Δημοφιλείς αναρτήσεις

Σάββατο 28 Απριλίου 2012

Ξυπνήσαμε, είπατε;

Ο Χ υπήρξε για πολλά χρόνια ψηφοφόρος του ΠΑΣΟΚ, από εκείνους τους πρασινοφρουρούς, που καμάρωναν για τις κομματικές τους καταβολές και έφταναν μέχρι και να δηλώσουν, ότι ήταν ένα εκ των ιδρυτικών μελών του ΠΑΣΟΚ (ποιος θα τους αμφισβητούσε, άλλωστε, όταν τα ιδρυτικά στελέχη ανέρχονταν σε τετραψήφιο νούμερο;). Κατέβαινε με σημαίες σε όλες τις προεκλογικές συγκεντρώσεις. Πλακωνόταν στα μπινελίκια με όποιον τολμούσε να αμφισβητήσει τον Αρχηγό. Κυκλοφορούσε επιδεικτικά καθ’ όλη τη δεκαετία του ’80 με την «ΑΥΡΙΑΝΗ» και, όταν τη δεκαετία του ’90 μεγάλωσαν τα παιδιά του, βόλεψε το μεγάλο στο Δημόσιο με ένα από εκείνους τους διαγωνισμούς, που γίνονται γνωστοί μεταξύ των κομματικών, ενώ το δεύτερο χώθηκε συμβασιούχος σε κάποια τοπική εφορία. Κάποια στιγμή, η κάνουλα των διορισμών στέρεψε, ψηφίστηκαν οι νέες δανειακές συμβάσεις, το δεύτερο παιδί έμεινε άνεργο, το πρώτο είδε το μισθό του να συρρικνώνεται και αυτός τη σύνταξή του να μειώνεται. Το ΠΑΣΟΚ, που είχε δώσει αγώνες για τη δημοκρατία, σύμφωνα με τα λεγόμενα του κ. Χ, μετετράπη σε μια χούντα, που τυραννάει τον τόπο. Για να την ρίξει, ο κ. Χ αποφάσισε να ψηφίσει Ανεξάρτητους Έλληνες, διότι αυτοί είναι πραγματικοί πατριώτες. Η Β πέρασε σε μια πανεπιστημιακή σχολή, όπου οργανώθηκε με το καλημέρα στη ΔΑΠ-ΝΔΦΚ. Τον πρώτο χρόνο κολλούσε αφίσες, το δεύτερο έγινε εκπρόσωπος του έτους της στο φοιτητικό σύλλογο και τον τρίτο εντάχθηκε στην ομάδα κάποιου εκ των δελφίνων της Ν.Δ. Όταν αποφοίτησε, βρήκε δουλειά στο πολιτικό γραφείο ενός τοπικού βουλευτή, όπου παρέμεινε επί 2 χρόνια, μέχρι που ο εν λόγω βουλευτής δεν επανεξελέγη και η Β αξιοποιώντας τις κομματικές της γνωριμίες, μια και η Ν.Δ. ήταν στα πράγματα, χώθηκε μαθητευομένη (σταζιέρ) στον τοπικό Δήμο. Πέρασαν 5 χρόνια στο Δήμο, χαλαρά ωράρια, ανύπαρκτος έλεγχος, μηδέν ευθύνες και η σύμβαση της Β δεν ανανεώθηκε. Τι πορείες έκανε στο Υπουργείο Εσωτερικών, τι αποκλεισμούς δρόμων, τι πύρινα άρθρα στον τοίχο της στο φατσοβιβλίο σε άπταιστα γκρήκλις (το μήνυμα είναι πιο σημαντικό από τον τρόπο, που το εξωτερικεύεις, έλεγε). Μωρέ θα ψηφίσω Χρυσή Αυγή, για να τους ταρακουνήσω, σκέφτηκε και δεν έχει αλλάξει γνώμη μέχρι σήμερα. Η Δ μπήκε στο Δημόσιο στις αρχές της δεκαετίας του ’80, χάρη στη γνωριμία της με ένα δημοφιλή πασόκο της εποχής εκείνης. Παρακάμπτω το αδιευκρίνιστο του είδους της γνωριμίας και μπαίνω στο ψητό. Η Δ, λοιπόν, είχε διοριστεί γραμματέας στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση αλλά πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της θητείας της αποσπασμένη σε κομματικά γραφεία του Χ νομού. Κάθε φορά, που ζητούνταν επιτακτικά η επιστροφή της στην υπηρεσία της, αυτή επέστρεφε μουτρωμένη, πλακωνόταν στα τηλέφωνα προς κάποιους υψηλά ισταμένους και ανανέωνε την