Δημοφιλείς αναρτήσεις

Τετάρτη 31 Μαρτίου 2010

Μόνο το Κολωνάκι φοροδιαφεύγει;

Ξεκινάει νέο φοροσαφάρι του Υπουργείου Οικονομικών, σύμφωνα με τις εφημερίδες. Η αρχή θα γίνει με 150 γιατρούς του Κολωνακίου, αν πιστέψουμε το πρωτοσέλιδο των "ΝΕΩΝ", ίσως επειδή το Κολωνάκι εξακολουθεί να φαντάζει στα μάτια των περισσοτέρων ως η περιοχή των ζάπλουτων και φοροφυγάδων ελευθέρων επαγγελματιών, οπότε, όπως φαντάζεστε, έτσι θα ικανοποιηθεί το περι δικαίου αίσθημα.
Μόνο που η διάχυση του χρήματος και στα κατώτερα στρώματα έως και πριν από λίγα χρόνια αλλά και η δυνατότητα πρόσβασης σε επικερδή ελεύθερα επαγγέλματα, χάρη στην αύξηση του αριθμού των εισακτέων στις περιζήτητες σχολές, σε συνδυασμό με την απροθυμία του κράτους να προβεί σε πραγματικό έλεγχο της πραγματικής φορολογικής κατάστασης των Ελλήνων, κατέστησε δυνατή τη φοροδιαφυγή έως και στις πιο ταπεινές συνοικίες. Πολλοί ελεύθεροι επαγγελματίες είδαν, ότι ο συνωστισμός τους σε πλούσιες περιοχές της πρωτεύουσας ήταν επιζήμιος και σταδιακά μετακινήθηκαν σε λιγότερο προνομιούχες περιοχές αλλά και στην επαρχία, που μπορεί να μην είχε την αίγλη του Κολωνακίου αλλά διέθετε κόσμο πρόθυμο να δαπανήσει τα ωραία του λεφτά για τις υπηρεσίες, που του προσέφεραν. Συνεπώς, αποκεντρώθηκε, τρόπο τινα, η κυκλοφορία του χρήματος και, δεδομένης της νοοτροπίας μας αλλά και του κράτους, μου υποτίθεται, ότι μας διοικεί, η αντίληψη περί φοροδιαφυγής.
Έτσι, λοιπόν, δεν χρειάζεται να καταφύγει κανείς στο Κολωνάκι, προκειμένου να διαπιστώσει ιδίοις όμμασι το φαινόμενο της φοροδιαφυγής, αλλά αρκεί η επίσκεψη σε ένα γραφείο ελεύθερου επαγγελματια και οπουδήποτε αλλού στην Αθήνα ή την υπόλοιπη Ελλάδα, ακόμα και στις λιγότερο προνομιούχες περιοχές, ώστε να ανακαλύψει, ότι η φοροδιαφυγή έχει διαχυθεί και εκτός της περιοχής, που το Υπουργείο Οικονομικών έχει βάλει στο στόχαστρο. Επειδή, όμως, κυριαρχεί η λογική, ότι μόνο οι πλούσιοι φοροδιαφεύγουν και οι πλούσιοι μένουν σε συγκεκριμένες περιοχές, είναι επόμενα τα πυροτεχνήματα, όπως αυτό, τα οποία στοχεύουν αποκλειστικά στη δημιουργια εντυπώσεων. Και χάνεται η ουσία, ότι, δηλαδή, οι περισσότεροι, πλέον, ελεύθεροι επαγγελματίες στη χώρα μας, φοροδιαφεύγουν, επειδή ακριβώς αυτή δεν θέλει να αγγίξει το κράτος.

