Δημοφιλείς αναρτήσεις

Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2013

Τί να σου πω, ρε Σουέλα;

Η Σουέλα είναι 20 ετών. Ήλθε στην Ελλάδα σε ηλικία τεσσάρων ετών από την Αλβανία. Ο πατέρας της εργαζόταν οικοδόμος στην Αθήνα από το 1991 και κάποια στιγμή αποφάσισε να φέρει και την υπόλοιπη οικογένειά του στον τόπο εργασίας του. Από το 1998, ζουν στην Πάτρα. Οι αναμνήσεις της Σουέλας από τα χρόνια, που ζούσε στην Αλβανία, είναι ελάχιστες και θολές. Ουσιαστικά δεν έχει γνωρίσει άλλη πατρίδα. Σχολείο πήγε μόνο στην Ελλάδα και μαντεύει κανείς την καταγωγή της μόνο από το όνομά της, καθώς τα ελληνικά της είναι πανομοιότυπα με αυτά των γηγενών και με όλους τους ιδιωματισμούς, που οι συνομήλικοί της χρησιμοποιούν. Εργάζεται ως υπάλληλος στο υποκατάστημα μιας αλυσίδας καταστημάτων και παράλληλα σπουδάζει στα ΤΕΙ Πατρών.
Ο Νόμος Ραγκούση της έδωσε τη δυνατότητα να αποκτήσει την ελληνική ιθαγένεια. Ήταν από τα πρώτα παιδιά μεταναστών, που έκανε τα χαρτιά της και πήρε πριν από επτά μήνες την πολυπόθητη θετική απόφαση και μαζί την ελληνική ταυτότητα. Τα όνειρά της πήραν νέες διαστάσεις, αφού άρχισε, πλέον, να σκέφτεται με περισσότερη ασφάλεια το μέλλον της στην Ελλάδα. Τέρμα, πλέον, οι ουρές στους Δήμους και τα παρακάλια στους νυσταλέους και εχθρικούς υπαλλήλους των αρμοδίων υπηρεσιών για τους μετανάστες! Τέρμα πια οι έλεγχοι των αστυνομικών και η παραμονή για μερικές ώρες στα αστυνομικά τμήματα για «εξακρίβωση στοιχείων» από αστυνομικούς, οι οποίοι πρώτα ανέλυαν με τους συναδέλφους τους το οφσάιντ, που δεν χρέωσε ο πουλημένος διαιτητής στο Γαύρο, ή τα «μπαλόνια» κας. Σάσας Μπάστα, προτού καταπιαστούν βαριεστημένα μετά από 2-3 ώρες με την υπόθεσή σου και αφού πρώτα ξερνούσαν πάνω σου, αν ήσουν γυναίκα, το σεξισμό τους!
Αίφνης δημοσιεύεται η γνωστή απόφαση του ΣτΕ, που κρίνει αντισυνταγματικό το Νόμο Ραγκούση. Η Σουέλα έχει φίλους, που είχαν τις ίδιες με αυτή προϋποθέσεις απόκτησης της ελληνικής ιθαγένειας αλλά δεν η υπόθεσή τους δεν είχε εξεταστεί και τώρα θα πρέπει να υπομείνουν τη γνωστή μοίρα του μετανάστη, ήτοι τις ουρές μπροστά από τις αρμόδιες για τους μετανάστες υπηρεσίες και την αρνητική αντιμετώπιση των εκεί υπαλλήλων, για να μην αναφερθούμε στο κυνήγι των ενσήμων για την ανανέωση της άδειας παραμονής. Η Σουέλα  λυπάται τους φίλους της, που δεν τα κατάφεραν. Κάτι μέσα της τής λέει, ότι πρέπει να ανησυχεί. Τέτοιες αποφάσεις είναι προάγγελος κακών νέων.
