγραφέας, αφού είναι πασίγνωστος παγκοσμίως και τα βιβλία του βρίσκονται στην κορυφή των προτιμήσεων του αναγνωστικού κοινού. Η ανάγνωστη του βιβλίου του είναι πολύ ευχάριστη, αποδεικνύοντας τη μαστοριά του συγγραφέα αλλά και την πρόθεσή του να περάσει τα δικά του μηνύματα χωρίς βερμπαλισμούς και απογειώνεται ιδιαίτερα στα τελευταία κεφάλαια, όταν ο συγγραφέας ανακαλύπτει το ρόλο του αφηγητή αλλά και τα σχέδια του χαμένου φίλου του, ως, επίσης, όταν ο αφηγητής αποκαλύπτεται και συνάμα ξεφεύγει από το ρόλο του απλού εξιστορητή, περνώντας μηνύματα στους ιθαγενείς να μην απαρνηθούν τον τρόπο ζωής τους. Οι αφηγήσεις του μυστηριώδους αφηγητή είναι μαγικές και κυλούν όπως τα παραδοσιακά παραμύθια με μόνη διαφορά, ότι είναι ιδιαίτερα μακροσκελείς και πηδούν από το ένα θέμα στο άλλο, χωρίς, όμως, και έτσι, ακόμα, να κουράζουν. Ο ρόλος του Σαούλ Σουράτας, του ρομαντικού νεαρού, που ξεκινάει σπουδές στη νομική και την ανθρωπολογία, μελετάει τους Ματσιγκένγκα και έρχεται σε σύγκρουση με το σύγχρονο πολιτισμό, για να χαθεί στη συνέχεια από προσώπου γης, χωρίς να αφήσει το παραμικρό ίχνος, είναι άκρως ενδιαφέρων και συγκινητικός. Είναι ένας ιδεολόγος χωρίς φανατισμούς και εμπάθεια για το σύγχρονο κόσμο, τον οποίο απορρίπτει χωρίς να επιθυμεί την καταστροφή του. Όσο, όμως, τον βιώνει ο συγγραφέας και προσπαθεί να τον κατανοήσει, πάντα κάποιο ερώτημα απομένει αναπάντητο μέχρι λίγο πριν το τέλος του βιβλίου. Εξόχως ευρηματική είναι και η ταύτιση του εβραϊκής καταγωγής Σαούλ, μέλους ενός λαού, που περιπλανώνταν από χώρα σε χώρα για αιώνες, με το λαό των Ματσιγκένγκα, ένα λαό, που από συνήθεια περπατούσε συνέχεια, χωρίς να έχει σταθερή εστία.
Χωρίς να επιθυμεί να μειώσει το σύγχρονο πολιτισμό, ο συγγραφέας δεν διστάζει να τον κατηγορήσει, μέσα από τα λόγια του Σαούλ Σουράτας, για την καταστροφή των παραδοσιακών πολιτισμών των αυτοχθόνων. Κυρίως, στέκεται στην απώλεια της ιστορικής και συλλογικής μνήμης των αυτοχθόνων εξαιτίας της λαίλαπας του δυτικού πολιτισμού, που τους αναγκάζει να αλλάξουν τρόπο ζωής και συνήθειες. Η μνήμη του πολιτισμού των Ματσιγκένγκα είναι ο αφηγητής τους, αυτό το παράξενο πρόσωπο, το οποίο γνωρίζει την ιστορία αυτής της φυλής μέσα από τη μυθολογία και τις παραδόσεις της και τη μεταδίδει σε ένα εκστασιασμένο κοινό αυτοχθόνων μέσα από μακροσκελείς και πολύωρες αφηγήσεις, τις οποίες οι ελάχιστοι δυτικοί, που καταφέρνουν να τις βιώσουν, αδυνατούν να τις παρακολουθήσουν, αφού απουσιάζει η συνοχή του δυτικού λόγου και κυριαρχεί η μετάβαση από ένα θέμα σε κάποιο άλλο. Οι Ματσιγκένγκα του βιβλίου μοιάζουν να έχουν συνειδητοποιήσει, ότι, αν χαθεί ο αφηγητής, θα χαθεί και ο πολιτισμός τους και, παρά το γεγονός, ότι έχουν δεχθεί αρκετές επιρροές από το δυτικό πολιτισμό, εντούτοις αρνούνται να παράσχουν πληροφορίες για τον αφηγητή και το ρόλο του.