απόσπασή της. Παράλληλα, συνδικαλιζόταν και ήταν εκπρόσωπος του κλάδου της στο δευτεροβάθμιο συνδικαλιστικό όργανο, απ’ όπου έδωσε αγώνες, προκειμένου να δικαιούνται να φεύγουν οι συνάδελφοί της με 20ετή προϋπηρεσία και πλήρη σύνταξη. Η ίδια φρόντισε, ώστε πρώτη και καλύτερη να επωφεληθεί από το μέτρο αυτό. Και, όταν το ΠΑΣΟΚ ψήφισε τα μνημόνια, η Δ πήρε παραμάζωμα τις οργανώσεις των συνταξιούχων της περιοχής της καταγγέλλοντας το κόμμα, που ξέχασε τις ρίζες του, συμμετέχοντας παράλληλα στις ομάδες εκείνες, που γιαούρτωναν βουλευτές. Ο λαός δεν ρωτήθηκε για το Μνημόνιο, ενώ υπήρχαν οι εναλλακτικές λύσεις της Ρωσσίας και της Κίνας, διαλαλεί όπου σταθεί και όπου βρεθεί και προτρέπει να ψηφίσει ο κόσμος αντιμνημονιακά κόμματα, για να ανακτήσει η χώρα την ανεξαρτησία και την αξιοπρέπειά της. Ο Τ ξεκίνησε από άσημος εργοδηγός σε μια επαρχιακή πόλη. Όταν ανέβηκε το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, άρχισε δειλά-δειλά να παίρνει κάποια δημόσια έργα. Μετά, κατάλαβε, ότι δεν υπήρχε κανένας έλεγχος στα έργα αυτά και άρχισε να αποθρασύνεται, να υπερτιμολογεί τις υπηρεσίες του, να χρεώνει μπετά, που ποτέ δεν είχε χρησιμοποιήσει, να σηκώνει χαλίκι από την κοίτη των ποταμών της γύρω περιοχής, να διώχνει απλήρωτους υπαλλήλους, οι οποίοι είχαν εργαστεί ανασφάλιστοι στην επιχείρησή του, να λαδώνει ιθύνοντες, ώστε να εξασφαλίζει νέα έργα κ.λπ. Κάποια στιγμή, αποσύρθηκε και έβαλε το γιο του μπροστά. Αλλά η εποχή των πολλών έργων είχε παρέλθει ανεπιστρεπτί, ενώ έφαγε και την καμπάνα από την εφορία για τη μη απόδοση ΦΠΑ. Αίφνης ο κ. Τ θυμήθηκε τη χούντα, τότε που όλα λειτουργούσαν ρολόι και μίσησε τη Δημοκρατία, επί των ημερών της οποίας έκανε λεφτά με ουρά. Θα ψηφίσει ΛΑ.Ο.Σ., διότι είναι το μόνο, κατά δήλωσή του, κόμμα με συνέπεια στις αρχές του, ακόμα και όταν συγκυβέρνησε. Ο Λ μεγάλωσε στα πούπουλα σε μια μικροαστική οικογένεια, όπου οι γονείς του τον είχαν μη στάξει και μη βρέξει. Τον έστειλαν να σπουδάσει σε ένα αγγλικό πανεπιστήμιο κάπου στον πάτο της λίστας, όπου πέρασε τον περισσότερο καιρό του πίνοντας φραπεδιές στην τοπική λέσχη των Ελλήνων φοιτητών και κοροϊδεύοντας τους ξενέρωτους, κρυόκωλους και θηλυκωτούς «Αγγλάρες». Επιστρέφοντας στα πάτρια εδάφη και αφού ξεμπέρδεψε με το στρατιωτικό του, είδε, ότι δεν μπορούσε να αξιοποιήσει το πτυχίο του πουθενά και άραξε στις κεντρικές καφετέριες της πόλης του, ενώ οι γονείς του διατυμπάνιζαν, ότι το παιδί ψάχνει εναγωνίως αλλά τι το θέλετε, στην Ελλάδα κανένας άξιος δεν τυγχάνει προσοχής. Μέχρι που είδε ένα γειτονόπουλό τους αλβανικής καταγωγής να έχει στήσει το δικό του μαγαζί με υδραυλικά είδη και υπηρεσίες και εξανέστη. «Από πού και ως που ο Αλβανός θα μου φάει το μεροκάματο;» και πήγε με τη Χρυσή Αυγή, «διότι πρώτα οι Έλληνες»!!! Μετά τα παραπάνω παραδείγματα, επιμένετε ακόμα ότι ξυπνήσαμε;

