Δημοφιλείς αναρτήσεις

Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2013

Το φιλόξενο λιμάνι της Ν.Δ.


Όταν ο Κωνσταντινος Καραμανλής δήλωνε την πρόθεσή του να συμφιλιωθεί η παράταξη, της οποίας τότε ηγούνταν, με την Αριστερά στην Ελλάδα και να διαρρήξει τους δεσμούς του με το αμαρτωλό παρελθόν της Δεξιάς, πολύς κόσμος σίγουρα θα απογοητεύτηκε, όταν κατά την ορκομωσία της πρώτης κυβερνήσεως Καραμανλή είδαν ανάμεσα στα μέλη της τον πάλαι ποτέ εκλεκτό του παλατιού αλλά και της χούντας, Δημήτριο Μπίτσιο, αλλά και το Σόλωνα Γκίκα.

Για τους νεότερους, ο πρώτος, υφυπουργός Εξωτερικών στην πρώτη κυβέρνηση Καραμανλή αλλά και διευθυντής του πολιτικού γραφείου του βασιλιά και αντιπρόσωπος της Ελλάδος, αρχικά επί προδικτατορικών κυβερνήσεων και μεταγενέστερα επί χούντας, στον Ο.Η.Ε. είχε δηλώσει στα τέλη του '60 ανερυθρίαστα, ότι «ουδείς πολιτικός κρατούμενος υπάρχει εν Ελλάδι», σε μια εποχή που στο Συμβούλιο της Ευρώπης είχαν ήδη φτάσει οι πρώτες καταγγελίες για την ύπαρξη πολιτικών κρατουμένων στη χώρα μας, οι οποίες οδήγησαν αργότερα την Ελλάδα στην αποχώρησή της από αυτό. Ο δεύτερος, υπουργός δημόσιας τάξης την περίοδο 1974-1976 και τακτικός αρθρογράφος του χαλαρά φιλοχουντικού «ΕΛΕΥΘΕΡΟΥ ΚΟΣΜΟΥ» επί επταετίας, δήλωνε, ότι «η επανάστασις (ασχολίαστο!) ήτο προϊόν αδηρίτου εθνικής ανάγκης» και προέτρεπε τον κόσμο να ψηφίσει υπέρ του Συντάγματος του 1968, ενώ είχε και ενεργό ρόλο στη δημιουργία του προδικτατορικού παρακράτους αλλά και μεταπολιτευτικά στην απαλλαγή ή καταδίκη με αστείες ποινές πολλών δικασθέντων αστυνομικών με συμμετοχή σε βασανιστήρια επί χούντας. Δεν αναφέρομαι, φυσικά, στους άνδρες των Σωμάτων Ασφαλείας και τους πάσης φύσεως συνεργάτες της χούντας, που παρέμειναν, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, στις υπηρεσίες τους παρά την αποδεδειγμένη σχέση τους με τους πρωτεργάτες του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967 ή τιμωρήθηκαν με ποινές-χάδια. Η ρήξη με ό,τι θύμιζε παλαιότερα τη Δεξιά, είχε μείνει κενό γράμμα και ο αρχικός ενθουσιασμός είχε παραχωρήσει τη θέση του στη δυσπιστία.

            Αργότερα και, συγκεκριμένα, στα τέλη της δεκαετίας του ’70 άρχισε η απορρόφηση των στελεχών της Εθνικής Παράταξης, ενός εθνικιστικού, φιλοβασιλικού και έντονα αντικομμουνιστικού μορφώματος, κομμάτι του οποίου διατηρούσε άριστες σχέσεις με τους έγκλειστους απριλιανούς και είχε εκλέξει πέντε βουλευτές  στις εκλογές του 1977. Μετά την ψηφοφορία για την ανάδειξη Προέδρου της Δημοκρατίας, το 1980, τέσσερις από τους πέντες βουλευτές μεταγράφτηκαν στη Ν.Δ. Πλέον ήταν ηλίου φαεινότερον, ότι ο κυριότερος εκπρόσωπος της Δεξιάς στην Ελλάδα δεν είχε κανένα ενδοιασμό να στεγάζει πρόσωπα, που δεν έτρεφαν ακριβώς άριστες σχέσεις με το πολίτευμα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.