Περνούν μερικές μέρες και κάπου διαβάζει, ότι τώρα το κράτος δικαιούται να επαξενετάσει τις περιπτώσεις των προσώπων, που πήραν ελληνική ιθαγένεια με τον επίσημα, πλέον, αντισυνταγματικό Νόμο Ραγκούση. Και, επειδή η απόφαση έκρινε, ότι οι προϋποθέσεις, που ο νόμος αυτός έθετε, δεν ήταν επαρκείς, ξέρει πολύ καλά, ότι, αν την καλέσουν από την Περιφέρεια, η απόφαση θα είναι σχεδόν σίγουρα αρνητική και θα πρέπει να αποχαιρετήσει την ελληνική ιθαγένεια και να επιστρέψει στην παλιά, γνωστή αβεβαιότητα.
Η Σουέλα αναρωτιέται, γιατί της αξίζει και αυτής και χιλιάδων άλλων παιδιών μεταναστών μεγαλωμένων στην Ελλάδα αυτή η τύχη. Άλλο τόπο δεν έχουν γνωρίσει και τη χώρα καταγωγής τους τη βλέπουν με την ίδια αίσθηση, που παρατηρεί κανείς μια ξένη χώρα. Δεν την έχουν επισκεφτεί παρά ελάχιστες φορές και, όσες φορές πήγαν, είδαν κάποιους άγνωστους συγγενείς να τους μιλούν σε μια γλώσσα άγνωστη, ενώ όποτε προσπάθησαν να τους απαντήσουν στην ίδια γλώσσα, εισέπραξαν χάχανα για την προφορά και τους βαρβαρισμούς τους. Οι παρέες τους, οι σπουδές τους, τα ενδιαφέροντά τους, η ζωή τους όλη βρίσκονται στην Ελλάδα, όπου ζουν νομιμότατα με τους γονείς τους. Πονούν αυτό τον τόπο με την ίδια θλίψη, που τον πονούν οι γηγενείς. Και τώρα; Καλούνται να επιστρέψουν στη γνωστή ταλαιπωρία των αρμοδίων υπηρεσιών για τους μετανάστες, τρέμουν, μήπως και χάσουν την προθεσμία υποβολής των δικαιολογητικών, σκέφτοναι, ότι πρέπει να παρακαλούν το αφεντικό τους να τους δώσει μια μέρα άδεια να στηθούν στην αναθεματισμένη την ουρά με τους υπολοίπους μετανάστες και υπό την προϋπόθεση, ότι θα προλάβουν να εξυπηρετηθούν και δεν θα πέσουν στο πέρας του ωραρίου, οπότε οι αρμόδιοι υπάλληλοι θα τους πουν με ελεεινή αναισθησία «περάστε αύριο» και «τι να κάνουμε, πρέπει να πάμε και εμείς στα σπίτια μας», αν είναι ευγενείς ή απλά αδιάφοροι (διότι, αν δεν είναι, θα στα πουν λιμανίσια), ξέρουν, ότι πρέπει να παρακαλέσουν το αφεντικό να τους πληρώσει τα ένσημα, αλλιώς δεν θα μπορέσουν να ανανεώσουν την άδεια παραμονής τους, ξέρουν, ότι θα τους καλούν από την Περιφέρεια για εξηγήσεις, αν κάποιο έγγραφο δεν συμπληρώθηκε σωστά κ.λπ. κ.λπ. Χώρια η αβεβαιότητα, που ξανακάθεται μέσα της. Μα η Ελλάδα είναι η πατρίδα μου, λέει με οδύνη. Και ποιό αφεντικό σήμερα κολλάει ένσημα;