Σάββατο 21 Απριλίου 2012

Τα γνωρίσματα ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος

Σήμερα, συμπληρώνονται 45 χρόνια από την κατάλυση του Συντάγματος από μια ομάδα επίορκων αξιωματικών του στρατού. Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι πρόκειται για μια από τις μελανότερες στιγμές της νεότερης ιστορίας μας, όσο και αν οι αναθεωρητικές φωνές πληθαίνουν με γοργούς και επικίνδυνους ρυθμούς.
Οι τελευταίες αυτές φωνές βρίσκουν πρόθυμους αποδέκτες στην μπερδεμένη σήμερα ελληνική κοινωνία. Οι πρόσφατες εξελίξεις (δανειακές συμβάσεις, αύξηση της ανεργίας κ.λπ.) σάρωσαν το καθεστώς απάθειας, που επικρατούσε στην κοινωνία μας και ανέδειξαν ορισμένες δυνάμεις, οι οποίες προωθούν την άποψη, ότι ζούμε σε ένα καθεστώς, το οποίο από πλευράς σκληρότητας δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από αυτό της χούντας.
Δεν πρόκειται για πρωτοεμφανιζόμενη τακτική. Σε κάθε ταραγμένη περίοδο της ιστορίας πλήθαιναν οι φωνές, που επιχειρούσαν να ερμηνεύσουν με ριζοσπαστικό τρόπο την πολιτική κατάσταση μιας χώρας. Επιτήδειοι ρήτορες μα και άνθρωποι χωρίς ρητορικό χάρισμα αλλά με περίσσευμα πείσματος και άγνοια της ιστορίας υποστήριζαν με πάθος τις απόψεις τους περί ολοκληρωτισμού, ο οποίος, δήθεν, επικρατούσε σε ένα τόπο, και κατακεραύνωναν όσους είχαν αντίθετη άποψη, στολίζοντάς τους με κοσμητικά επίθετα, που ξεκινούσαν από το "εγκάθετοι" και έφταναν μέχρι το "επικίνδυνοι". Οι ίδιοι άνθρωποι έχουν κάνει και σήμερα την εμφάνισή τους και υποστηρίζουν με θέρμη, ότι ζούμε σε καθεστώς χούντας.
Επειδή, όμως, υπάρχουν και κάποια ιστορικά ντοκουμέντα, τα οποία αφορούν την εποχή και τις συνθήκες, που επικρατούσαν σε χουντικά/ολοκληρωτικά καθεστώτα, καλό είναι να γνωρίζουμε, ότι :
.- Δεν υπάρχει χουντικό καθεστώς, το οποίο να επιτρέπει τις αντίθετες φωνές. Σε τέτοια πολιτεύματα, ο φορέας της αντίθετης από την κρατούσα κυβερνητική άποψης χαρακτηρίζεται ως αντιφρονών και υφίσταται κυρώσεις, οι οποίες κυμαίνονται από την απόλυσή του από την εργασία του έως την άμεση εξόντωσή του. Σε αρκετά από τα καθεστώτα αυτά οι αντιφρονούντες χαρακτηρίζονται ως ψυχικά διαταραγμένοι και νοσηλεύονται ακούσια σε ιδρύματα, με σκοπό την αναμόρφωσή τους, ώστε να επανενταχθούν στην κοινωνία. Μπορείτε να φανταστείτε, τι είδους νοσηλεία τους επιφυλάσσεται!