Κυριακή 28 Μαρτίου 2010

Βιβλία : "ΑΠΟΨΕ ΔΕΝ ΕΧΟΥΜΕ ΦΙΛΟΥΣ" της Σοφίας Νικολαΐδου

Κάπου στα 1981, ένας ντροπαλός και μάλλλον ακοινώνητος φοιτητής της Φιλοσοφικής αναλαμβάνει να εκπονήσει μια διδακτορική διατριβή με θέμα τους δωσιλόγους της Θεσσαλονίκης. Όταν, όμως, κάποια χρόνια αργότερα αποφασίζει να την παρουσιάσει, όλοι οι καθηγητές τον αντιμετωπίζουν εχθρικά, μαζί και ο επιβλέπων καθηγητής του. Γύρω του οι εν ζωή δωσίλογοι γερνούν ατιμώρητοι, οι συνδικαλιστές φοιτητές - φρούτο της νέας πολιτικής ταξης - αναδεικνύονται σε διδακτικο προσωπικό μέσα από μια σειρά συμμαχιών με τους καθηγητές τους, ενώ άλλοι φοιτητές εγκαταλείπουν τις σπουδές τους απηυδισμένοι απ' όσα βλέπουν εκεί.
Κάπως έτσι εξελίσσεται η υπόθεση στο νέο βιβλίο της Σοφίας Νικολαΐδου "ΑΠΟΨΕ ΔΕΝ ΕΧΟΥΜΕ ΦΙΛΟΥΣ" (Εκδ. ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ). Η ιστορία της ξεκινάει με τα γεγονότα του Δεκεμβρίου του 2008 και, συγκεκριμένα, με τις ζημίες, που προκλήθηκαν στις πανεπιστημιακές σχολές. Στη συνέχεια, γίνεται μια αναδρομή στο 1981, όταν ο εκ των πρωταγωνιστών αποφασίζει να ξεκινήσει τη διδακτορική διατριβή του, αλλά και στα χρόνια του Β' Παγκοσμιου Πολέμου, εποχή, που ορισμένοι πρωταγωνιστές κάνουν τα πρώτα τους βήματα, που θα τους οδηγήσουν στην κατοπινή ζωή τους, ενώ άλλοι ανδρώνονται και αποκτούν εξουσία χάρη στους Γερμανούς. Η επιστροφή στα μεταγενέστερα χρόνια αποδεικνύει τη δύναμη ορισμένων εξ αυτών αλλά και την αδυναμία άλλων να αλλάξουν κάποιες καταστάσεις.
Η συγγραφέας αγγίζει ένα θέμα-ταμπού για την κοινωνια της Θεσσαλονίκης αλλά και ολόκληρης της Ελλάδος, αυτό της τύχης των προσώπων, που συνεργάστηκαν ανοικτά με τις δυνάμεις κατοχής της χώρας κατά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Πρόκειται για ένα ζήτημα, το οποίο η επίσημη πολιτεία έχει επιμελώς "θάψει", κάτι, που η συγγραφέας δια στόματος των πρωταγωνιστών της δε διστάζει να καταγγείλει. Δεν διεκδικεί, βέβαια, κάποια πρωτοτυπία στην καταγγελία αυτή αλλά είναι σημαντικό, ότι ενώνει τη φωνή της με άλλες φωνές, όπως της Ρένας Μόλχο, του Θανάση Τριαρίδη και άλλων, ώστε να αναδυθεί στην επιφάνεια αυτό το θέμα και να λάμψει η αλήθεια γύρω από αυτό.
Το βιβλίο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένα campus novel, στα χνάρια εκείνων, που η αγγλική και αμερικανική λογοτεχνία μας έχουν δώσει. Βέβαια, οι εν Ελλάδι συνθήκες είναι εντελώς διαφορετικές, ώστε το τελικό αποτέλεσμα να μοιάζει με ενδιάμεση κατάσταση. Η υπόθεση διαδραματίζεται σε μεγάλο βαθμό εκτός πανεπιστημίου και εντός αυτού λαμβάνουν χώρα οι έρευνες του υποψήφιου διδάκτορα, οι διαμάχες μεταξύ των φοιτητικών και διδακτικών παρατάξεων και οι συμμαχίες φοιτητοπατέρων και καθηγητών, εικόνες αρκετά οικείες σε όσουν είχαν το προνόμιο να φοιτήσουν σε ελληνικό πανεπιστήμιο τα τελευταία χρόνια, όχι, όμως, και η καθεαυτή δράση. Χώρια, που απουσιάζουν οι κλασσικές φοιτητουπόλεις του εξωτερικού, όπου διδάσκοντες και διδασκόμενοι ζουν, φοιτούν και εργάζονται εντός αυτής και μόνο εκεί.
Μια κατεστημένη δύναμη, γνώριμη στους πολλούς, κυριαρχεί στην πολιτική και διδακτική ζωή της χώρας. Η δύναμη αυτή προστάτευσε τους συνεργάτες των Γερμανών μετά την Απελευθέρωση, αφήνοντάς τους ατιμώρητους και αυτή δεν έχει επιτρέψει, μέχρι σήμερα, τη μελέτη των σχετικών συνθηκών. Όσοι αντιλαμβάνονται, τί είχε συμβεί τότε, και δεν σιωπούν, περιθωριοποιούνται και ενίοτε εξοντώνονται. Ακόμα και ο κατεξοχήν χώρος ελεύθερης έκφρασης και μελέτης, το πανεπιστήμιο, φροντίζει να θαφτεί το θέμα αυτό όσο πιο βαθειά γίνεται και ο θρασύς, που θα τολμήσει να το αγγίξει, πατάσσεται με πυγμή από το καθηγητικό κατεστημένο. Την ίδια, όμως, στιγμή, το ίδιο κατεστημένο ανοίγει τις αγκάλες του στη νέα τάξη πραγμάτων, τους φοιτητοπατέρες, αυτό το δημιούργημα του νόμου-πλαισιου του 1982, που αλώνουν το πανεπιστήμιο με τις μετριότατες διδακτικές τους επιδόσεις αλλά τις άριστες συμμαχίες τους. Και, βέβαια, οι παραπάνω αρνητικές καταστάσεις δένουν αρμονικά με τα γεγονότα του Δεκεμβρίου του 2008,όσες ενστάσεις και αν έχει κανείς γύρω από αυτά.
Το βιβλίο αυτό γεννάει ερωτήματα σε όσους γνωρίζουν έστω επιφανειακά τα γεγονότα της Κατοχής στην πόλη της Θεσσαλονίκης-και όχι μόνο αυτής. Η οικονομία του ύφους πετυχαίνει να προκαλέσει προβληματισμούς, οι οποίοι γίνονται περισσότερο αντιληπτοί, μόνο όταν κλείσει το βιβλίο και αρχίσει ο αναγνώστης να θέτει ερωτήματα αναπάντητα από την επίσημη πολιτεία αλλά και από το μεγαλύτερο μέρος της εκπαιδευτικής κοινότητας. Ουσιαστικά η συγγραφέας ξύνει την επιφάνεια μιας κρούστας λήθης, που έχει απλωθεί πάνω από το θέμα-ταμπού, που πραγματεύεται, ώστε ο αναγνώστης να αναζητήσει, τί κρύβεται κάτω από αυτή και, κυρίως, γιατί κρύβεται έπειτα από τόσα χρόνια. Με άλλα λόγια, η συγγραφέας αποφεύγει την εύκολη καταγγελία, αφήνοντας τον αναγνώστη να αναζητήσει τα αίτια και να συναγάγει τα συμπεράσματά του.

Παρασκευή 26 Μαρτίου 2010

Να ζήσεις, περιουσιούλη .....

Πλάκα - πλάκα συμπληρώθηκαν δύο χρόνια από τότε, που ο υποφαινόμενος έκανε τα πρώτα δειλά βήματά του στη χώρα του ιστολογείν (δεν θα ξαναγράψω "μπλογκοσφαιρα", δεν θα ξαναγράψω "μπλογκόσφαιρα"), δύο χρονια γεμάτα επικοινωνία με πρόσωπα, που έχουν σπουδαία άποψη, και ένα διαδικτυακό πνευματικό αλισβερίσι, που μόνο ωφέλιμο υπήρξε. Διαφώνησα κόσμια με αρκετό κόσμο αλλά και ταυτίστηκα με άλλες απόψεις. Έμαθα πράγματα αλλά και παγίωσα κάποιες απόψεις μου. Βγήκα κερδισμένος αλλά, ταυτόχρονα, συνειδητοποίησα, ότι, αν θέλει κανείς να σταθεί με αξιώσεις στο χώρο του ιστολογείν και να μην καταλήξει ένα, ακόμα, από εκείνα τα ιστολόγια, που χωρίς περίσκεψη μεταφέρουν θεωρίες ανυπόστατες και υποστηρίζουν ένα κιτρινισμό γνώριμο απο ορισμένα συμβατικά Μ.Μ.Ε., τότε οφείλει να διαβάζει και να παρατηρεί πολύ. Ελπίζω να απέφυγα και τις δύο αυτές κατηγορίες, οι οποίες, όσο περνάει ο καιρός, κερδίζουν έδαφος στο χώρο του ιστολογείν.
Συνεχίζω, λοιπόν.