Όσο για μένα; Διάβασα και ξαναδιάβασα την επίμαχη απόφαση και θύμωσα. Θύμωσα με τους Δικαστές του ΣτΕ, που έκριναν, ότι η προστασία του έθνους φτάνει μέχρι την απόρριψη ενός από τους πιο σωστούς νόμους, που ψηφίστηκαν τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας, και προέβαλαν ένα σημαντικό εμπόδιο στην πληρέστερη ενσωμάτωση των μεταναστών στην κοινωνία μας. Θύμωσα, που με αυτή την απόφαση δικαιώθηκαν όλοι εκείνοι οι συμπολίτες μου, οι οποίοι φωνάζουν, ότι δεν πρέπει να έχουν δικαιώματα οι «λαθρομετανάστες», επειδή ήλθαν εδώ παράνομα, και ας φρόντισαν οι ίδιοι ελληναράδες να τους ξεπατώσουν βάζοντάς τους να δουλεύουν νυχθημερόν στους αγρούς και στα γιαπιά ή να φροντίζουν κατάκοιτους ηλικιωμένους με άνοια, διότι κανένας Έλληνας δεν καταδεχόταν να κάνει αυτές τις εργασίες, και τους άφηναν και ανασφάλιστους και απλήρωτους. Θύμωσα με την κουτοπονηριά της κοινωνίας μας, η οποία εκμεταλλεύτηκε αυτούς τους ανθρώπους και τώρα θυμήθηκε ξαφνικά, ότι έχει και άλλες προτεραιότητες και οι «λαθρομετανάστες» δεν είναι μια από αυτές. Θύμωσα, που η χώρα μου δεν διδάχθηκε από τις χώρες της Δύσης, που με μια σειρά μέτρων επέτυχαν να ενσωματώσουν πολλούς από τους μετανάστες τους και σήμερα τόσο αυτοί όσο και τα παιδιά τους προκόβουν στις χώρες αυτές. Θύμωσα, που σκέφτηκα, ότι πολλά από αυτά τα αξιολογότατα παιδιά μεταναστών στη χώρα μου θα φύγουν για κάποια πιο πολιτισμένη χώρα του εξωτερικού, για να κάνουν εκεί την τύχη τους, και θα μουντζώσουν την Ελλάδα, που τους έφτυσε κατάμουτρα, αφού πρώτα ξέσκισε τους γονείς τους και θα δημιουργήσουν εκεί, ενώ η Ελλάδα θα ξεμείνει με κάτι ρετάλια, που θα φωνάζουν έμπλεα περηφάνειας, ότι είναι γνήσιοι Έλληνες και ας μην ξέρουν το Χριστό τους από την ιστορία του τόπου αυτού. Θύμωσα, που η χώρα μου, οι κάτοικοι της οποίας καυχιούνται για τους αρχαίους προγόνους τους και τον πολιτισμό, που γεννήθηκε σε αυτά εδώ τα χώματα, φέρεται με τον πιο απολίτιστο τρόπο στους μετανάστες.
Τι άλλο να σου πω, βρε Σουέλα;

Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου 2013

Jagten

   Μπορούμε να εμπιστευόμαστε απόλυτα τα παιδιά; Υπάρχει, άραγε, στην πράξη το τεκμήριο της αθωότητος; Αθωώνεται πραγματικά στα μάτια ακόμα και μιας προηγμένης κοινωνίας ένας άνθρωπος, που κατηγορήθηκε για σεξουαλικής φύσεως έγκλημα σε βάρος ενός ανηλίκου;
   Ο Δανός σκηνοθέτης Τόμας Βίντερμπεργκ δίνει τις δικές του απαντήσεις στο συγκλονιστικό «JAGTEN» (ελληνικός τίτλος «ΤΟ ΚΥΝΗΓΙ»), όπου ένας δημοφιλής και αξιαγάπητος νηπιαγωγός κατηγορείται, ότι «έκανε πράγματα» σε ένα κοριτσάκι προσχολικής ηλικίας. Προτού καν εξεταστεί από τις αρχές, η τοπική κοινωνία έχει βγάλει την ετυμηγορία της. Ένοχος χωρίς ελαφρυντικά και ποινή η περιθωριοποίησή του και ο κατατρεγμός του! Ο ίδιος υπομένει στωικά τα χτυπήματα, διεκδικώντας την αθώωσή του.