.- Σε κανένα χουντικό καθεστώς δεν επιτρέπεται η ίδρυση και λειτουργία πολιτικών κομμάτων. Μην βιαστείτε να ταυτίσετε τα κόμματα αυτά με τις παράνομες οργανώσεις, που δραστηριοποιήθηκαν στην Ελλάδα κατά την επταετία 1967-1974, διότι εκείνες ήταν ομάδες, που είχαν ιδρυθεί εν κρυπτώ και παραβύστω, χωρίς πανηγυρικές ιδρυτικές διακηρύξεις σε Μ.Μ.Ε. και εν γένει δημόσιες πράξεις, τα μέλη των οποίων ζούσαν με το φόβο της κατάδοσης από τους "νομιμόφρονες" γείτονες στις αρχές. Τα σημερινά κόμματα στην Ελλάδα όχι μόνο λειτουργούν άφοβα ( οι επιθέσεις, που δέχονται τα μέλη ορισμένων εξ αυτών από ακροδεξιούς, όσο αντιδημοκρατικές και απαράδεκτες και αν είναι, δεν αναιρούν την πραγματικότητα) αλλά δύνανται να εκφράζουν την αντίθεσή τους προς την κυβερνητική πολιτική, ακολουθώντας ακόμα και τακτικές αμφιβόλου κοσμιότητος.
.- Στα χουντικά/ολοκληρωτικά καθεστώτα ο έλεγχος της εξουσίας στην καθημερινότητα των πολιτών είναι ασφυκτικότατος. Παιδιά εκπαιδεύονται να παρακολουθούν, αν οι γονείς τους έχουν ασύμβατες με την εξουσία δραστηριότητες, γείτονες κατασκοπεύουν τους γείτονές τους και οι υπήκοοι αυτών των κρατών ελέγχονται, αν διαβάζουν αντιδραστικά βιβλία (στο βιβλίο του δημοσιογράφου κ. Γιάννη Κάτρη "Η γέννηση του νεοφασισμού στην Ελλάδα 1960-1974" απαριθμούνται τα βιβλία, που απαγορεύτηκαν επί χούντας, ανάμεσα στα οποία ήταν και η τραγωδία "Αντιγόνη") ή ακούν αντιδραστική μουσική. Βιβλία και δίσκοι κατάσχονται και καταστρέφονται, ενώ οι κάτοχοί τους υφίστανται τις συνέπειες της επιλογής τους να κατέχουν τέτοια διεφθαρμένα/αντιδραστικά πράγματα. Ακόμα και οι μετακινήσεις ελέγχονται. Κανένας δεν μπορεί να βγει ελεύθερα από τη χώρα και σε πολλές περιπτώσεις κανένας δεν μπορεί να μετακινείται ελεύθερα εντός της χώρας, αν δεν συντρέχει ειδική δικαιολογία.
.- Στα ολοκληρωτικά καθεστώτα ο πολίτης μετατρέπεται σε υπήκοο, ο οποίος οφείλει τυφλή υπακοή και αφοσίωση στην εξουσία. Αυτό συνεπάγεται την απουσία κριτικής σκέψης άλλως την καταπίεση κάθε αντιδραστικής φωνής μέσα στον υπήκοο. Ο σκεπτόμενος άνθρωπος είναι εχθρός του λαού και της εξουσίας, διότι κρίνει και αμφισβητεί την εξουσία και τους σκοπούς της. Κάθε απόπειρα σκέψης θεωρείται ανατρεπτική πράξη και τιμωρείται. Κάθε προβολή αιτήματος σχετικού ακόμα και με τη βελτίωση των συνθηκών ζωής και εργασίας χαρακτηρίζεται ως προσπάθειας κατάλυσης του πολιτεύματος και καταστέλλεται με ανείπωτη σκληρότητα.
Βέβαια, θα υποστηριχθεί και η άποψη, ότι κάθε χούντα έχει τα δικά της χαρακτηριστικά. Σύμφωνοι αλλά καμμία χούντα δεν υπάρχει χωρίς το σύνολο των παραπάνω γνωρισμάτων τα δε ιδιαίτερα γνωρίσματα κάθε χούντας εξαντλούνται στα μέσα επιβολής της π.χ. άλλη χούντα βασίζεται στην αστυνομία και άλλη στο στρατό, αλλά συνυπάρχουν σε αυτή όλα τα παραπάνω στοιχεία.
Δεν έχω αντίρρηση, ότι ζούμε σε εποχές προβληματικές και αυτό κανένας λογικός άνθρωπος δεν το αμφισβητεί. Αλλά κάθε προβληματικό πολίτευμα δεν είναι απαραίτητα χούντα, όταν δεν συντρέχουν τα παραπάνω γνωρίσματα.