Η επανάληψη της ιστορίας

Στη μεσαιωνική Ευρώπη, όταν ξεσπούσαν επιδημίες, που αποδεκάτιζαν τον πληθυσμό, ο κόσμος ξεσπούσε στους Εβραίους, οι οποίοι αποτελούσαν το βολικό αποδιοπομπαίο τράγο, στον οποίο φόρτωναν την ευθύνη για όλα τα κρίματα. Στην τσαρική Ρωσσία η δυσφορία για τη φτώχεια και την οικονομική ανέχεια, που μάστιζε το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, εκτονωνόταν στα διαβόητα πογκρόμ, με θύμα, φυσικά, τους Εβραίους. Στον αμερικανικό νότο, τα επεισόδια σε βάρος των μαύρων είχαν τις ρίζες τους, μεταξύ άλλων, στο γεγονός, ότι η περιοχή αυτή ήταν ουσιαστικά υπανάπτυκτη και οι ευκαιρίες, που είχαν οι ντόπιοι για επαγγελματική και οικονομική ανέλιξη, περιορισμένες.. Στη μεσοπολεμική Γερμανία, οι Εβραίοι επελέγησαν ως ο κατεξοχήν εύκολος στόχος για τις πληγές μιας κοινωνίας, η οποία είχε βγει κατεστραμμένη οικονομικά από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και αναζητούσε κάποιον για να ξεσπάσει.
Η πρόσφατη εικόνα στην παρέλαση της 25ης Μαρτίου, όπου μέλη της Ο.Υ.Κ. τραγουδούσαν ρατσιστικά άσματα, δεν πρέπει να αποδοθεί μόνο στο φανατισμό και το περιεχόμενο της εκπαίδευσης των προσώπων αυτών και στο όποιο εν γένει επίπεδό τους. Ούτε μόνη η απροθυμία των πολλών να μάθουν να συνυπάρχουν με εκείνους τους συνανθρώπους μας, οι οποίοι τυγχάνει να είναι διαφορετικοί από εμάς, φταίει μόνη για τον απροκάλυπτο ρατσισμό, που ολοένα και διογκώνεται στην Ελλάδα. Σε μια κοινωνία, όπου τα οικονομικά προβλήματα έχουν συσσωρευθεί στις πλάτες της πλειοψηφίας και η ανεργία καλπάζει, ειδικά στις νεαρές ηλικίες, είναι θέμα χρόνου να εκδηλωθούν ολοένα και εντονότερα φαινόμενα ρατσισμού. Διότι ο ξένος είναι εκείνος, στον οποίο άνετα φορτώνουμε τις ευθύνες για την οικονομική κατάσταση της χώρας. Ο ξένος είναι εκείνος, που μας παίρνει τις δουλειές και η δυνατότητα απόκτησης της ελληνικής υπηκοότητας στους ενήλικους αλλοδαπούς αλλά και η απόδοση της ελληνικής ιθαγένειας στα παιδιά τους αποτελεί στο (φτωχό) μυαλό των πολλών την αιτία της οικονομικής παρακμής της Ελλάδος. Και άλλες πολλές δικαιολογίες υπάρχουν και δεν έχει νόημα να τις απαριθμήσω, αφού ο στόχος παραμένει ο ίδιος.
Η ιστορία, λοιπόν, επαναλαμβάνεται και μόνο φάρσα δεν θυμίζει. Ζητούμενο, όμως, είναι να μην επαναληφθούν καταστάσεις, που μόνο τιμή δεν θα ποιούν σε μας.