 Η δανέζικη κοινωνία δεν είναι κάποια κοινωνία αμόρφωτων αγροίκων. Αγκαλιάζει τους μετανάστες της (δείτε τους τρυφερούς εναγκαλισμούς στο τέλος της ταινίας με την αλλοδαπή φιλενάδα του πρωταγωνιστή σε σύγκριση με την ψυχρή υποδοχή, που επιφυλάσσουν σε αυτόν αλλά και τα παιδιά των αλλοδαπών, που συμμετέχουν κανονικά στις εκδηλώσεις της τοπικής κοινωνίας), είναι προοδευτική και ταυτόχρονα διατηρεί τις παραδόσεις της (εκκλησιάζεται την Παραμονή των Χριστουγέννων αλλά πετάει στον κάλαθο των αχρήστων το «αγαπάτε αλλήλλους») και καυχιέται, ότι σέβεται τα δικαιώματα των άλλων. Όμως, ο κατηγορούμενος για ένα σεξουαλικής φύσεως έγκλημα σε βάρος ανηλίκου παραμένει ένοχος στα μάτια της σε κάθε περίπτωση. Η τελευταία σκηνή το αποδεικνύει και δίνει ένα ισχυρό χτύπημα στην εικόνα της ιδανικής δανέζικης κοινωνίας, με τον ίδιο τρόπο που πριν από αρκετά χρόνια ο ίδιος σκηνοθέτης διέλυσε το μύθο της αρμονικής και ευτυχισμένης οικογένειας στο εκπληκτικό “FESTEN” (ελληνικός τίτλος «ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΓΙΟΡΤΗ»). Οι προκαταλήψεις παραμένουν. Τα παιδιά δεν λένε ποτέ ψέμματα. Η είδηση γεννά φήμες και οι φήμες γεννούν τερατολογίες, που εξορίζουν τη λογική. Το όνομα του κατηγορουμένου για ένα τέτοιο αδίκημα δεν καθαρίζει ποτέ. Ο κατηγορούμενος αποβάλλεται από την κοινωνία, για να διατηρήσει αυτή την αγνότητά της και η τελευταία δεν θα διστάσει να καταφύγει στη βία, προκειμένου να τη διατηρήσει. Ούτε ο γιος του πρωταγωνιστή δεν γλυτώνει από την καταδίκη της κοινωνίας. Η μικρή κοινωνία είναι παντού σκληρή και ανάλγητη.
  Ο ήρωας μοιάζει βγαλμένος από κάποιο χριστιανικό μαρτυρολόγιο. Μόνος ενάντια σε μια εχθρική κοινωνία, η οποία πατάει σε φήμες, για να τον αποβάλει από τους κόλπους της και να του επιτεθεί, βλέπει τη ζωή του να συντρίβεται αλλά αποφασίζει να αντιμετωπίσει τους ανθρώπους, που μέχρι πρόσφατα τον αγαπούσαν, και να διαλαλήσει την αθωότητά του. Αρνείται την περιθωριοποίησή του, αν και υπάρχουν στιγμές μέσα στο έργο, που αμφιταλαντεύεται, κοιτάζει κατάματα τους τιμωρούς του, διεκδικεί την αγάπη του γιου του και υπομένει στωικά τα χτυπήματα της κοινωνίας, χωρίς να αντιδρά (με μια μόνο εξαίρεση). Όταν κάποια στιγμή δικαιωθεί, δεν πανηγυρίζει αλλά επιδιώκει να επανενταχθεί στην κοινωνία και ας ξέρει μέσα του, ότι δεν πρόκειται να επανέλθουν οι σχέσεις του στο επίπεδο προ του διωγμού του.