Κυριακή 8 Απριλίου 2012

Στη χώρα της αποθέωσης του παρελθόντος

Θα υπέπεσε στην αντίληψή σας η περίπτωση της Πηγής Σερρών, του πρώτου χωριού στην Ελλάδα, το οποίο αποφάσισε να επιστρέψει στη δραχμή, ακολουθώντας, λέει, το παράδειγμα άλλων κοινοτήτων χωρών της Ε.Ε. Οι πιο υποψιασμένοι θα έψαξαν το θέμα στο Διαδίκτυο, όπου και θα διεπίστωσαν, ότι δεν υπάρχει κοινότητα ή πρώην κοινότητα με τέτοιο όνομα, οπότε, αφού δεν υπάρχει πρωταγωνιστής, δεν υπάρχει και υπόθεση. Οι περισσότεροι, όμως, όχι απλά κατάπιαν αμάσητο το παραμύθι αλλά ξιφούλκησαν υπέρ του γενναίου γαλατικού….. ε, με συγχωρείτε, ελληνικού χωριού, το οποίο αντιστέκεται σθεναρά στην αλλοτρίωση, που επιβάλλει η Ε.Ε. και πολλοί άλλοι (προσθέσατε τους κακούς της αρεσκείας σας), επιστρέφοντας στις φερόμενες ως παραδόσεις μας.
Το παραπάνω περιστατικό δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα, ακόμα, σύμπτωμα της παρελθοντολαγνείας, που κατακλύζει την κοινωνία μας. Σε μια χώρα, που αρέσκεται, ακόμα και σήμερα, να προβάλλει στα πλεονεκτήματά της την καταγωγή των κατοίκων της από ενδόξους προγόνους, η στροφή στο παρελθόν όχι μόνο αποτελεί τακτική για την αποφυγή της αντιμετώπισης του παρόντος και του μέλλοντος με ρεαλιστικούς όρους αλλά και μέσο για την προσέλκυση θαυμαστών-ψηφοφόρων των πάσης φύσεως πολιτικών και εν γένει δημοσίων προσώπων. Ποιος μπορεί, άραγε, να λησμονήσει τη δημοφιλία του τέως Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χριστόδουλου, μότο του οποίου αποτελούσε το αμίμητο «όπισθεν ολοταχώς»; Και πόσοι δεν ασπάζονται τη λογική του κ. Γιανναρά, ο οποίος μέσα από τη στήλη του στην «Κ» ωρύεται για την αποκοπή από τις ρίζες μας, η οποία επήλθε με την κατάργηση του πολυτονικού, του οποίου την επαναφορά ζητεί, αντί να ζητήσει να αυξηθούν οι ώρες διδασκαλίας των νέων ελληνικών;
Με αυτά αλλά και με άλλα παραδείγματα παρουσιάζεται ως ελκυστική μια εποχή ή μια πρακτική, εις τρόπον ώστε να καταδικαστεί το σήμερα και να ζητηθεί επιτακτικά η επιστροφή στο χτες και τις πρακτικές του. Η παρελθοντολογία είναι ένας χρήσιμος τρόπος άρνησης τόσο της αντιμετώπισης της σκληρής πραγματικότητας όσο και της ανεύρεσης τρόπων για την έξοδο από την κρίση. Με την επίκληση του παρελθόντος ή των συνηθειών, που επικρατούσαν τότε, το χτες αποθεώνεται ως μια ιδανική κατάσταση και ανυψώνεται σε επιθυμητό, ενώ η κοινωνία καλείται να γυρίσει τις πλάτες της στο παρόν και να διδαχθεί από τη, δήθεν, παράδοσή μας και το υποτιθέμενο ένδοξο παρελθόν μας. Οι πιστοί της επιστροφής αυτής παρουσιάζουν ένα εξιδανικευμένο παρελθόν πασπαλισμένο με μπόλικη παραφιλολογία, το οποίο, δια της μεθόδου της διαδόσεώς του με κάθε μέσο, προσπαθούν να παρουσιάσουν ως μια τεκμηριωμένη και ακλόνητη αλήθεια. Στην παραπλάνηση αυτή βοηθάει το ζοφερό παρόν και το αβέβαιο μέλλον, αφού προβάλλεται το απατηλό δίλημμα, ότι είναι προτιμότερο το παρελθόν, όταν τα πράγματα δεν είχαν φτάσει στη σημερινή κατάσταση, άλλως ότι δεν βλάπτει να στρεφόμαστε σε παλαιότερες εποχές, όταν ο κόσμος ζούσε, υποτίθεται, καλύτερα. Ο χτυπημένος από την εν γένει κρίση άνθρωπος δύσκολα θα αντισταθεί στην προβολή ενός ελκυστικού παρελθόντος, ιδίως όταν έχει απελπιστεί και δεν έχει ούτε την κουλτούρα ούτε την υπομονή, ώστε να αντιληφθεί, τι κούφια λόγια του τάζουν οι χοντρέμποροι του λαϊκισμού.
Σε μια εποχή οικονομικής ευμάρειας, έστω επίπλαστης, τέτοιες φωνές θα περιθωριοποιούνταν πολύ εύκολα. Στην εποχή της γενικευμένης κρίσης κερδίζουν ολοένα και περισσότερο έδαφος. Αυτό, όμως, αντί να ανησυχεί τον πολύ κόσμο, αντιμετωπίζεται από αυτόν με αδιαφορία.