             Ακολούθησε η περίοδος της προεδρίας του Ευαγγέλου Αβέρωφ, στη διάρκεια της οποίας ιδρύθηκαν οι περιβόητοι «Κένταυροι» και οι «Ρέιντζερς», ομάδες που θύμιζαν έντονα την αλήστου μνήμης προδικτατορική ΕΚΟΦ. Η ηγεσία της Ν.Δ. ελάχιστα ενοχλήθηκε από την παρουσία και το «έργο» των συγκεκριμένων ομάδων και απόδειξη αποτελεί το γεγονός, ότι αρκετά στελέχη τους έγιναν αργότερα υπουργοί. Αποκορύφωμα της δράσης των ομάδων αυτών ήταν η δολοφονία του Νίκου Τεμπονέρα στις αρχές του 1991 από το γνωστό στέλεχος της ΟΝΝΕΔ Πατρών, κ. Ιωάννη Καλαμπόκα, πράξη για την οποία ακόμα και σήμερα αρκετά στελέχη της Ν.Δ. δεν κρύβουν τον ενθουσιασμό τους.

            Επίσης, κανένας δεν μπορεί να ξεχάσει τους βουλευτές της Ν.Δ., που, στα μέσα της δεκαετίας του ’90, περιχαρείς έκαναν δηλώσεις στις τηλεοπτικές κάμερες λίγο πριν την αναχώρησή τους για το Λονδίνο, όπου θα τελούνταν ο γάμος του πρίγκηπα Παύλου μετά της κας. Μαρί Σαντάλ-Μίλλερ. Κοινοβουλευτική δημοκρατία είπατε ; Αβασίλευτη δημοκρατία είπατε;

            Φυσικά, τιμητική θέση στο παρόν κείμενο έχει ο σημερινός πρωθυπουργός. Αρχικά, ως βουλευτής Μεσσηνίας συμμετείχε, με ομάδα ακροδεξιών οπαδών της Ν.Δ., σε επεισόδια στην Καλαμάτα στις αρχές της δεκαετίας του ’80, ενώ μεταγενέστερα, τόσο ως υπουργός εξωτερικών στην κυβέρνηση Μητσοτάκη όσο και ως πρόεδρος της ΠΟΛ.ΑΝ. είχε δώσει ρεσιτάλ εθνικισμού (δεν ήταν ο μόνος, βέβαια), την εποχή της έξαρσης του Μακεδονικού. Αργότερα και ενώ η εκλογική δύναμη της ΠΟΛ.ΑΝ. είχε σβήσει, στήριξε το πασίγνωστο «ΔΙΚΤΥΟ 21», την ίδρυση του οποίου είχε χαρακτηρίσει ως «πολυσήμαντο γεγονός». Από τα πεπραγμένα της συγκεκριμένης ομάδος αξίζει να περιοριστούμε στο ρόλο της στην υπόθεση Οτσαλάν, τις δηλώσεις της περί αποκατάστασης του κύρους των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας αλλά και την προτροπή προς την τότε κυβέρνηση να παρέμβει στο Χόλλυγουντ, για να μην παραχαράσσεται η ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Πρωτοκλασάτα στελέχη της, όπως οι κ.κ. Λαζαρίδης και Κρανιδιώτης, βρίσκονται σήμερα στο πλευρό του κ. Πρωθυπουργού.

            Όπως, λοιπόν, προκύπτει, ο κυριότερος εκπρόσωπος της ελληνικής Δεξιάς ουδέποτε έπαυσε να αποτελεί είτε φυτώριο είτε καταφύγιο ακροδεξιών και ποτέ δεν είδε με σοβαρότητα την προοπτική να αποβάλει όλα εκείνα τα ακραία στοιχεία, που συνέδεσαν το όνομα του συγκεκριμένου πολιτικού χώρου με απόψεις και πρακτικές ελάχιστα συμβατές με τη μοντέρνα δημοκρατία. Όσο σκληρό και αν ακούγεται, η σύμπλευση κεντρώων και κεντροδεξιών με ακροδεξιούς ουδέποτε θεωρήθηκε παράδοξο στη Ν.Δ., με αποτέλεσμα στελέχη με απέχθεια στον ολοκληρωτισμό και αρκετά φιλελεύθερες απόψεις να συνυπάρχουν επί μακρόν με πρόσωπα, τα οποία δεν έκρυβαν τις προτιμήσεις τους σε λιγότερο δημοκρατικές μορφές πολιτεύματος. Ακόμα και οι πιο μετριοπαθείς δεξιοί πρόεδροί της, όπως ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο κ. Κωνσταντίνος Μητσοτάκης αλλά και ο κ. Κωνσταντίνος Καραμανλής (ο νεότερος), απέφυγαν επιμελώς να εκκαθαρίσουν το κόμμα από τα παραπάνω στοιχεία.