Πέμπτη 25 Μαρτίου 2010

Οι επιλεκτικές ευαισθησίες των ημεδαπών διαμαρτυρομένων

Εδώ και αρκετά χρόνια έχει παρατηρηθεί το φαινόμενο στη χώρα μας οι πορείες και οι πάσης φύσεως εκδηλώσεις διαμαρτυρίας για την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων να μονοπωλούνται από συγκεκριμένο κύκλο προσώπων. Αυτό, βέβαια, δεν είναι επίμεμπτο, καθόσον η πλειονότητα των συμπολιτών μας δείχνουν να διαμαρτύρονται, μόνο όταν πλήττονται τα δικά τους συμφέροντα και δικαιώματα, ενώ αγνοούν επιδεικτικά την όποια καταπίεση υφίστανται τρίτα πρόσωπα, που ενδεχόμενα κατοικούν χιλιάδες χιλιόμετρα μακρυά από εμάς.
Οι πορείες διαμαρτυρίας, τα σχετικά ψηφίσματα και οι πάσης φύσεως εκδηλώσεις της αντιθέσεως των διαμαρτυρομένων συμπολιτών μας προς συγκεκριμένες καταστάσεις είναι πασίγνωστες σε όσους συνέλληνες εμμένουν να ασχολούνται με βαθύτερα ζητήματα της επικαιρότητας. Πορείες για τον αποκλεισμό της Λωρίδας της Γάζας και το συνεχιζόμενο εποικισμό των Παλαιστινιακών εδαφών από το κράτος του Ισραήλ, πορείες για την εισβολή των Η.Π.Α. στο Ιράκ, διαμαρτυρίες για την εξωτερική πολιτική των Η.Π.Α. στο σκέλος, που αφορά τη Βενεζουέλα κ.λπ. έχουν καταστεί κοινό κτήμα σε πολλούς εξ ημών. Και, βέβαια, η επανάληψή τους επί σειρά ετών, ιδίως σε ό,τι αφορά τις εκδηλώσεις για την Παλαιστίνη, είναι απόλυτα δικαιολογημένες, αφού πρόκειται για συνεχιζόμενες καταστάσεις, οι οποίες προκαλούν δικαιολογημένη αγανάκτηση σε όσους πολίτες διαθέτουν ευαισθησίες.
Και κάπου εδώ αρχίζουν τα επικριτέα σημεία. Σαφώς και η πολιτική του κράτους του Ισραήλ σε βάρος των Παλαιστινίων έχει πολλά αρνητικά, πλην, όμως, όσοι εστιάζουν σε αυτά - και αναφέρομαι στους συνήθεις διαμαρτυρόμενους συμπολίτες μας - αρνούνται να εστιάσουν στα αντίστοιχα αρνητικά της πολιτικής της παλαιστινιακής ηγεσίας και, κυρίως, στην αδυναμία ή απροθυμία της να ελέγξει εκείνα τα εξτρεμιστικά στοιχεία, που συνεχώς τορπιλλίζουν τις όποιες προσπάθειές της να προσεγγίσει το Ισραήλ. Οι ορθόδοξοι Ισραηλινοί, που επιτίθενται με σφοδρότητα στους Παλαιστινίους και αρνούνται να παραδεχθούν, ότι ο εποικισμός των παλαιστινιακών εδαφών αντίκειται στις διατάξεις του διεθνούς δικαίου, βρίσκονται - και πολύ σωστά - στο στόχαστρο των συνήθων διαμαρτυρομένων συμπολιτών μας αλλά ο φανατικός και εμπρηστικός λόγος ορισμένων στελεχών της Χεζμπολλάχ (π.χ. του κ. Νασράλα) περνάει απαρατήρητος από τα ίδια πρόσωπα. Η δικαιολογία, που προβάλλεται, είναι, ότι ο καταπιεσμένος άνθρωπος δικαιούται να αντιδράσει ακόμα και με ακραίο τρόπο. Εδώ, όμως, δεν έχουμε να κάνουμε τόσο με καταπιεσμένους ανθρώπους όσο με φανατικούς και θρησκόληπτους αντισημίτες, οι οποίοι στο όνομα της ελευθερίας της Παλαιστίνης μετέρχονται κάθε μέσο σε βάρος ενός λαού, εν προκειμένω των Ισραηλινών αλλά και των απανταχού Εβραίων, οι οποίοι προφανώς και δεν ταυτίζονται με την ακραία πολιτική του κράτους του Ισραήλ, όχι τόσο επειδή (οι αντισημίτες) επιθυμούν την ελευθερία της Παλαιστίνης αλλά επειδή αδυνατούν να κρύψουν τα αντισημιτικά τους συναισθήματα. Και αυτό το συναίσθημα όχι μόνο δεν επικρίνεται από τους ημεδαπούς υποστηρικτές των δικαίων του παλαιστινιακού λαού αλλά συχνότατα καταλήγει να υιοθετηθεί από τα πρόσωπα αυτά, τα οποία δεν διστάζουν να βάλουν στο ίδιο τσουβάλι τους εβραϊκής καταγωγής επικριτές της πολιτικής του κράτους του Ισραήλ, όπως τον Τόνυ Τζουντ ή το μακαρίτη Χάρολντ Πίντερ, με τον ανόητο Βενιαμίν Νετανιάχου ή την ακραία Τζίπι Λίβνι, για να μην αναφερθούμε στις ακραίες θέσεις ορισμένων ταγών των δικαίων του παλαιστινιακού λαού, όπως του κ.κ. Μίκη Θεοδωράκη και Τζίμη Πανούση, οι οποίοι εξέφρασαν ακραιφνώς αντισημιτικά συναισθήματα δημοσίως και, όμως, οι ομοϊδεάτες τους δεν τους έψεξαν.
Περαιτέρω, το ενδιαφέρον των διαμαρτυρομένων για την καταπίεση, που υφίστανται οι λαοί της γης, μονοπωλούν οι λαοί, που, κυρίως, καταπιέζονται εξαιτίας της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής αλλά και αυτής των πιστότερων συμμάχων της. Δεν είναι στις προθέσεις μου να αρνηθώ, ότι και σε αυτή την περιπτωση οι διαμαρτυρίες είναι νόμιμες και επιβεβλημένες. Επιθυμία μου, όμως, θα ήταν να δω ανάλογες ευαισθησίες και για περιοχές, όπου ο αμερικανικός παράγοντας απουσιάζει. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Τσετσενίας, η οποία από το 1991 βιώνει μια απίστευτη επίθεση από τη Ρωσσία. Αν διαβάσει κανείς τη "ΡΩΣΣΙΑ ΤΟΥ ΠΟΥΤΙΝ" της Άννας Πολιτκόφσκαγια (Εκδόσεις "ΟΞΥ") θα φρίξει με όσα έχουν διαπράξει οι Ρώσσοι στρατιώτες στη μαρτυρική αυτή περιοχή. Στη χώρα μας, όμως, ούτε μια πορεία δεν διοργανώθηκε σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τις βαρβαρότητες της ρωσσικής κυβέρνησης στην Τσετσενία.
Άλλη περίπτωση είναι αυτή της Κούβας, όπου η μονοκρατορία του τοπικού Κ.Κ. και η εντεύθεν αυταρχικότητά του έχει αρχίσει να δημιουργεί δυσφορία στον τοπικό πληθυσμό. Και όταν κάποια στιγμή υπήρξαν αντιρρησίες στη χώρα αυτή, κατάσταση απόλυτα συμβατή με ένα δημοκρατικό πολίτευμα, ήτοι όχι με αυτό, που επικρατεί στην Κούβα από το 1959, τότε η αντίδραση του Κ.Κ.Κ. είναι να φιμώσει και εξοντώσει τον αδαή, που τόλμησε να τα βάλει με την εξουσία. Και, φυσικά, το παραπάνω συμβάν δεν είναι το μόνο στη χώρα αυτή, την οποία οι παραπάνω τιμητές της εξωτερικής πολιτικής των Η.Π.Α. εξακολουθούν να διαφημίζουν ως μια χώρα, όπου υπάρχει απόλυτη ισότητα, όπου η υγεία και η παιδεία βρίσκονται σε πολύ υψηλό επίπεδο και ο κόσμος στηρίζει το καθεστώς. Μόνο που παραβλέπουν να αναφέρουν, ότι η ισότητα αφορά στη φτώχεια και την ανέχεια (άκρως περιγραφικοί ορισμένοι Κουβανοί συγγραφείς, όπως ο Πέδρο Χουάν Γκουτιέρες και ο Λεονάρδο Παδούρα, οι οποίοι, ωστόσο, αποφεύγουν επιμελώς τις ευθείες βολές κατά του καθεστώτος της χώρας τους), ενώ η κομματική νομενκλατούρα απολαμβάνει προνόμια αδιανόητα για τους πολλούς Κουβανούς, οι οποίοι δεν μπορούν να κάνουν και πολλά πράγματα για να αλλάξουν την κατάσταση αυτή, εκτός αν θέλουν να βρεθούν στο μάτι της κουβανικής εξουσίας.
Και άλλα πολλά παραδείγματα υπάρχουν, όπως η Μυανμάρ, η Δυτική Σαχάρα, το Σουδάν κ.λπ., τα οποία οι συνήθεις υποστηρικτές των δικαίων των λαών δεν αγγίζουν και πιθανότατα δεν τους έχουν απασχολήσει, όρεξη να έχει κανείς να τα αναζητήσει. Και το πρόβλημα δεν είναι η εμμονή των προσώπων αυτών με συγκεκριμένες χώρες - εφόσον στις χώρες αυτές εξακολουθούν να συντρέχουν λόγοι, που καθιστούν την διαμαρτυρία απαραίτητη - αλλά η αδιαφορία τους για περιοχές, όπου γίνονται εξίσου αποτρόπαιες ενέργειες σε βάρος προσώπων και λαών, η οποία γεννά την εντύπωση, ότι περισσότερο ενδιαφέρει η χώρα, που προκαλεί τις καταστάσεις αυτές, παρά εκείνη, που στενάζει. Αλλά τότε δεν μπορούμε, πλέον, να μιλάμε για ευαισθητοποιημένους πολίτες αλλά για μεροληπτικούς επικριτές, που διαδηλώνουν όχι με βάση τα πραγματικά περιστατικά ανά τον πλανήτη μας αλλά την κομματική ιδεολογία τους.