Τελικά, μοιάζει να αναρωτιέται ο συγγραφέας, αξίζει ο δυτικός πολιτισμός, αν είναι να χαθούν κάποιοι παραδοσιακοί πολιτισμοί μαζί με τους φυσικούς παραδείσους, στους οποίους γεννήθηκαν οι πολιτισμοί αυτοί; Η απάντηση του συγγραφέα είναι, ότι δεν αξίζει, αν δεν θέλουμε να μετατραπεί ένας παραδοσιακός πολιτισμός σε καρικατούρα για τους τουρίστες.

Τετάρτη 12 Ιανουαρίου 2011

Δεν φτάνει η επιστημονική κατάρτιση

Δεν έχω αμφιβολία, ότι αρκετά μέλη της Ακαδημίας Αθηνών διαθέτουν λαμπρό μυαλό. Κάποιοι εξ αυτών έχουν διαπρέψει και επαγγελματικά, εκτός από επιστημονικά. Άλλοι ίσως έχουν περγαμηνές και σε κοινωνικούς αγώνες. Εν πάσει περιπτώσει, τα μέλη αυτού του οργανισμού δείχνουν, ότι μπορούν να ξεχωρίσουν από το μίζερο μέσο όρο της ημεδαπής.
Και ξάφνου έρχεται η βράβευση μιας δασκάλας, η οποία θεοποιήθηκε από εθνικιστικά και ακροδεξιά ιστολόγια αλλά και από ένα δημοσιογράφο, ο οποιος δείχνει να προβάλλει ό,τι υπερασπίζονται τα παραπάνω ιστολόγια, και διαπιστώνεις, ότι η Ακαδημία Αθηνών είναι σαρξ εκ της σαρκός μας μέχρι το μεδούλι. Η ίδια επιπολαιότητα, η ίδια εθνολαγνεία, η ίδια αδιαφορία, όταν η βραβευθείσα έσπευσε να εκφωνήσει τον εθνοπατριωτικό λόγο της, μηδέν αντιδράσεις! Μιλάμε για μια εκπαιδευτικό, η οποία δεν σεβάστηκε το πρόγραμμα εκπαίδευσης της μουσουλμανικής μειονότητας, το οποίο με μεγάλο κόπο εξεπόνησαν κάποιοι πεφωτισμένοι καθηγητές, προκειμένου να νοιώσουν επιτέλους οι μειονοτικοί, ότι είναι ισότιμοι συμπολίτες μας.
Μένω με το στόμα ανοιχτό, όταν ακούω τα ποιήματα της κας. Δημουλά - και ας μην είναι η ποίηση το φόρτε μου - συγκλονίζομαι, όταν διαβάζω την "Ορθοκωστά" του κ. Βαλτινού, και χαίρομαι, όταν ακούω για τις διακρίσεις στο εξωτερικό επιστημόνων, όπως οι κ.κ. Φωκάς και Νανόπουλος. Αλλά περιμένω από αυτούς να αντιστέκονται, όταν το επιστημονικό σώμα, στο οποίο ανήκουν, προβαίνει σε μια απόκοτη βράβευση. Θέλω να διαφοροποιούνται από την ωχαδερφική μάζα, που αποτελεί την πλειονότητα των κατοίκων αυτής της χώρας, και να ορθώνουν το ανάστημά τους, όταν κάποια επιπόλαιη εκπαιδευτικός καπηλεύεται τη θέση της, για να διχάσει τους κατοίκους μιας περιοχής. Και ποιός τάχα μου από του ακαδημαϊκούς μας, η πλειονότητα των οποίων ευρίσκεται ήδη σε μια ηλικία, που και αναμνήσεις από το ζοφερό μετεμφυλιακό κράτος και τις διχαστικές τακτικές του έχει και την εμπειρία, για να αντιληφθεί πόσο επικίνδυνες είναι οι εθνικιστικές ρητορείες και πρακτικές της κας. Νικοπούλου, διαθέτει;
Μα κρίνεις ένα επιστημονικό σώμα μόνο και μόνο από μια έστω εσφαλμένη εκτίμηση και εντεύθεν βράβευση, θα αναρωτηθείτε. Όχι, εκτιμώ και σέβομαι τα μέλη της Ακαδημίας Αθηνών για την επιστημονική προσφορά τους. Όμως, επιφυλάσσω για τον εαυτό μου κάθε δικαίωμα να τους μεμφθώ για μια ενέργεια, που δεν αρμόζει σε ένα πνευματικό ίδρυμα, το οποίο οφείλει να διαφοροποιείται από το απαίδευτο σύνολο αυτής της χώρας.