            Ήταν επόμενο, λοιπόν, να ανθίσουν, μέσα σε ένα τόσο ευνοϊκό κλίμα αρκετά «λουλούδια» με απέχθεια σε βασικές αρχές της σύγχρονης αστικής δημοκρατίας και συμπεριφορές, που θύμιζαν την προδικτατορική ΕΡΕ, ήτοι συχνά αρρωστημένος αντιαριστερισμός, βίαιες συμπεριφορές εναντίον όσων θεωρούνταν εχθροί της παράταξης (οι Κένταυροι και Ρέιντζερς, που λέγαμε παραπάνω), αναγωγή του έθνους και της πατρίδος σε υπέρτατα αγαθά μη επιδεχόμενα αμφισβήτησης, νοσταλγία για το παρελθόν και δη την εποχή εκείνη, που η Δεξιά τρομοκρατούσε όσους θεωρούσε ασυμβίβαστους με την κοσμοθεωρία της ή, ακόμα χειρότερα, εποχές, που η χώρα βρίσκόταν στο γύψο. Ήταν, επίσης, επόμενο να βρουν καταφύγιο πολιτικά πρόσωπα προερχόμενα από την ακροδεξιά, καθόσον εγνώριζαν, ότι οι πολιτικές απόψεις τους θα ήταν ευπρόσδεκτες και, σε κάθε περίπτωση, δεν θα συγκέντρωναν ιδιαίτερη εχθρότητα. Οι πρώην βουλευτές του ΛΑ.Ο.Σ., κ.κ. Γεωργιάδης, Βορίδης και Πλεύρης ήταν ενδεικτικές περιπτώσεις της φιλοξενίας, που προσέφερε τη Ν.Δ. σε ανθρώπους, οι οποίοι κάποτε είτε κυνηγούσαν με αυτοσχέδια τσεκούρια αντιφρονούντες είτε πρότειναν στη Βουλή τη στείρωση όσων καταδικάζονταν για παιδεραστία.

            Ας μη μας προκαλούν εντύπωση οι κορώνες του κ. Κρανιδιώτη ή οι δηλώσεις των κ.κ. Πολύδωρα και Μπαλτάκου περί ενδεχομένου συμμαχίας της Ν.Δ. με τη Χρυσή Αυγή! Ούτε υπάρχει λόγος να τις θεωρούμε ασύμβατες με ό,τι, δήθεν, είχε στο μυαλό του είτε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είτε ο σημερινός νέστορας της πολιτικής, κ. Κωνσταντίνος Μητσοτάκης. Ουδέποτε τόσο ο ιδρυτής της Ν.Δ. όσο και οι επίγονοί του είχαν την πρόθεση να διαμορφώσουν ένα κεντροδεξιό ή έστω σύγχρονο δεξιό κόμμα, στο οποίο δεν θα είχαν θέση ακραία στοιχεία παρά προτίμησαν να κάνουν τα στραβά μάτια στην είσοδο και παραμονή τέτοιων στοιχείων στο κόμμα τους έστω για ψηφοθηρικούς λόγους. Μια ματιά στην ιστορία του κόμματος αυτού θα σας πείσει.

Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2013

Ποιός νοιάζεται για τους Ρομά;

