Ήταν στις αρχές της δεκαετίας του '90, όταν είδα την ταινία "Κραυγές στη σιωπή". Ήταν μια εποχή, που το νέο ύφος των νεοσύστατων τότε ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών μάγευαν όσους από μας είμαστε αρκετά μεγάλοι την εποχή της απόλυτης κυριαρχίας της δημόσιας τηλεόρασης και δεν περνούσε ελεύθερη στιγμή μπροστά από την τηλεόραση χωρίς να είμαστε συντονισμένοι μπροστά από κάποιο ιδιωτικό τηλεοπτικό σταθμό. Η δημόσια τηλεόραση τα είχε χρειαστεί για τα καλά τότε. Προσπαθούσε να κρατήσεις κοινό προβάλλοντας ταινίες περισσότερο "ψαγμένες", τις οποίες, όμως, ένα νεανικό μυαλό εκείνης της εποχής, σαν το δικό μου, δεν μπορούσε πάντα να συλλάβει.
Ώσπου αποφάσισα να παρακολουθήσω μια από αυτές. Και ήταν η ταινία "Κραυγές στη σιωπή", η οποία διηγούνταν την περιπέτεια ενός δημοσιογράφου από την Καμπότζη στα μέσα της δεκαετίας του'70, όταν οι συγκρούσεις των πιστών στο βασιλιά αυτής της χώρας δυνάμεων με τους Ερυθρούς Χμερ (κομμουνιστές αντάρτες) είχαν πάρει τέλος προς όφελος των τελευταίων, οι οποίοι και προέλαυναν προς την πρωτεύουσα Πνομ Πενχ. Ένας αμερικάνος δημοσιογράφος, ο οποίος είχε σταλεί στη χώρα αυτή για να καλύψει τον πόλεμο αυτό συνδέεται με δυνατή φιλία με ένα ντόπιο φωτογράφο-δημοσιογράφο, τον Ντιθ Πραν, τον οποίο, κατά την αποχώρηση όλων των δυτικών από την Πνομ Πενχ αποπειράται να πάρει μαζί του. Μαζί με την οικογένειά του. Πράγματι, καταφέρνει να σώσει την οικογένειά του αλλά όχι και τον ίδιο, ο οποίος ξεμένει σε μια χώρα έρμαιο των διαθέσεων των Ερυθρών Χμερ.
Την ιστορία της χώρα αυτής στα χρόνια της κυριαρχία των Ερυθρών Χμερ ελάχιστοι την γνωρίζουν. Κατά το χρονικό διάστημα 1975-1979 η χώρα αυτή κλείστηκε στα σύνορά της και επέτρεψε σε έναν άνθρωπο, τον Πολ Ποτ (ψευδώνυμο του Σαλόθ Σαρ, 1925-1998), ο οποίος ηγούνταν των Ερυθρών Χμερ, να τη μετατρέψει σε ένα απέραντο στρατόπεδο καταναγκαστικής αγροτικής εργασίας. Οι πόλεις άδειασαν δια της βίας από τον πληθυσμό τους, ο οποίος μεταφέρθηκε σε αγροκτήματα κρατικά, όπου εξαναγκάστηκαν σε πολύωρη εργασία στους αγρούς κάτω από τις πλέον αντίξοες συνθήκες. Η αιτιολογία ήταν ότι ο αστικός πληθυσμός της Καμπότζης δεν ήταν αρκετά μεγάλος, ώστε να δημιουργηθεί μέσα από αυτόν η εργατική τάξη, που ευαγγελιζόταν ο Μάρξ. Επηρεασμένοι από τις ιδέες του Μάο Τσε Τουνγκ, ο οποίος είχε εμπνευστεί την ιδέα ότι η μόνη πραγματική εργατική τάξη είναι αυτή των αγροτών, θεωρία, την οποία και εφάρμοσε κατά τη διάρκεια της Πολιτιστικής Επανάστασης (1966-1976), χωρίς, όμω,ς να αδειάσει τις όχι και λίγες πόλεις της επικράτειάς του, οι Ερυθροί Χμερ εξιδανίκευσαν τη ζωή στους αγρούς, τη μετέτρεψαν σε βάση του πολιτεύματός τους και εκκένωσαν τις πόλεις της Καμπότζης, οι οποίες σύντομα μετετράπησαν σε πόλεις-φαντάσματα. Φυσικά, οι κάοτικοι των πόλεων χαρακτηρίστηκαν συλλήβδην ως αστοί, ακόμα και αν ανήκαν στα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα, που συσσωρεύονταν στις πόλεις της Καμπότζης αναζητώντας ένα καλύτερο αύριο και υπέστησαν τα πάνδεινα από τους Ερυθρούς Χμερ. Η μερίδα τροφής, που τους αναλογούσε, ήταν δύο μπωλ σούπας ρυζιού την ημέρα. Αν λάβουμε υπόψη ότι οι Ερυθροί Χμερ θεωρούσαν ότι για τη σύσταση της κοινωνίας, που ευαγγελίζονταν, αρκούσαν 1 έως 2 εκατομμύρια άνθρωποι και ο τότε πληθυσμός της Καμπότζης ανήρχετο σε 7, περίπου, εκατομμύρια ανθρώπους, τότε αντιλαμβάνεται κανείς το μέγεθος της απανθρωπιάς του επιτελείου του Πολ Ποτ. Όπως μπορεί εύκολα να αντιληφθεί κανείς πόσο γρήγορα άρχισαν να πεθαίνουν από την ασιτία και τις οικτρές συνθήκες διαβίωσης οι χιλιάδες ξεριζωμένοι "αστικοί εχθροί" του καθεστώτος.