Τετάρτη 24 Μαρτίου 2010

Ρατσιστές από κούνια

Τα πρόσφατα περιστατικά με ρατσιστικές αποχρώσεις στα Χανιά αλλά και σε άλλες πόλεις της Ελλάδος αποδεικνύουν με το χειρότερο τρόπο, ότι, τελικά, δεν είμαστε τόσο ανεκτική κοινωνία, όσο βαυκαλιζόμαστε. Για να είμαστε ειλικρινείς, δεν είμαστε καθόλου ανεκτικοί και τούτο αποδεικνύεται από τα παραπάνω περιστατικά (βανδαλισμοί σε βάρος εβραϊκών μνημείων και νεκροταφείων στα Χανιά, τη Ρόδο και τα Ιωάννινα, πορείες ρατσιστικών ομάδων και επιθέσεις τους σε οικονομικούς μετανάστες προερχόμενους από τρίτες χώρες κ.λπ.).
Και επειδή τα ρατσιστικά συναισθήματα αναπτύσσονται από την τρυφερή ηλικία, σάλο προκάλεσε η πρόσφατη αποκάλυψη, ότι στα Χανιά, που δοκιμάζονται ιδιαίτερα από τέτοια περιστατικά, αρκετοί μαθητές έγιναν μέλη ενός διαδικτυακού γκρουπ με τον τίτλο "ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ". Όταν, μάλιστα ρωτήθηκαν σχετικά, οι περισσότεροι από αυτούς απάντησαν, ότι έγιναν μέλη "για πλάκα".
Η ελαφρά αντιμετώπιση,εκ μέρους των μαθητών, της συμμετοχής σε ένα γκρουπ με απροκάλυπτα ρατσιστικό περιεχόμενο φανερώνει, δυστυχώς, την παθογένεια ενός σημαντικού μέρους της κοινωνίας μας αλλά και του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Αφενός πιστοποιεί, ότι η ιδέα, ότι ανήκουμε σε ένα περιούσιο έθνος έχει διαποτίσει ένα σημαντικό μέρος της κοινωνίας μας, με τελικό αποδέκτη τους νέους ανθρώπους, οι οποίοι καλούνται να συνυπάρξουν και να συνεργαστούν με αλλογενείς και αλλόγνωσσους, φαινόμενο αδιανόητο στους γονείς τους, αφετέρου καταδεικνύει την αποτυχία του υπάρχοντος εκπαιδευτικού συστήματος να προωθήσει ένα ανθρωποκεντρικό μοντέλο, όπου θα κυριαρχεί ο σεβασμός προς το διαφορετικό. Και, βέβαια, τα παραπάνω οδηγούν σε μια ελαφρά αντίληψη περί ρατσισμού, όπου η είσοδος σε ομάδες, όπου καλλιεργείται η ιδέα του ανώτερου έθνους/φυλής και το μίσος εναντίον όσων δεν ανήκουν σε αυτό, γίνεται "για πλάκα".
Καμμία πλάκα δεν υπάρχει σε αυτή την κατάσταση και καμμία ελαφρότητα δεν δικαιολογείται, όταν κάποια πρόσωπα και δη ανήλικα εισέρχονται σε ένα κόσμο, όπου κυριαρχούν το μίσος σε βάρος των αλλογενών, αλλόγλωσσων, αλλόθρησκων και, γενικά, διαφορετικών, απ' ό,τι είμαστε εμείς, αλλά και αναπτύσσεται η πεποίθηση, ότι οι Έλληνες είμαστε κάτι το ξεχωριστό μόνο και μόνο λόγω της ιστορίας μας και των γονιδίων μας. Και η αντίδραση των μαθητών, που συμμετείχαν σε ένα τέτοιο γκρουπ "για πλάκα", κατά δήλωσή τους, επιβεβαιώνει τη σοβαρότητα της κατάστασης.

Σάββατο 20 Μαρτίου 2010

Βιβλία : "Ο ΚΗΠΟΥΡΟΣ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ", του Τζώρτζ Πελεκάνος

1985 : Μια σειρά από δολοφονίες ανηλίκων έγχρωμων παιδιών αναστατώνει την Ουάσινγκτων. Ένας μεθοδικός αρχιφύλακας με μεγάλο ποσοστό εξιχνιασμένων υποθέσεων αναλαμβάνει να ανεύρει το δράστη, στον οποίο έχει αποδοθεί το παρατσούκλι "Ο κηπουρός της νύχτας", ενώ δύο νεαροί αστυνομικοί τον υποστηρίζουν.
2005 : Ο δολοφόνος των νεαρών παιδιών δεν έχει, ακόμα, αποκαλυφθεί. Ο αρχιφύλακας έχει συνταξιοδοτηθεί αλλά εξακολουθεί να βασανίζεται από την αποτυχία του να αποκαλύψει το δράστη. Ο ένας από τους παραπάνω αστυνομικούς έχει παραιτηθεί από την αστυνομία έπειτα από ένα περιστατικό και ισορροπεί ανάμεσα στο αλκοόλ και την προσπάθειά του να ανεύρει μια, ακόμα, ευκαιρία στη ζωή του, ενώ ο άλλος έχει προβιβαστεί σε αρχιφύλακα και αγωνιά για το μέλλον του γιου του. Ο φόνος ενός μικρού παιδιού θα ενώσει τους τρεις άνδρες και ο καθένας τους θα αναζητήσει τη λύση για τους δικούς του λόγους. Παράλληλα, δύο κακοποιοί, ο ένας με βεβαρημένο παρελθόν και φυλακίσεις αλλά με στόχο να μείνει μακρυά από το έγκλημα και ο άλλος χωρίς φυλακίσεις αλλά με στόχο να αφήσει εποχή στο έγκλημα, σχεδιάζουν μια γερή μπάζα.
Ο ελληνικής καταγωγής συγγραφέας επανέρχεται με ένα βιβλίο, η πλοκή του οποίου διαδραματίζεται στη γενέθλια πόλη του, την Ουάσινγκτων. Ένα αποτρόπαιο έγκλημα επαναφέρει στη μνήμη της αστυνομίας τα φονικά, που είχαν λάβει χώρα πριν από 20 χρόνια. Και μαζί φέρνει στην επιφάνεια το τεράστιο πρόβλημα της εγκληματικότητας στην Ουάσινγκτων αλλά και σε ολόκληρες τις Η.Π.Α.
Ωστόσο, το βιβλίο δεν εστιάζει στη λύση του εγκλήματος αλλά στα ποικίλα προβλήματα, που αντιμετωπίζει ο σύγχρονος άνθρωπος στις Η.Π.Α. Η μοναξιά, ο ρατσισμός, η περιθωριοποίηση των μειονοτήτων, ο αλκοολισμός, η σχολική βία και άλλα προβλήματα, που πλήττουν τη συγκεκριμένη χώρα, περνούν από το μικροσκόπιο του συγγραφέα. Παράλληλα, οι ήρωες αναζητούν κίνητρα για να πορευτούν στη ζωή τους και δύναμη για να υπερβούν τα όχι μικρά προβλήματά τους. Και όλα αυτά δίνονται με την έντονη και γλαφυρή γραφή του συγγραφέα, με ολοζώντανους διαλόγους και αδρά σκιαγραφημένους χαρακτήρες, που μοιάζουν να έχουν ξεπηδήσει από την πινακοθήκη των ηρώων αστυνομικών ταινιών των Η.Π.Α.
Ο ρυθμός του βιβλίου κυλάει αβίαστα και χωρίς χάσματα, με αποτέλεσμα να μην κουράζεται ο αναγνώστης. Οι ήρωες του βιβλίου ειναι αληθοφανείς, ώστε να μην προκαλούν θυμηδία. Η εικόνα των σύγχρονων Η.Π.Α. αποτυπώνεται με άκρα πειστικότητα. Και μόνο η ιστορία με τους δύο κακοποιούς στέκει άστοχα στην όλη υπόθεση και θα μπορούσε άνετα να απουσιάζει, χωρίς, όμως, να επηρεάζει τη ροή της ιστορίας.