Ο δάσκαλός μου στις τελευταίες τάξεις του Δημοτικού μας είχε διηγηθεί την ιστορία με τους "γύφτους", που έφτιαξαν τα καρφιά, με τα οποία σταύρωσαν το Χριστό. Την είχε, μάλιστα, επαναλάβει άλλες 4-5 φορές, για να την εμπεδώσουμε, και εμείς κάθε φορά κατανεύαμε φρικαρισμένοι. Φυσικά, εκείνη την εποχή κανένας μας δεν είχε διαμορφώσει την κατάλληλη αντίληψη, ώστε να ρωτήσει τον, μακαρίτη πλέον, δάσκαλό μας, πως στην ευχή είχαν βρεθεί Ρομά στην Ιουδαία της ρωμαϊκής εποχής και γιατί οι Ρομά της σύγχρονης εποχής ευθύνονται για τα υποτιθέμενα κρίματα ενός προγόνου τους. Ποιός από εμάς θα τολμούσε, άραγε, να αμφισβητήσει τότε τον άνθρωπο, που στα παιδικά μάτια μας αποτελούσε την επιτομή της γνώσης;
Η ιστορία της 4χρονης Μαρίας από τον καταυλισμό των Φαρσάλων μου θύμισε αυτή την ιστορία και τον αντίκτυπό της στην ελληνική κοινωνία. Δεν πιστεύω, ότι η παραπάνω ιστορία αποτελούσε έμπνευση του παραπάνω εκπαιδευτικού. Άλλωστε, στην Ελλάδα υπάρχει μια μακρά παράδοση στις προκαταλήψεις απέναντι σε όσους είναι διαφορετικοί. Έτσι, λοιπόν, στο παρελθόν οι παλιοί διηγούνταν στους νεότερους, ότι οι Εβραίοι άρπαζαν παιδιά, για να τους πάρουν το αίμα, ή ότι οι Ιεχωβάδες έχουν χριστιανικές εικόνες κάτω από τα χαλιά τους, ώστε να τις πατήσουν οι ευσεβείς χριστιανοί, όταν επισκεφτούν τα σπίτια  τους. Γιατί, λοιπόν, να γλυτώσουν οι καταφρονεμένοι Ρομά από το μένος μιας απαίδευτης και μισαλλόδοξης κοινωνίας;
Δεν παύει να προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι οι προκαταλήψεις του μεγαλύτερου κομματιού της ελληνικής κοινωνίας για τους Ρομά παραμένουν βαθιά ριζωμένες. Η ιστορία της 4χρονης Μαρίας ήταν η αφορμή, για να βγουν ξανά στην επιφάνεια. Έτσι, λοιπόν, από την περασμένη Παρασκευή κυριαρχεί η αντίληψη, ότι οι Ρομά έχουν ροπή στο έγκλημα, δέρνουν τα παιδιά τους και τα εμποδίζουν να πάνε σχολείο, κλέβουν ό,τι βρουν μπροστά τους και είναι τεμπέληδες ολκής. Μη ρωτήσετε, αν έγινε κάποια σοβαρή και με επιστημονικά κριτήρια έρευνα από τους υποστηρικτές αυτής της άποψης! Το πιο πιθανό είναι, ότι θα εισπράξετε την απάντηση, ότι "το λέει όλος ο κόσμος" ή "άνοιξε τα στραβά σου και κοίτα, πόσοι από δαύτους έχουν συλληφθεί για κάθε είδους έγκλημα".
Κανένας από τους παραπάνω συμπολίτες μας δεν ενδιαφέρεται να μάθει, υπό ποιες συνθήκες μεγαλώνουν οι περισσότεροι Ρομά στη χώρα μας, αν έχουν πρόσβαση στη δημόσια εκπαίδευση, όταν, βέβαια, δεν προκύπτουν αντιδράσεις ορισμένων γονέων των λαϊκών (μη Ρομά, δηλαδή) παιδιών, όπως συνέβη προ ετών στο Εξαμίλι αλλά και πιο πρόσφατα στο Χαλάνδρι, αν έχουν ευκαιρίες έχουν να τελειώσουν το σχολείο και ποια πρόσβαση έχουν μετά στην αγορά εργασίας. Ούτε, βέβαια, ενοχλείται κάποιος από τους παραπάνω συμπολίτες μας, αν οι Έλληνες Ρομά αντιμετωπίζουν πληθώρα διακρίσεων παντού ή αν γίνονται οι πρώτοι, που συλλαμβάνονται και κατηγορούνται για οποιοδήποτε αδίκημα, ή αν αντιμετωπίζονται σε κάθε δημόσια υπηρεσία ως πολίτες Β' κατηγορίας.