Ή μήπως, τελικά, η Ακαδημία Αθηνών δεν διαφέρει και τόσο από εμάς τους υπολοίπους;

Η επέκταση του πεδίου της ατιμωρησίας

Σε μια κοινωνία πολιτισμένη περιμένει κανείς να ακούσει, ότι πρέπει να αποδίδεται δικαιοσύνη και, ταυτόχρονα, να επιδιώκει και ο ίδιος ο εκφραστής της άποψης αυτής να συμπεριφέρεται δίκαια άλλως να αποφεύγει να επιδεικνύει παραβατική συμπεριφορά. Ο σεβασμός στο δίκαιο αλλά και η κοινωνική καταδίκη του παραβάτη είναι γνώρισμα του σύγχρονου κράτους και επίτευξη, για την πραγματοποίηση της οποίας χρειάστηκαν αιώνες διαπαιδαγώγησης αλλά και αυστηρής τήρησης των νόμων.
Όσο λογικά και αν ακούγονται τα παραπάνω, δυστυχώς στη χώρα μας δεν ισχύουν. Συγκεκριμένα, αντί να ασκηθούν πιέσεις από τους πολίτες, ώστε να επέλθουν οι επιβεβλημένες αλλαγές στο σύστημα απονομής δικαιοσύνης στη χώρα μας, παρατηρείται το φαινόμενο, στο όνομα της ανομίας, που χαρακτηρίζει ορισμένους εκπροσώπους των υψηλών οικονομικά και πολιτικά κύκλων, να ζητείται η ατιμωρησία ακόμα περισσοτέρων προσώπων, τα οποία δεν ανήκουν στις παραπάνω κατηγορίες. Έτσι, ο παραβάτης του Κ.Ο.Κ., που δέχεται κλήση από το όργανο της Τροχαίας, ωρύεται, επειδή κανένας δεν τα βάζει με το μεγαλοεργολάβο, που εγκατέστησε το σύστημα ελεγχόμενης στάθμευσης, ο παραβάτης του Γ.Ο.Κ., που υποχρεώθηκε από την Πολεοδομία να πληρώσει πρόστιμο για υπέρβαση της οικοδομικής του άδειας, γκρινιάζει, επειδή τόσοι μεγαλόσχημοι χτίζουν τις παράνομες βίλλες τους μέσα στα δάση και κανένας δεν τους βάζει χέρι κ.ο.κ.
Εσχάτως, θεοποιήθηκε ένας πρώην ηθοποιός και άρτι εκλεγείς δήμαρχος, επειδή πρωτοστάτησε στο γκρέμισμα των τειχών, που εμπόδιζαν τους δημότες του να εισέλθουν στην Εθνική Οδό χωρίς να πληρώσουν διόδια. Δεν προηγήθηκε κάποια δικαστική διαμάχη του με την εταιρεία, που εκμεταλλεύεται τα διόδια, ή το Ελληνικό Δημόσιο, που έδωσε την σχετική άδεια στην εταιρεία αυτή, ή οποιαδήποτε άλλη σύννομη ενδεδειγμένη ενέργειά του παρά ακολουθήθηκε η μέθοδος του τραμπουκισμού και η εντεύθεν καταπάτηση κάποιων νόμων του ελληνικού κράτους. Όχι μόνο, όμως, αρνήθηκαν να τον καταδικάσουν πάμπολλοι συμπολίτες μας αλλά έσπευσαν να τον τιμήσουν ως αντιστασιακό και "μάγκα", κριτικάροντας όσους τον καυτηρίασαν.