Πέμπτη 18 Μαρτίου 2010

Καμμία, απολύτως, έκπληξη

Γιατί να μας εκπλήσσει η αντίδραση της Εκκλησίας της Ελλάδος στην επικείμενη φορολόγησή της; Μήπως ενδιαφέρθηκε ποτέ στο σύνολό της - οι όποιες λαμπρές εξαιρέσεις θαμπώνουν μπροστά στο σκοτεινό κανόνα - για την τύχη των απόρων και των εν γένει αναξιοπαθούντων; Μήπως νοιάστηκε ποτέ να στηρίξει το κράτος, το οποίο την έχει εξοπλίσει με απαράδεκτα προνόμια; Μήπως κατέβηκαν ποτέ οι περισσότεροι μητροπολίτες στις υποβαθμισμένες περιοχές της χώρας, για να δουν, πώς ζουν εκεί κάποιοι συνάνθρωποί μας; Ή μήπως αντελήφθησαν ποτέ πόσο βαρειά φορολογείται η πλειονότητα των Ελλήνων;
Αν κάτι πρέπει να μας αφήνει άφωνους, αυτό δεν είναι η άρνηση της Εκκλησίας της Ελλάδος, όπως αυτή εκφράζεται από διάφορους μητροπολίτες αλλά και άλλους ιερωμένους και υποστηρικτές τους, αλλά η επιχειρηματολογία, την οποία προβάλλουν προκειμένου να αντισταθούν στη φορολόγησή της. Τι για περιορισμό του φιλανθρωπικού έργου της ακούσαμε, τι για κίνδυνο να της πάρουν και τα μανουάλια υποστηρίχθηκε (νομίζω στο ιστολόγιο του Καλαβρύτων και Αιγιαλείας Αμβροσίου), τι για σχέδιο εξόντωσης της Εκκλησίας της Ελλάδος διατυπώθηκε κ.λπ., κ.λπ. Αν μη τι άλλο πρέπει να αναγνωρίσουμε, ότι η φαντασία ορισμένων πολεμίων της επικείμενης φορολόγησης της Εκκλησίας της Ελλάδος καλπάζει.
Προσωπική μου άποψη είναι, ότι η κυβέρνηση θα πρέπει, επιτέλους, να φορολογήσει ένα ζάπλουτο οργανισμό, ο οποίος επί σειρά ετών απολαμβάνει μιας ιδιότυπης και προκλητικής ατέλειας, και, κυρίως, να κωφεύσει στις όποιες απειλές των θερμόαιμων στελεχών της Εκκλησίας της Ελλάδος.

Κυριακή 14 Μαρτίου 2010

Μια άξια μίμησης χειρονομία

Ε, ναι, λοιπόν, δεν με ενδιαφέρει, αν η αξιότιμη κα. Νανά Μούσχουρη έχει αποκτήσει μια αξιόλογη περιουσία στα τόσα χρόνια της καριέρας στο τραγούδι, ώστε να μπορεί ευχερώς να παραιτηθεί από τη σύνταξη, που δικαιούται ως πρώην ευρωβουλευτής. Και πολύ καλά έκανε και το άφησε να διαρρεύσει στα Μ.Μ.Ε.
Κατ' αρχάς, ποσώς με απασχολεί η όποια περιουσιακή κατάσταση της κας. Μούσχουρη και η εξ αυτής υποτιθέμενη άνεσή της να παραιτηθεί από τη βουλευτική της σύνταξη. Όταν, άλλωστε, έχεις μια 50ετή, τουλάχιστον, προϋπηρεσία στο τραγούδι και μια καριέρα, η οποία έχει ξεπεράσει τα ασφυκτικά πολλές φορές σύνορα της χώρας μας, είναι λογικό να έχεις αποκτήσει κάποια οικονομική άνεση, την οποία, όμως, κανένας δεν σου τη χάρισε αλλά εσύ η ίδια την απέκτησες με τον ιδρώτα σου. Εκτός αν θεωρούμε, ότι σημασία έχει η περιουσιακή κατάσταση του προσφέροντος, ώστε να κριθεί η παραίτησή του από κάποιο οικονομικό βοήθημα, οπότε απλά είτε είμαστε υποκριτές, αφού αναζητούμε ψεγάδια σε μια αξιέπαινη κίνηση, είτε είμαστε φθονεροί άνθρωποι, που δεν αντέχουμε στην ιδέα, ότι μια συμπατριώτισσά μας αποδεικνύεται πιο γαλαντόμα από εμάς.
Περισσότερη σημασία για το γράφοντα έχει η ίδια η χειρονομία, την οποία ειδικά οι έχοντες και κατέχοντες στη χώρα μας απαξιούν να κάνουν. Και καθόλου δεν με ενοχλεί η διάρρευση της κίνησης αυτής της κας. Μούσχουρη στον τύπο και τα λοιπά Μ.Μ.Ε., αφού αποτελεί ένα παράδειγμα προς μίμηση, το οποίο θα άξιζε να ακολουθήσουν αρκετοί συνέλληνες και ως τέτοιο προβλήθηκε. Αν, τώρα, με αυτή τη δημοσιότητα ανέβηκαν οι μετοχές της κας. Μούσχουρη, με όλο το σεβασμό η εν λόγω καλλιτέχνιδα δεν έχει την παραμικρή ανάγκη από περισσότερη δημοσιότητα, αφού αυτή, που κατέκτησε υπηρετώντας επί σειρά ετών το τραγούδι, είναι υπεραρκετή. Ούτε ποτέ έδειξε η κα. Μούσχουρη, ότι κυνηγάει τους φακούς των φωτογράφων ή τις τηλεκάμερες. Συνεπώς, ούτε η περί δημοσιότητας δικαιολογία στέκει.
Κάποτε, η διευθύντρια της "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ", Ελένη Βλάχου, είχε πει, ότι στην Ελλάδα η επιτυχία είναι ποινικό αδίκημα - αν κάνω λάθος στο πρόσωπο, πάσα διόρθωση δεκτή. Απ ό,τι φαίνεται, όμως, το αξιόποινο έχει επεκταθεί και στις χειρονομίες, που αφορούν παραιτήσεις από οικονομικά βοηθήματα. Και η κατάσταση αυτή είναι ενδεικτική της νοοτροπίας, που διακατέχει ένα σημαντικό τμήμα των Ελλήνων, που είναι πρόθυμοι να ανεύρουν ή να επινοήσουν τρωτά σημεία σε μια κίνηση, όπως η παραπάνω, ώστε να την απαξιώσουν, αλλά, ταυτόχρονα, απαξιούν να τη μιμηθούν.

Τετάρτη 10 Μαρτίου 2010

Μπορούμε να σκεφτούμε;

Έχω κουραστεί. Αισθάνομαι, ότι και τα τελευταία ψήγματα της υπομονής μου με έχουν εγκαταλείψει. Άναρθρες κραυγές κατακλύζουν τ' αυτιά μου. Αλαλάζοντα στόματα χτυπούν τ' αυτιά μου με την ίδια μανία, που τα πολύ παλαιά χρόνια οι δάσκαλοι βίτσιζαν τους άτακτους μαθητές. Και παντού η ίδια αποποίηση των ευθυνών, παντού η επίρριψη ευθυνών αποκλειστικά στις κυβερνήσεις των τελευταίων ετών για το χάλι της ελληνικής οικονομίας. Που δεν είναι, βέβαια, αμέτοχες της καταστάσεως, στην οποία έχει περιέλθει η Ελλάδα, αλλά κάποιος, διάβολε, τις ανέδειξε, δεν μας σβερκώθηκαν με το έτσι θέλω σαν κάτι στρατοντυμένες ψυχές πριν από 43 χρόνια. Και αυτός ο κάποιος είμαστε εμείς, τόσο όσοι τους ψήφισαν όσο και εκείνοι, που για διάφορους λόγους αρνήθηκαν να ασκήσουν το δικαίωμά τους του εκλέγειν.
Μπορούμε, άραγε, να σκεφτούμε, ότι σημαντικό μερίδιο ευθύνης έχουμε και εμείς γι' αυτή την κατάσταση; Μπορούμε να θυμηθούμε, ότι εμείς ανεδείξαμε αυτούς τους ανθρώπους, που έφεραν την οικονομία της χώρας μας στα σημερινά χάλια; Μπορούμε να αντιληφθούμε, ότι φοροδιαφεύγαμε και δανειζόμαστε αβέρτα, εις τρόπον ώστε σήμερα να είμαστε όλοι χωμένοι στο λαιμό; Και, κυρίως, μπορούμε να μάθουμε να επιρρίπτουμε ευθύνες και στη δική μας καμπούρα και όχι μόνο στους τρίτους, όπως πάγια πράττουμε από παλαιοτάτων χρόνων;
Μπορούμε, ε;
Μπορούμε;
Ε;