Μα εισπράττουν ένα σωρό χρήματα από το κράτος και δεν τα αξιοποιούν σωστά, ενώ υπάρχουν και αρκετά ευεργετικά γι' αυτούς μέτρα, θα απαντήσει κάποιος. Κατ' αρχάς, η χρηματοδότηση μιας κοινωνικής ομάδος με ανύπαρκτο μορφωτικό επίπεδο δεν οδηγεί στη βελτίωση της καθημερινότητάς της, αν αυτή η ομάδα δεν διαθέτει το αναγκαίο υπόβαθρο για την αξιοποίηση αυτών των βοηθημάτων. Περαιτέρω, δεν πρέπει να μας διαφεύγει, ότι ένα πολύ μεγάλο ποσοστό αυτών των ανθρώπων ζουν σε συγκεκριμένες περιοχές - γκέττο, συνεπεία της φτώχειας και του αποκλεισμού τους από την εκπαίδευση και την αγορά εργασίας, οπότε τα οικονομικά βοηθήματα δεν βοηθούν πουθενά.
Φυσικά, κανένας δεν αρνείται, ότι υπάρχουν Έλληνες Ρομά με πλούσιο ποινικό μητρώο, πλην, όμως, θα ήταν τουλάχιστον άστοχο να μιλήσει κανείς για φυσική προδιάθεση της συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδος στο έγκλημα. Στην πραγματικότητα, ο Έλληνας Ρομά, που ζει σε μια υποβαθμισμένη περιοχή και δεν έχει τη δυνατότητα να παρακολουθήσει σχολείο και αργότερα να ανεύρει μια αξιοπρεπή εργασία, έχει τις ίδιες πιθανότητες να επιδείξει παραβατική συμπεριφορά με τον Έλληνα λαϊκό, ο οποίος ζει σε μια εξίσου υποβαθμισμένη περιοχή, δεν πηγαίνει σχολείο και αδυνατεί να ανεύρει μια αξιοπρεπή εργασία. Αυτό, που σπρώχνει ένα άνθρωπο στο έγκλημα, δεν είναι οι καταβολές του αλλά το περιβάλλον όπου ζει. Οι περιοχές - γκέττο, όπου ζουν οι περισσότεροι Ρομά στη χώρα μας, είναι γειτονιές χωρίς την παραμικρή υποδομή, ξεχασμένες από το ελληνικό κράτος και μαστιζόμενες από φτώχεια και πρωτοφανή βία. Σε ένα τέτοιο κλίμα, είναι πολύ δύσκολο να ξεφύγει κανείς από μια προδιαγεγραμμένη αρνητική πορεία. Αν κάνουμε τις συγκρίσεις με τους κατοίκους των γκέττο των αμερικανικών (και όχι μόνο αυτών) μεγαλουπόλεων, θα κατανοήσουμε, πόσο δύσκολο είναι για ένα άνθρωπο, αποκλεισμένο πρακτικά απ' όσα οι περισσότεροι λαϊκοί απολαμβάνουμε, να μην καταλήξει άλλος ένα στιγματισμένο και σεσημασμένο στις αρχές πρόσωπο.
 Θα ήταν πολύ εύκολο να μιμηθεί η χώρα μας μοντέλα ενσωμάτωσης των Ρομά στην κοινωνία, τα οποία ακολούθησαν δυτικοευρωπαϊκές χώρες π.χ. η Σουηδία, ώστε να δώσει ένα τέλος στις διακρίσεις σε βάρος τους στην Ελλάδα. Αλλά προφανώς η αντιμετώπιση των προβλημάτων της συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδος δεν εντάσσεται στις προτεραιότητες του ελληνικού κράτους. Συνεπώς, αναπόφευκτα πολύ σύντομα θα ξαναδούμε πηχιαία ρεπορτάζ για εγκληματίες Ρομά, θα ξανακούσουμε κραυγές για τη, δήθεν, έξη τους στην παρανομία και τη φυγοπονία και πολλά άλλα συναφή. Μετά, θα αφεθούν ξανά στη μοίρα τους, μέχρι το επόμενο έγκλημα κάποιου εξ αυτών, που θα τους επαναφέρει στην επικαιρότητα κ.ο.κ.

Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2013

Το λάθος του κ. Ρουπακιώτη

Βγήκε στην τηλεόραση ο πρώην υπουργός δικαιοσύνης, κ. Ρουπακιώτης, και δήλωσε, ότι "η κυβέρνηση πιεζόταν. Οι ελληνοεβραϊκές οργανώσεις ήρθαν εδώ στο υπουργείο Δικαιοσύνης κατ' επανάληψη και σε άλλα υποργεια. Οι αμερικανοελληνικές εβραϊκές οργανώσεις ήρθαν στο Υπουργείο. Τι κάνετε; Ο πρόεδρος και κύριος πρωθυπουργός πήγε στην Αμερική και θα τους έβλεπε. Και εκεί υπάρχουν λόμπις, Υπάρχουν διαπλοκές. Υπάρχουν διασυνδέσεις. Κάτι πρέπει να τους πει."
Με το καλημέρα, το Διαδίκτυο έπιασε φωτιά και, ως είθισται, δημιουργήθηκαν διάφορα στρατόπεδα. Το ένα υποστήριξε, ότι ο κ. Ρουπακιώτης ασπάζεται θεωρίες συνωμοσίας και δη αυτή, που θέλει τους Εβραίους να αποφασίζουν για τα πάντα στη χώρα μας (ξέρετε, η περιβόητη Δήλωση Κίσσινγκερ κ.λπ.) και είναι ιδιαίτερα δημοφιλής στη χώρα μας. Το άλλο δήλωσε, ότι ο κ. Ρουπακιώτης είπε την αλήθεια. Ξεκαθαρίζω, ότι λατρεύω την πολυφωνία και θεωρώ απόλυτα θεμιτή την έκφραση διαφορετικών απόψεων.
Ξεκινώ με το πραγματικό γεγονός της ανησυχίας της Ε.Ε. και των φορέων αυτής αλλά και πολλών ανθρωπιστικών οργανώσεων στον κόσμο για την άνοδο της Χ.Α. στη χώρα μας. Δεν είναι λίγο, άλλωστε, να εισέρχεται σε κοινοβούλιο ευρωπαϊκής χώρας ένα ανοικτά νεοναζιστικό κόμμα σε μια δοκιμασμένη από το Β' Π.Π. ήπειρο και ένα χρόνο μετά τις τελευταίες εκλογές στη χώρα αυτή να έχει διπλασιάσει τα ποσοστά του. Η Έκθεση Μούιζνιεκς προ μερικών μηνών έκανε ευθεία αναφορά στην αύξηση των εγκλημάτων μίσους και στον ολοένα περισσότερο εμφανιζόμενο λόγο μίσους, χωρίς να κρύβει, ότι θεωρεί τη Χ.Α. υπεύθυνη και για τα δύο. Ανάλογες παρατηρήσεις έχουν υποβάλει και άλλοι οργανισμοί και χώρες και από τους ίδιους οργανισμούς και χώρες δεν έχουν λείψει οι παραινέσεις προς την κυβέρνηση να προβεί στη λήψη των απαραίτητων μέτρων για την πάταξη της δράσης της Χ.Α.
Ωστόσο, υπάρχει μια παγία αρχή στο διάλογο, σύμφωνα με την οποία ο υποστηρικτής ενός επιχειρήματος οφείλει να παράσχει τις απαιτούμενες αποδείξεις, για τη βασιμότητα αυτού. Ο κ. Ρουπακιώτης, δικηγόρος στο επάγγελμα, γνωρίζει αυτό τον κανόνα καλύτερο από τον περισσότερο κόσμο και ώφειλε να τον σεβαστεί. Αλλά απέφυγε επιμελώς να προσκομίσει οποιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο. Στο επίμαχο βίντεο δεν επικαλείται κανένα σχετικό δημοσίευμα και κανένα έγγραφο ή ρεπορτάζ. Τίποτα, απολύτως!
Έπειτα, η ειδική αναφορά του κ. Ρουπακιώτη στις αμερικανοεβραϊκές οργανώσεις, στις οποίες ο κ. Πρωθυπουργός "κάτι έπρεπε να πει", χτύπησε πολύ άσχημα, διότι με αυτό τον τρόπο, έθεσε σε κίνηση τα αντισημιτικά αντανακλαστικά μιας κοινωνίας, το μεγαλύτερο κομμάτι της οποίας είναι βαθιά πεπεισμένο, ότι οι Εβραίοι κάνουν το πραγματικό κουμάντο στην Ελλάδα. Με τον τρόπο, που επέλεξε ο κ. Ρουπακιώτης, ουσιαστικά απομόνωσε τις αμερικανοεβραϊκές οργανώσεις από το σύνολο των ξένων χωρών και οργανισμών, που έχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον για την άνοδο της Χ.