  Για τη σκηνοθεσία τί να πει κανείς; Βγαλμένη από την παράδοση του Ντράγιερ αποτελεί υπόδειγμα λιτότητας, όπου τίποτα δεν είναι περιττό και τίποτα δεν μπορεί να αφαιρεθεί. Ο δε πρωταγωνιστής, κ. Μάντς Μικκελσεν, ερμηνεύει εξαιρετικά τον άνθρωπο, που αρνείται να μετατραπεί σε αποδιοπομπαίο τράγο της κοινωνίας και επιλέγει να διεκδικήσει την αθωότητά του.
  Απλά ταινιάρα! Κανένας σινεφίλ δεν πρέπει να τη χάσει.

Σάββατο 2 Φεβρουαρίου 2013

Συντηρητικοί και απαράλλακτοι στο πέρασμα των χρόνων

Ας υποθέσουμε, ότι στις επόμενες βουλευτικές εκλογές στη χώρα μας ο νέος πρωθυπουργός καλεί ένα αλβανικής καταγωγής ποιητή, ανοικτά ομοφυλόφιλο, να γράψει ένα ποίημα για την τελετή ορκωμοσίας του! Ή ας φανταστούμε, ότι η κυρία Σεγκολέν Ρουαγιάλ, υποψήφια των γαλλικών προεδρικών εκλογών του 2007, ανύπαντρη μητέρα 4 παιδιών από τη σχέση της με τον τότε σύντροφό της και νυν Πρόεδρο της Γαλλίας, κ. Φρανσουά Ολάντ, αποκτά την ελληνική υπηκοότητα, ασχολείται με την πολιτική και αποφασίζει να κατέλθει στις επερχόμενες εκλογές ως υποψηφία βουλευτίνα του Χ κόμματος! Έχετε πολλές αμφιβολίες για τη συνέχεια;
Με την πρώτη δημοσκόπηση, το κυβερνόν κόμμα θα έχει χάσει 4-5 ποσοστιαίες μονάδες και η δημοφιλία του νέου πρωθυπουργού θα βρεθεί στα Τάρταρα. Η δε κα. Ρουαγιάλ θα δει καμμιά κατοσταριά ψήφους, μαζί με τη δική της δίπλα από το όνομά της και αυτές, αν πολιτευτεί με κάποιο από τα πιο γνωστά και ήδη εντός Βουλής κόμματα. Ο τύπος και το Διαδίκτυο θα γεμίσουν από κραυγές κατά των σκοτεινών κέντρων, που απεργάζονται την εξόντωση του έθνους πλήττοντας τα ήθη και έθιμά μας. Κάπου θα θυμηθεί κάποιος τη χαλκευμένη Δήλωση Κίσσινγκερ και οι ελάχιστες ψύχραιμες φωνές θα πνιγούν στον κυκεώνα των άναρθρων κραυγών της οπισθοδρόμησης. Οι επόμενοι πρωθυπουργοί θα το ξανασκεφτούν να μιλήσουν ξανά για τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων και η προαιώνια περιθωριοποίηση των εκτός γάμου γεννημένων παιδιών θα εξακολουθήσει να στιγματίζει την ελληνική κοινωνία. Τί είπατε, έχει ξεπεραστεί; Καλά, κάντε ένα κόπο να ρωτήσετε πως αντιμετωπίζουν, ειδικά στις μικρές κοινωνίες, παιδιά γεννημένα χωρίς γάμο των γονέων τους και ελάτε να το ξανασυζητήσουμε!