Κυριακή 7 Μαρτίου 2010

Βιβλία : "ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΧΑΜΕΝΟ ΣΤΗΝ ΟΜΙΧΛΗ", του Λεονάρδο Παδούρα

Στην Αβάνα της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα ο Μάριο Κόντε έχει παραιτηθεί από την αστυνομία και εργάζεται ως πωλητής παλαιών βιβλίων. Σε μια επίσκεψή του σε ένα παλαιό αρχοντικό έρχεται αντιμέτωπος με μια βιβλιοθήκη εκπληκτική, γεμάτη παλαιά βιβλία μεγάλης αξίας. Κατά τον έλεγχο των βιβλίων αυτών, ένα απόκομμα παλαιού εντύπου, το οποίο αναφέρεται σε μια παλαιά τραγουδίστρια του μπολέρο, του τραβάει την προσοχή. Κάτι μέσα του λέει, ότι έχει ξανακούσει αυτή την τραγουδίστρια. Κανένας, όμως, δεν φαίνεται να τη θυμάται. Παρακινημένος από κάποιο ένστικτο, κληρονομία από τη θητεία του στην αστυνομία, ο Μάριο Κόντε αποφασίζει να ερευνήσει το παρελθόν της τραγουδίστριας αυτής, που μοιάζει να εξαφανίστηκε από προσώπου γης. Η έρευνά του αυτή, όμως, θα τον φέρει αντιμέτωπο με καταστάσεις του παρελθόντος, τις οποίες πολλοί είχαν επιμελώς καταχωνιάσει και θα επιθυμούσαν να παραμείνουν εκεί.
Η υπόθεση αυτή εκτυλίσσεται στο σπουδαίο βιβλίο του Κουβανού συγγραφέα Λεονάρδο Παδούρα "ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΧΑΜΕΝΟ ΣΤΗΝ ΟΜΙΧΛΗ". Ο πρωταγωνιστής Μάριο Κόντε αποτελεί τον κεντρικό ήρωα του συγγραφέα σε αρκετά βιβλία του. Εδώ ίσως είναι το πρώτο βιβλίο, όπου ο Μάριο Κόντε πρωταγωνιστεί ως ιδιώτης και όχι ως αστυνομικός, όπως σε άλλα βιβλία του ίδιου συγγραφέα. Η ζωή του είναι παρόμοια με αυτή της πλειονότητας των Κουβανών μετά την πτώση της Ε.Σ.Σ.Δ., ήτοι παλεύει να επιβιώσει, εν προκειμένω αγοράζοντας και πουλώντας παλαιά βιβλία. Η μεγάλη κρίση, που έπληξε την Κούβα το πρώτο μισό της δεκαετίας του '90 έχει περάσει, χωρίς να έχει βελτιωθεί ιδιαίτερα το βιοτικό επίπεδο των κατοίκων του νησιού αυτού, και έχει, μεταξύ άλλων, πλήξει και την ιδεολογία των περισσοτέρων Κουβανών, πράγμα, που βλέπουμε στις ιδεολογικής φύσεως συζητήσεις του Μάριο Κόντε με τους φίλους του.
Το προκομμουνιστικό παρελθόν της Κούβας έρχεται στο προσκήνιο. Η ανέμελη εποχή, όταν η Αβάνα διέθετε την καλύτερη νυχτερινή ζωή σε ολόκληρη την Αμερική, ανεβαίνει στην επιφάνεια μέσα από τις διηγήσεις ηλικιωμένων προσώπων, που τη γνώρισαν, ώστε να βρεθούν τα ίχνη της εξαφανισμένης τραγουδίστριας, η φωνή της οποίας μαγεύει το Μάριο Κόντε, ο οποίος αναρωτιέται, από ποιά στιγμή του παρελθόντος του τη θυμάται. Η αναπαράσταση του τότε έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη μουντή πραγματικότητα της σύγχρονης Κούβας, χωρίς σκοπός του συγγραφέα να είναι ο εξωραϊσμός του παρελθόντος. Επίσης, απουσιάζουν οι ευθείες βολές κατά του καθεστώτος της χώρας αυτής για την άσχημη κατάσταση της σημερινής Κούβας, αφού δεν είναι στις προθέσεις του συγγραφέα να ασκήσει κριτική στην πολιτική της χώρας του αλλά να παραστήσει, μέσα από την κεντρική ιστορία του, τη, συχνά τραγική, καθημερινότητα σε αυτό το νησί, αντίληψη, που συναντάμε και στη "ΒΡΩΜΙΚΗ ΤΡΙΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΑΒΑΝΑΣ", του Πέδρο Χουάν Γκουτιέρες.
Ο Λεονάρδο Παδούρα αποδεικνύεται, ότι είναι ικανότατος μάστορας της λογοτεχνίας. Η γλώσσα του βιβλίου ρέει υπέροχα, βοηθούμενη και από τη σπουδαία μετάφραση, ενώ οι χαρακτήρες του βιβλίου είναι ενδεικτικοί της σύγχρονης εποχής της Κούβας. Ο πιστός κομμουνιστής, που έχει αποχωρήσει από την εργασία του, επειδή αντελήφθη κάποιες ατασθαλίες, ο κυνικός καταφερτζής, που εμπορεύεται τα πάντα και αδιαφορεί για την πολιτική και την ηθική, ο έντιμος πολίτης, που προσπαθεί να επιβιώσει εμπορευόμενος παλαιά βιβλία, ο ηλικιωμένος δημοσιογράφος, που ζει με τις αναμνήσεις του έντονου παρελθόντος της νυχτερινής Αβάνας και ο ανάπηρος πιστός στρατιώτης του καθεστώτος, που αμφισβητεί τις αρχές, με τις οποίες γαλουχήθηκε, είναι πρόσωπα, που συναντώνται στη σημερινή Κούβα, και αγωνίζονται να ζήσουν είτε διαφυλάσσοντας την ηθική τους είτε αδιαφορώντας γι' αυτή.
Το βιβλίο υπόσχεται σπουδαίες στιγμές και μια πεζή αλλά ολοζώντανη εικόνα της σύγχρονης Κούβας, μακρυά από τα τουριστικά θέρετρά της και τις μεγαλόστομες απόψεις περί υπερήφανου κουβανικού λαού. Και μαγεύει αρκετά τον αναγνώστη, ώστε να περνάει σε δεύτερη μοίρα η αρκετά προβλέψιμη λύση του μυστηρίου, που αναζητεί ο πρωταγωνιστής.