Τούτο, δυστυχώς, αποδεικνύει μια πικρή πραγματικότητα. Οι περισσότεροι νεοέλληνες μπορεί μεν να ωρύονται για την κυρίαρχη, πλέον, σε πολλούς τομείς της καθημερινότητάς μας ανομία αλλά, όταν έλθει η ώρα να πέσει ο πέλεκυς της (όποιας) δικαιοσύνης πάνω τους, ενθυμούνται την ατιμωρησία, που καλύπτει τους μεγαλόσχημους παντός τύπου, και ουσιαστικά ζητούν να επεκταθεί και σε αυτούς. Συνεπώς, όχι μόνο δεν επιθυμούν, στην πραγματικότητα, τη διόρθωση των κακώς κειμένων στην Ελλάδα αλλά επιδιώκουν να ωφεληθούν και αυτοί από τη διαιώνισή τους.
Και έτσι αποδεικνύεται με το χειρότερο τρόπο, ότι το όνειρο των περισσότερων φωνασκούντων για την αδικία, που υφίστανται, συμπολιτών μας είναι να ανέλθουν στο επίπεδο ατιμωρησίας - και όχι μόνο αυτής - εκείνων, τους οποίους υβρίζουν καθημερινά, ώστε να μπορούν και εκείνοι να απολαμβάνουν τους καρπούς των παρανομιών τους, χλευάζοντας όσους ηλιθίους επιμένουν να συμπεριφέρονται σύννομα.

Τρίτη 11 Ιανουαρίου 2011

Ακτιβισμός και τσαμπουκαλίκι

Υπάρχουν κάποια όρια στον ακτιβισμό, πέρα από τα οποία ο χρήστης καταφεύγει, πλέον, στη μέθοδο, την οποία στη λαϊκή γλώσσα αποκαλούμε "τραμπουκισμό". Και στις δύο περιπτώσεις έχουμε να κάνουμε με καταστάσεις φαινομενικά ανυπέρβλητες, όπου ο διαμαρτυρόμενος καταφεύγει σε πράξεις ακραίες, προκειμένου να πετύχει το στόχο του. Η διαφορά έγκειται στο ότι στον ακτιβισμό οι πράξεις αυτές αποτελούν το έσχατο μέσο για το χρήστη τους, ο οποίος προηγουμένως έχει εξαντλήσει κάθε πρόσφορο νόμιμο τρόπο για την επίτευξη ενός σκοπού ή τη ματαίωση ενός έργου, επιθυμώντας, παράλληλα, να προκαλέσει το μικρότερο δυνατό κακό, ενώ στον τραμπουκισμό τέτοια σκέψη απουσιάζει.
Στη χώρα μας, όπου ο παραλογισμός και η απουσία όχι απλά κριτικής σκέψης αλλά και απλής σκέψης έχουν βαθειές ρίζες, ως ακτιβισμός ερμηνεύεται κάθε ακραία πράξη ανεξαρτήτως προηγούμενης κρίσης, εάν υπάρχουν και άλλοι πρόσφοροι τρόποι. Τα αίτια αυτής της αντίληψης οφείλονται αφενός στην ανύπαρκτη παιδεία, που έχουμε ως λαός, αφετέρου στην τάση εντυπωσιασμού - απόρροια και αυτή της απουσίας παιδείας, βέβαια- που μας διακατέχει, όταν θεωρούμε, ότι υπηρετούμε κάποιο ανώτατο σκοπό. Όλα τα παραπάνω ψηλώνουν το νου αρκετών συμπολιτών μας, οι οποίοι φρονούν, ότι δικαιούνται να δράσουν κατά το γούστο τους, αψηφώντας τους νόμους και συμπεριφερόμενοι ως πιστολέρος στην Άγρια Δύση. Οι ίδιοι συμπολίτες μας προβαίνουν στις πράξεις αυτές συνήθως επευφημούμενοι από άλλους συμπολίτες μας αν όχι υποβοηθούμενοι βαφτίζουν δε τις άνομες αυτές ενέργειές τους ακτιβιστικές και πολιτικές, αφού, ως γνωστόν, η πολιτική είναι σαν τον έρωτα και τον πόλεμο, ήτοι όλα επιτρέπονται.