Πολιτικοί του παλαιού καθεστώτος, οι οποίοι δεν είχαν προλάβει να εγκαταλείψουν τη χώρα, όταν κατέρρευσε το καθεστώς του βασιλιά Νοροντόμ Σιχανούκ, υπάλληλοι της κυβέρνησής του, ελεύθεροι επαγγελματίες, έμποροι και άλλοι χαρακτηρίστηκαν ως ταξικοί εχθροί και εκτελέστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες. Η κατοχή περιουσιακών στοιχείων απαγορεύτηκε και η κατοχή ειδών, που θεωρούνταν πολυτελή, όπως ένα ρολόι χειρός, αποτελούσαν μια καλή δικαιολογία για να εγκαταλείψει κανείς μια ώρα αρχύτερα τον κόσμο αυτό. Οι διανοούμενοι χαρακτηρίστηκαν εχθροί του νέου καθεστώτος και είχαν και αυτοί την τύχη των ταξικών εχθρών. Αρκούσε, μάλιστα, να φέρεις δυτικότροπα γυαλιά για να εκτελεστείς με συνοπτικές διαδικασίες. Και επειδή τα όπλα και τα πολεμοφόδια του καθεστώτος των Ερυθρών Χμερ δεν υπήρχαν σε περίσσευμα, οι εκτελέσεις γίνονταν με σιδερένιες βέργες, με τις οποίες έπλητταν επανειλημμένως όσα πρόσωπα είχαν χαρακτηρίσει ως αναλώσιμα (προσάπτοντας κάποια από τις παραπάνω κατηγορίες) μέχρι να τους αφαιρέσουν τη ζωή και στη συνέχεια, τους έθαβαν σε τάφους, τους οποίους είχαν νωρίτερα σκάψει οι ίδιοι οι μελλοθάνατοι. Φυσικά, το ενδεχόμενο να ταφεί κανείς χωρίς να έχει παραδώσει το πνεύμα δεν αποτελούσε κώλυμα ταφής. Ο βαρύτατα τραυματισθείς είχε την ίδια τύχη με τους ήδη μεταστάντες συγκατηγορουμένους του.
Πριν, ακόμα, από την εκτέλεσή τους οι μελλοθάνατοι φωτογραφίζονταν από συνεργείο των Ερυθρών Χμερ. Χιλιάδες από τις φωτογραφίες αυτές έπεσαν στα χέρια ανθρωπιστικών οργανώσεων, μετά την πτώση του καθεστώτος του Πολ Ποτ και ξεκίνησε μια διαδικασία αναγνώρισής τους από τους επιζώντες συγγενείς τους.
Ο ακριβής αριθμός των νεκρών του απάνθρωπου αυτού καθεστώτος δεν είναι ακριβής. Κυμαίνεται από 750.000 ζωές και φτάνει έως το 1,7 εκατομμύρια ζωές, δηλαδή το 1/3 του πληθυσμού. Η τακτική των Ερυθρών Χμερ πριν, ακόμα, επικρατήσουν σε όλη την Καμπότζη, ήταν να εκκενώνουν τις πόλεις και τα χωρία, που κατελάμβαναν και να στέλνουν τον πληθυσμό τους στα στρατοπεδά τους, τα οποία βρίσκονταν βαθειά μέσα στη ζούγκλα. Αυτοί οι άνθρωποι κυριολεκτικά χάνονταν από προσώπου γης και ελάχιστοι από αυτούς επέζησαν χωρίς και αυτοί να μπορούν να βεβαιώσουν τι απέγιναν οι υπόλοιποι ή που είναι θαμμένοι.