Τρίτη 2 Μαρτίου 2010

Στον καθρέφτη βρίσκεται ο ένοχος για τα ελληνικά χάλια

Οι αρνητικές εξελίξεις στην ελληνική οικονομία έχουν ήδη δρομολογηθεί και είναι δεδομένο, ότι ακόμα δεν έχουμε δει τίποτα από την οικονομική κρίση, που μας περιμένει. Τα βαρύτατα μέτρα, που μας ζητάει η Ευρωπαϊκή Ένωση να λάβουμε, έχουν ήδη πυροδοτήσει τις αντιδράσεις του κόσμου, ο οποίος βλέπει, ότι τον περιμένουν δύσκολες ημέρες. "Να πληρώσουν την κρίση οι πλούσιοι", γράφει κάποιο πανό, που έχει αναρτήσει γνωστό αριστερό κόμμα με μακροχρόνια παράδοση στην υπεράσπιση των αδυνάτων αλλά και με εμμονή στην άποψη, ότι αυτοί οι αδύνατοι δεν φταίνε να ταλαιπωρούνται. "Φταίνε οι κυβερνήσεις των τελευταίων ετών", ακούγεται από άλλες φωνές.
Δυστυχώς, όμως, για το κόμμα αυτό αλλά και για τη χώρα μας ολόκληρη, η πραγματικότητα είναι αρκετά διαφορετική. Ναι μεν οι οικονομικές αλχημείες των κυβερνήσεων των τελευταίων ετών οδήγησαν τη χώρα μας στην πλήρη αναξιοπιστία έναντι των Ευρωπαίων εταίρων μας - αν και δεν αποτελούν άγνωστη πρακτική για τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, απλά οι δικοί μας κυβερνώντες εμμένουν να επιρρίπτουν εκεί τη δική τους ανικανότητα να ασκήσουν σωστή οικονομική πολιτική - αλλά αυτές οι κυβερνήσεις ανεδείχθησαν μέσα από κάποιες δημοκρατικές διαδικασίες, στις οποίες συμμετείχε η πλειονότητα των Ελλήνων πολιτών, που έχουν το δικαίωμα του εκλέγειν. Συνεπώς, μεγάλο μερίδιο ευθύνης βαρύνει και τους ψηφοφόρους, οι οποίοι θα μπορούσαν κάλλιστα να "μαυρίσουν" τα δύο μεγάλα κόμματα ως τα κατεξοχήν υπεύθυνα για την οικονομική δυσπραγία της χώρας μας. Αλλά η λογική, ότι κάποιο από τα δύο μεγάλα κόμματα θα βολέψει τα παιδιά των ψηφοφόρων κάπου στο Δημόσιο ή θα φροντίσει αλλιώς πως να του ωφελήσει υπερίσχυσε έναντι της λογικής, ότι τα δύο μεγάλα κόμματα έχουν βλάψει τον τόπο.
Έπειτα, ας μη λησμονούμε, ότι η πλειονότητα των Ελλήνων πολιτών έσπευσε με κάθε μέσο να φοροδιαφύγει, έτσι ώστε τα δημοσιονομικά της χώρας μας να περιέλθουν στο σημερινό χάλι. Αν ήμαστε συνεπέστεροι στις φορολογικές μας υποχρεώσεις, σήμερα η οικονομία της χώρας θα ήταν καλύτερη. Αλλά εμείς, πιστοί στην εμμονή μας να τη "φέρνουμε" στο Ελληνικό Δημόσιο με κάθε τρόπο, κρίναμε, ότι πρέπει να αποφύγουμε να πληρώνουμε τους φόρους, που μας αναλογούν. Και δεν αναφέρομαι μόνο στις μεγάλες κεφαλαιουχικές εταιρείες, οι οποίες ούτως ή άλλως ευνοούνται από τη φορολογική νομοθεσία της χώρας μας, αλλά για την πλειοψηφία των ελευθέρων επαγγελματιών, οι οποίοι απλά απέφευγαν και αποφεύγουν να κόψουν αποδείξεις για τις συναλλαγές τους με τους πελάτες τους. Και οι περισσότεροι από αυτούς φωνάζουν τώρα, που επίκεινται σκληρά οικονομικά μέτρα αλλά για την υποχρέωσή τους να πληρώνουν τους φόρους τους σφυρίζουν αδιάφορα.
Ακόμα, η καταχρεωμένη σήμερα χώρα μας έχει τις ρίζες στην επιλογή του νεοέλληνα να δανείζεται ακόμα και για να κάνει διακοπές. Ουδείς μας ανάγκασε να καταφύγουμε στις τράπεζες, ώστε να πάρουμε πάσης φύσεως δάνεια. Το επιχείρημα, ότι η συχνή προβολή διαφημιστικών μηνυμάτων για τραπεζικά προϊόντα παρασύρει τον κοσμάκη, δεν μπορεί να σταθεί, διότι ο ίδιος κοσμάκης αγνοεί επιδεικτικά τα μηνύματα για να μην καπνίζει σε δημόσιους χώρους ή για να διατηρεί κάποιους χώρους καθαρούς. Συνεπώς, ο κοσμάκης αυτός απλά επιλέγει ό,τι το βολεύει, ώστε στη συνέχεια, όταν κάτι δεν πάει καλά, να αρχίσει να επιρρίπτει τις ευθύνες στους βολικούς αποδιοπομπαίους τράγους, στους οποίους δεν συγκαταλέγει τον εαυτό του.
Μα οι πλούσιοι κερδοσκόπησαν πάνω στις πλάτες μας σε αγαστή συνεργασία με τους πολιτικούς, θα πει κάποιος. Δεν διαφωνώ με αυτή τη διαπίστωση αλλά τους πολιτικούς εμείς οι ίδιοι τους ανεδείξαμε στους θώκους, από τους οποίους διεξήγαγαν το θεάρεστο έργο τους. Και οι πλούσιοι δεν έπαψαν ποτέ να αποτελούν το όνειρο του νεοέλληνα, ο οποίος φαντάζεται τον εαυτό του ως άνθρωπο με μεγάλη δύναμη, που περιφρονεί το νόμο και κάνει ό,τι γουστάρει. Ήτοι ό,τι κάνει και ο νεοέλληνας στην καθημερινότητά του, όταν χτίζει μέσα σε δημόσιες εκτάσεις, πετάει τα σκουπίδια του όπου βρει, παρκάρει πάνω σε διαβάσεις ή ράμπες αναπήρων, φοροδιαφεύγει, υπερβαίνει το όριο ταχύτητας και μετά βρίζει την Τροχαία και τα, δήθεν, εισπαρακτικά μέτρα της κ.λπ. κ.λπ. κ.λπ.
Κοινώς για τη σημερινή κατάσταση της Ελλάδος ναι μεν ευθύνονται οι πολιτικοί και κάποιες οικογένειες με επιρροή αλλά το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης το φέρουν άλλα πρόσωπα. Τα οποία θα αναγνωρίσουμε, μόλις κοιταχτούμε στον καθρέφτη. Τολμάμε να το παραδεχθούμε;