Ξεχωριστή θέση σε αυτή την κατηγορία ανθρώπων με απουσία άποψης περί των ορίων μεταξύ ακτιβισμού και τραμπουκισμού έχουν αρκετοί πολιτικοί αυτού του τόπου, είτε εθνικού είτε τοπικού επιπέδου. Η παράθεση ονομάτων δεν ωφελεί, αφού σημασία δεν έχει το όνομα αλλά το αξίωμα και οι προθέσεις. Οι εν λόγω πολιτικοί επιδιώκουν πάσης φύσεως κινήσεις εντυπωσιασμού των ψηφοφόρων τους, τους οποίους και προτρέπουν να τους μιμηθούν, θεωρώντας τις κινήσεις τους αυτές ως πολιτικές. Βέβαια, δεν έχει προηγηθεί κανενός είδους διάσκεψη ή έστω εσωτερική διεργασία, ώστε να ανευρεθεί μια πιθανή εναλλακτική λύση, αφού κάτι τέτοιο όχι μόνο δεν προσελκύει το ενδιαφέρον - όρα περιέργεια - του κοινού και των Μ.Μ.Ε. αλλά πιθανότατα θα θεωρηθεί ηττοπαθές από τους υποστηρικτές των παραπάνω πολιτικών προσώπων. Εννοείται, ότι στις παραπάνω ακραίες ενέργειές τους τα παραπάνω πρόσωπα καταφεύγουν, αφού πρώτα βεβαιωθούν, ότι συνοδεύονται από εκπροσώπους των Μ.Μ.Ε.
Για τους ψηφοφόρους τους αλλά και όσους αρέσκονται σε κινήσεις εντυπωσιασμού τα πρόσωπα αυτά είναι θαρραλέοι υποστηρικτές των συμφερόντων τους, εχθροί του κατεστημένου, δικοί μας άνθρωποι, αφού δεν διστάζουν να βαρέσουν τη γροθιά στο τραπέζι, προκειμένου να διεκδικήσουν το δίκιο τους. Αυτό το δίκιο, βέβαια, συχνά απέχει από το γενικό δίκαιο αλλά αυτά είναι μάλλον ψιλά γράμματα για τους φίλους αυτών των φιλοπόλεμων αυτών προσώπων.
Αντιλαμβάνομαι, ότι έτσι αδικώ τη λαϊκή βούληση, η οποία ανέδειξε τα πρόσωπα αυτά σε πολιτικούς άρχοντες μέσα από νόμιμη ψηφοφορία. Όπως, όμως, είναι δικαίωμα των ψηφοφόρων να αναδεικνύουν εκείνους τους εκλεκτούς, που επιθυμούν, έτσι και εγώ θεωρώ, ότι αποτελεί αναφαίρετο δικαίωμά μου να κρίνω όσα πρόσωπα μπερδεύουν τον γνήσιο ακτιβισμό με τον ωμό τσαμπουκά και να κατακρίνω όσους ψηφίζουν βιτρίνες για βουλευτές και τοπάρχες κόντρα στη λογική και την ουσιώδη πολιτική, την οποία τόση ανάγκη έχει η χώρα μας.