Δυστυχώς, ο τρόπος αντιμετώπισης των παραπάνω θεμάτων αλλά και ορισμένων άλλων, όπως ο χωρισμός Κράτους και Εκκλησίας, η απλοποίηση της διαδικασίας και χρόνου απονομής της ελληνικής υπηκοότητας στους αλλοδαπούς, η μη δημοσίευση των στοιχείων προσώπων, που κατηγορούνται για σοβαρά αδικήματα κ.λπ., δείχνουν, ότι η κοινωνία μας είτε αδιαφορεί για ό,τι δεν πλήττει το άμεσο συμφέρον της είτε φοβάται τέτοιες αλλαγές. Οι ίδιοι συμπολίτες μας κρίνουν, ότι η καθημερινότητά τους δεν πρόκειται να αλλάξει προς το καλύτερο, αν αύριο αναγνωριστούν δικαιώματα στους ομοφυλοφίλους ή πάψουν να αντιμετωπίζουν με προκατάληψη τα γεννημένα εκτός γάμου παιδιά. "Υπάρχουν και πιο σοβαρά πράγματα στη ζωή μας", είναι η επωδός τους. Και εκεί κλείνουν τη συζήτηση, φροντίζοντας να μεταθέσουν την επίλυση ενός, ακόμα, θέματος στις ελληνικές καλένδες. Άλλοτε η κοινωνία μας δηλώνει, ότι δεν είναι τόσο μεγάλος ο αριθμός των προσώπων, που υπάγονται στις παραπάνω κατηγορίες, ώστε να αξίζει η ενασχόλησή μας με αυτά. Ακόμα και στις συγκεντρώσεις των αγανακτισμένων προ διετίας στις κεντρικές πλατείες των μεγάλων πόλεων της Ελλάδος, που τόσο προβλήθηκαν ως παραδείγματα προς μίμηση, έλλειψαν οι αναφορές στα δικαιώματα π.χ. των μεταναστών ή των ομοφυλοφίλων ή, αν έγιναν, πνίγηκαν στα συνθήματα περί προδοτών πολιτικών, κρεμαλών και άμεσης Δημοκρατίας (η οποία στην Αρχαία Αθήνα στερούσε ελαφρά τη καρδία στοιχειώδη δικαιώματα τρίτων π.χ. των Μηλίων αλλά εδώ ανοίγουμε άλλη, πονεμένη ιστορία). Φυσικά, ένα σημαντικό ποσοστό συμπολιτών μας φοβούνται, ότι αυτού του είδους η πρόοδος αποτελεί απειλή για τις παραδόσεις της χώρας. Αναπολούν το παρελθόν, όταν όλα ήταν καλύτερα και πολύ πιο συντηρητικά και ακολουθούσε ο κόσμος τα πράγματα, όπως τα είχε βρει από τους πατεράδες του, που και αυτοί τα είχαν βρει ίδια και απαράλλακτα από τους δικούς τους πατεράδες κ.ο.κ. Η όποια αλλαγή ισούται με απειλή στις διαμορφωμένες συνήθειες ενός μεγάλου τμήματος της κοινωνίας μας. Η αναγνώριση δικαιωμάτων σε ομάδες προσώπων με διαφορετική καταγωγή, θρησκεία, σεξουαλικό προσανατολισμό κ.λπ. μεταμορφώνεται στα μάτια τους σε κίνδυνο για τα θεμέλια της κοινωνίας μας. Το ενδεχόμενο αυτά τα θεμέλια να χρειάζονται ανακαίνιση δεν περνάει από το μυαλό τους.
Λυπάμαι που το λέω αλλά μια κοινωνία κολλημένη στις προκαταλήψεις του παρελθόντος, μη προτιθέμενη να αλλάξει συνήθειες στον τρόπο, που αντιμετωπίζει ομάδες συμπολιτών μας και τους μετανάστες, δεν πρόκειται να αλλάξει τρόπο αντιμετώπισης κανενός, απολύτως, θέματος απ' όσα την ταλανίζουν. Και όσο ο "πούστης" ή το "μούλικο" έχουν θέση στο λεξιλόγιό μας, τόσο οπισθοδρομικοί θα παραμένουμε σε πείσμα ενός κόσμου, που προοδεύει και αλλάζει συνήθειες, αφήνοντας πίσω εμμονές άλλων εποχών.