Α. και έχουν ζητήσει από την ελληνική κυβέρνηση να λάβει τα απαιτούμενα μέτρα για την αντιμετώπισή της, και ενεφάνισε την ελληνική κυβέρνηση ως ενεργούσα κατόπιν υποδείξεων και διαμαρτυριών των αμερικανοεβραϊκών οργανώσεων, όταν, στην πραγματικότητα, υπήρξαν υποδείξεις και διαμαρτυρίες από πάρα πολλές χώρες και οργανισμούς για το ίδιο θέμα, χωρίς κανένας να αποκλείει το ενδεχόμενο να ξύπνησε από μόνη της η ελληνική κυβέρνηση και να αποφάσισε, επιτέλους, να βάλει χέρι στο εν λόγω κόμμα, δραττόμενη της ευκαιρίας της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα..
Θα ρωτήσετε, αν είναι τόσο κακό, να παραδεχθούμε, ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις κινούνται για την επίλυση ορισμένων θεμάτων μόνο κατόπιν προτροπής από τα ξένα. Όχι, δεν είναι κακό. Δυστυχώς, στην πραγματικότητα η χώρα μας έχει κινηθεί για την αντιμετώπιση πολλών θεμάτων μόνο κατόπιν προτροπής (για να το θέσω κομψά) από τους ξένους και, συνήθως, με την απειλή προστίμου, το οποίο κάποιες φορές πρώτα πλήρωσε και μετά αποφάσισε να λάβει μέτρα. Ωστόσο, μεγάλη βαρύτητα έχει τόσο ο τρόπος, που εκφράστηκε ο κ. Ρουπακιώτης, όσο και η χρονική στιγμή, που επέλεξε να εκφραστεί ως ανωτέρω. Ήδη έγινε αναφορά στην ειδική μνεία του κ. Ρουπακιώτη στις αμερικανοεβραϊκές οργανώσεις, εις τρόπον ώστε να φαίνεται, ότι η ελληνική κυβέρνηση ενέργησε κατόπιν αποκλειστικά δικών τους ενεργειών. Η παραπάνω αναφορά έλαβε χώρα σε μια εποχή, που ο ρατσισμός στην Ελλάδα χτυπάει κόκκινο και ο αντισημιτισμός λαμβάνει τεράστιες διαστάσεις. Όταν, λοιπόν, την τελευταία τριετία έχουν τεράστια πέραση οι θεωρίες, σύμφωνα με τις οποίες οι ξένοι κυβερνούν την Ελλάδα και η παραδοσιακή άποψη, ότι "οι Εβραίοι κρύβονται πίσω απ' όλα", έχει ενισχυθεί, ένας πρώην υπουργός δικαιοσύνης, ο οποίος προέρχεται από την Αριστερά και δη από την παλαιά και πιο μορφωμένη φουρνιά αυτής, οπότε υποτίθεται, ότι έχει μάθει να επιλέγει προσεκτικά τα λόγια του, οφείλει να είναι περισσότερο προσεκτικός, όταν εκφράζεται δημοσίως, ώστε να μην γεννώνται παρεξηγήσεις.
Μα είναι δυνατό να ασχολούμαστε με ένα τόσο ασήμαντο θέμα στις μέρες μας, θα αναρωτηθείτε. Η απάντηση είναι, ότι πρέπει να ασχοληθούμε και με αυτό, διότι τονώνει την κάθε άλλο παρά μη δημοφιλή αντισημιτική ρητορεία στις μέρες μας. Ήδη η επίμαχη ρήση του κ. Ρουπακιώτη φιγουράρει στον ιστότοπο της Χ.Α. αλλά και σε άλλους εθνικιστικούς ιστοτόπους σε ύφος "τα λέγαμε εμείς", ενισχύοντας ζημιογόνες συμπεριφορές. Συνεπώς, η ενασχόληση με αυτή και η εντεύθεν κριτική είναι επιβεβλημένες.
Προφανώς δεν είναι στις προθέσεις του γράφοντος να βαφτίσει ρατσιστή ένα πρώην υπουργό, που  πιστώθηκε με την αποτυχία του αντιρατσιστικού νομοσχεδίου, χωρίς να φταίει ο ίδιος. Ωστόσο, ακριβώς επειδή δεν επρόκειτο για κάποιο αμόρφωτο πολιτικάντη από αυτούς, που αφθονούν στην ελληνική ιστορία, περίμενα από το εν λόγω πρόσωπο να είναι περισσότερο προσεκτικός στα λόγια του και να μη δίνει τροφή στους εν Ελλάδι συνωμοσιολόγους.