Κυριακή 9 Ιανουαρίου 2011

"Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΒΙΑ ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΤΟΤΕ ΦΑΣΙΣΤΙΚΗ", Συλλογικό

Την αφορμή έδωσαν οι δολοφονίες του Αλέξη Γρηγορόπουλου, του Χαμί Νατζάφι, της Παρασκευής Ζούλια, της Αγγελικής Παπαθανασοπούλου και του Επαμεινώνδα Τσάκαλη. Για τον πρώτο έγιναν δεκάδες διαδηλώσεις, χύθηκαν ποταμοί μελανιού και φαιάς ουσίας και κάηκαν εκατοντάδες περιουσίες. Για τους υπόλοιπους δεν άνοιξε μύτη και όσα σχόλια διατυπώθηκαν πέρασαν στα κρυφά. Οι σκέψεις σχετικά με τη διαφοροποίηση αυτή υπήρχαν νωρίτερα και κάποιοι εκ των συγγραφέων τους τις είχαν διατυπώσει. Κάποιοι εξ αυτών είναι πολύ γνωστοί για τα άρθρα τους ενάντια στη βία αλλά και για τις διώξεις, που έχουν υποστεί από την εξουσία.
Η συλλογή κειμένων με τίτλο "Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΒΙΑ ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΤΟΤΕ ΦΑΣΙΣΤΙΚΗ"(Εκδόσεις "ΔΙΑΠΥΡΟΝ") έρχεται να δώσει το δικό της στίγμα στην ελληνική πολιτική σκέψη. Σε αντίθεση με την κρατούσα άποψη, που θέλει τη βία να είναι νόμιμη ανάλογα με τους σκοπούς του μετερχόμενου αυτή, οι συγγραφείς του βιβλίου αυτού καταδικάζουν τη βία συλλήβδην. Δεν διαχωρίζουν τη βία σε νόμιμη - επιβεβλημένη και παράνομη ούτε αναγνωρίζουν τη χρήση της ακόμα και για την επίτευξη ευγενών σκοπών παρά ανατρέχουν στο παρελθόν και αποδεικνύουν, ότι, όταν η βία χρησιμοποιήθηκε, προκειμένου να επιτευχθούν φαινομενικά υψηλοί και ηθικοί στόχοι, στο τέλος το όλο εγχείρημα κατέληξε σε λουτρό αίματος, ώστε οι χρήστες της να παραμείνουν στην εξουσία. Ούτε αποδέχονται τη βία ανάλογα με το φορέα της, καταδεικνύοντας με ιστορικά παραδείγματα περιπτώσεις, όπου φάνηκαν τα αδιέξοδα, στα οποία οδηγήθηκαν όσοι τη χρησιμοποίησαν για τους σκοπούς τους. Οι συγγραφείς του εν λόγω πονήματος στηλιτεύουν την πρακτική της σιωπής (εκκωφαντικής μουγγαμάρας, κατά τον εκ των συγγραφέων κ. Θανάση Τριαρίδη) στις περιπτώσεις θανάτου προσώπων, όπως του έφηβου Αφγανού Χαμί Νατζάφι αλλά και των τριών υπαλλήλων της ΜΑΡΦΙΝ, για τους οποίους καμμία πορεία δεν έγινε και κανένας, πλην ελαχίστων, δεν διαμαρτυρήθηκε, σε αντίθεση με την περίπτωση του θανάτου του Αλέξη Γρηγορόπουλου.
Προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση η άρνηση προσώπων, που έχουν υποστεί τη βία της εξουσίας λόγω των πεποιθήσεών τους, όπως οι αρνητές στράτευσης Μιχάλης Μαραγκάκης και Θανάσης Μακρής, να δικαιολογήσουν τη βία ως μέσο άσκησης πολιτικής, ενώ θεωρώ πολύ σημαντική την προσπάθεια αντιεξουσιαστών, όπως ο Παναγιώτης Παπαδόπουλος (Κάιν), να ξεκαθαρίσουν, ότι ο πραγματικός αντιεξουσιαστής δεν μπορεί να χρησιμοποιεί τη βία για τους σκοπούς του.
Ο τίτλος, βέβαια, του εν λόγω πονήματος προσφέρεται για ποικίλες παρερμηνείες. Δεν λείπουν οι απόψεις, ότι η βία είναι επιβεβλημένη, όταν λ.χ. μια ομάδα ρατσιστών επιτίθεται σε μετανάστες. Οι συγγραφείς φροντίζουν να ξεκαθαρίσουν, ότι δεν αποστρέφονται αυτή τη μορφή βίας, την οποία χαρακτηρίζουν ως μια μορφή άμυνας, που στρέφεται κατά μιας ομάδος προσώπων με ξεκάθαρα βίαιο χαρακτήρα και δεν έχει καμμία σχέση με τη βία, η οποία εξαπολύεται κατά των φορέων κάποιων ιδεών, οι οποίες δεν είναι αρεστές στους οπαδούς της βίας.
Σαν πόνημα θα διχάσει όσους έχουν θεοποιήσει τη βία ως μέσο για την επίτευξη πολιτικών σκοπών. Σαν σκέψη θα προβληματίσει σχετικά με το ρόλο και τη χρησιμότητα της βίας στην ιστορία και την πολιτική. Προφανώς δεν θα το βρουν της αρεσκείας τους οι κάθε απόχρωσης πιστοί της βίας. Αν, όμως, το βιβλίο αυτό καταφέρει τα ανωτέρω, τότε θα έχει πετύχει το σκοπό του.

Πέμπτη 6 Ιανουαρίου 2011

Επιπόλαιοι ή υποκριτές;

Σύμφωνοι! Είναι τραγικό να σκοτώνεται ένας άνθρωπος σε τροχαιο ατύχημα, ειδικά όταν πρόκειται για ένα μικρό κορίτσι και ο δράστης είναι ένα πρόσωπο, το οποίο έχει ιδιαίτερη υποχρέωση, λόγω της εργασίας του, να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, εν προκειμένω κατά την οδήγηση του οχήματος, με το οποίο εκτελεί τα εργασιακά του καθήκοντα. Δεκτόν, επίσης, ότι για πολλοστή φορά φαίνεται η εργασιακή ανεπάρκεια όσων προσώπων έχουν επιφορτιστεί με το καθήκον της αστυνόμευσης στη χώρα μας. Δεν έχω λόγο να μην πιστέψω αυτό, που διαβάζω σε αρκετούς ψύχραιμους ιστολόγους και χρήστες του Διαδικτύου, ότι αρκετά μέλη της ομάδος ΔΙ.ΑΣ. οδηγούν σαν καμικάζι και υφίσταται κίνδυνος να σκοτωθεί κόσμος από την ηλιθιότητά τους.
Όμως, όσο τραγικός και απαράδεκτος και αν φαντάζει ο θάνατος από ένα τροχαίο ατύχημα, δεν έχει αποδειχθεί τίποτα, ακόμα, σχετικά με τις συνθήκες του ατυχήματος αυτού. Ούτε ξέρουμε, αν, για παράδειγμα, πετάχτηκε το κοριτσάκι αιφνιδιαστικά στην πορεία του οδηγού, με αποτέλεσμα να μην του αφήσει περιθώρια αποφευκτικού ελιγμού, ούτε γνωρίζουμε, αν ο οδηγός της ομάδας ΔΙ.ΑΣ. έτρεχε με υπερβολική ταχύτητα ούτε τίποτα απολύτως. Το μόνο, που γνωρίζουμε, είναι, ότι ο δράστης είναι αστυνομικός και, κρίνοντας από τα σχόλια στο Διαδίκτυο, αυτό αρκεί, ώστε να κριθεί ένοχος.
Λησμονούν οι επικριτές του ανωτέρω αστυνομικού, ότι δεν υπάρχει ένοχος πριν την έκδοση αμετάκλητης δικαστικής αποφάσεως και ότι γι' αυτό το ρημάδι το αξίωμα πάλεψαν χρόνια όσοι υπερασπίστηκαν τα ανθρώπινα δικαιώματα, τα οποία, παρεμπιπτόντως, αφορούν ακόμα και το μεγαλύτερο κάθαρμα του κόσμου. Φυσικά, ούτε λόγος για γνώση της δικογραφίας, που αφορά το συγκεκριμένο ατύχημα. Είπαμε, αφού ο ένοχος είναι "μπάτσος" (όχι αστυνομικός, έχει διαφορά), είναι ένοχος.
Ωστόσο, όταν το Μάιο του 2010 κάηκαν 3 συνάνθρωποί μας στην τράπεζα ΜΑΡΦΙΝ από ενέργειες των λεγόμενων αντιεξουσιαστών, οι παραπάνω κατήγοροι του αστυνομικού έσπευσαν να επιχειρηματολογήσουν, ότι δεν υπάρχουν αποδείξεις, ότι φταίνε οι αντιεξουσιαστές. Κάποιοι θυμήθηκαν το διαβόητο πόρισμα για τον εμπρησμό του "ΚΑΠΑ - ΜΑΡΟΥΣΗΣ" πριν από αρκετά χρόνια(το οποίο ανάθεμα και αν έχουν υπόψη τους τι ακριβώς έλεγε), όπου αναφερόταν, ότι η φωτιά προκλήθηκε από μέσο εκτοξευθέν από αστυνομικούς(ως συνήθως, άπαξ και την έχουν κάνει μια φορά την ανοησία κάποιοι αστυνομικοί, θα φταίνε για ό,τι παρεμφερές συμβαίνει αλλά και για τα πάντα), άλλοι απόρησαν, γιατί έχει αργήσει τόσο το πόρισμα της πυροσβεστικής σχετικά με τα αίτια της πυρκαγιάς στη ΜΑΡΦΙΝ (ως γνωστόν, όλα τα υπόλοιπα στην Ελλάδα γίνονται τάχιστα), και κάποιοι ισχυρίστηκαν, ότι ήταν παρόντες στο συμβάν και τη φωτιά δεν την έβαλαν αντιεξουσιαστές (μάλλον οι υπόλοιποι αυτόπτες μάρτυρες, μεταξύ των οποίων και αντιεξουσιαστές με πραγματικά αντιεξουσιαστική, ήτοι μη βίαιη, δράση είχαν τυφλωθεί από τους καπνούς εκείνη τη στιγμή). Σέβομαι την επιχειρηματολογία αυτή, άλλωστε σε δημοκρατικό καθεστώς (θέλουμε να λέμε ότι) ζούμε και εκ του λόγου αυτού η πολυφωνία είναι επιβεβλημένη. Αλλά δεν μπορώ να συγκρατήσω την έκπληξη, που αισθάνομαι, όταν βλέπω τη σπουδή, με την οποία καταδικάζονται πρόσωπα, τα οποία όλως τυχαίως είναι εκπρόσωποι της εξουσίας, ενώ σε άλλες περιπτώσεις, όταν φέρονται πρόσωπα του λεγόμενου αντιεξουσιαστικού χώρου να έχουν ενεργήσει παράνομα, οι ίδιοι αμετροεπείς αυτόκλητοι εισαγγελείς ανακαλύπτουν τις αρετές της αμφισβήτησης.
Δυστυχώς είναι η πολλοστή φορά, που αποδεικνύεται, ότι ένα σημαντικό κομμάτι της κοινωνίας μας ευαισθητοποιείται σε περιστατικά απώλειας ανθρωπίνων ζωών ανάλογα με το αξίωμα του δράστη και την ταυτότητα του θύματος, αποδεικνύοντας πόσο επιπόλαιοι και υποκριτές είμαστε. Και αν, τέλος πάντων, η επιπολαιότητα συγχωρείται, αφού ο επιπόλαιος άνθρωπος συνήθως λειτουργεί με βάση το θυμικό του και όχι με τη λογική και, συνεπώς, δεν είναι δόλιος, η υποκρισία υποδηλώνει μια βαθύτατη σκοπιμότητα, η οποία ακυρώνει τους όποιους ευγενικούς σκοπούς και μετατρέπει τον άνθρωπο σε επιλεκτικά ευαίσθητο ον, το οποίο άλλοτε ωρύεται και άλλοτε σιωπά, ανάλογα με τις περιστάσεις.
Συμπαθάτε με, λοιπόν, που δεν θα συμμεριστώ τις κραυγές σας κατά του αστυνομικού της ομάδας ΔΙ.ΑΣ. παρά θα περιμένω το όποιο πόρισμα ή την όποια δικαστική απόφαση, μέχρι να βγάλω τα όποια συμπεράσματά μου.