Ο Ντιθ Πραν επέζησε, άγνωστο πως και ούτε ενδιαφέρει. Κατάφερε να δραπετεύσει από το στρατόπεδο, όπου ήταν κλεισμένος και διέφυγε από τη χώρα βρίσκοντας καταφύγιο σε στρατόπεδο υποδοχής προσφύγων στην Ταϋλάνδη. Αργότερα, έφτασε στις Η.Π.Α., όπου ήταν εγκατεστημένη η οικογένειά του, και έζησε εκεί το υπόλοιπο της ζωής του, λαμβάνοντας το χρίσμα του πρεσβευτή καλής θελήσεως της Ύπατης Αρμοστείας του Ο.Η.Ε. για τους πρόσφυγες και ιδρύοντας αργότερα οργάνωση για τη διατήρηση της μνήμης του Ολοκαυτώματος της Καμπότζης, ενώ εργάστηκε ως φωτορεπόρτερ στους Τάιμς της Νέας Υόρκης.
Στις περισσότερες χώρες του κόσμου το δράμα της Καμπότζης δεν έγινε ποτέ γνωστό παρά σε μια χούφτα ανθρώπους, που αγωνίζονταν για την προστασία των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Στη χώρα μας, το δράμα αυτό έμεινε στην αφάνεια. Ίσως έφταιξε το γεγονός ότι τα πρόσωπα, που δρούσαν σε οργανώσεις για την προστασία των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, είχαν μια μάλλον επιλεκτική ευαισθησία σε ό,τι αφορά τις ομάδες εκείνες, που έχρηζαν προστασίας. Η ήδη υφιστάμενη τότε διαμαρτυρία τους για τον αποκλεισμό της Κούβας, για τα ανθρώπινα δικαιώματα και την πολιτική κατάσταση στην Κεντρική και Λατινική Αμερική, οι πορείες για την Παλαιστίνη ήταν απόλυτα λογικές ενέργειες ανθρώπων, που θέλουν να εμφανίζονται ευαισθητοποιημένοι σε θέματα ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, πλην, όμως, η επιλεκτική αυτή ευασθητοποίηση έδωσε λαβή σε πλείστους όσους επικριτές τους να υποστηρίξουν ότι η ευαισθησία περίσσευε, όταν άνθρωποι σε όλη τη γη υπέφεραν εξαιτίας της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής αλλά απουσίαζε, όταν οι Ερυθροί Χμερ, που προφανώς δεν υποκινούνταν από τις Η.Π.Α., εξολόθρευαν τους "αντιφρονούντες" της Καμπότζης. Για φανταστείτε σε μια χώρα το 1/3 να χαρακτηρίζεται έτσι! Έτσι, το μονοπώλιο της προστασίας των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων από ανθρώπους με συγκεκριμένους προσανατολισμούς μας αφαίρεσε το δικαίωμα να μάθουμε νωρίτερα αλλά και πληρέστερα τι διαδραματίστηκε στην πολύπαθη αυτή χώρα.
Όλα αυτά τα θυμήθηκα σήμερα, όταν διάβασα ότι ο Ντιθ Πραν έφυγε από τη ζωή στις 30-3-2008 χτυπημένος από την επάρατη νόσο. Ήταν ένας από τους επιζώντες μιας φρίκης και οι εμπειρίες του αποτυπώθηκαν στην ταινία "Κραυγές στη σιωπή". Ο αγγλικός τίτλος της ταινίας είναι "KILLING FIELDS" και με αυτόν ο Ντιθ Πραν εννοούσε τους χώρους, όπου οι ανεπιθύμητοι του καθεστώτος του Πολ Πολ εκτελούνταν με συνοπτικές διαδικασίες. Και θεωρώ ότι ο Ντιθ Πραν είναι ένας άνθρωπος, που η περιπέτειά του στο απάνθρωπο καθεστώς του Πολ Ποτ μπορεί να αποτελέσει ένα καλό παράδειγμα για το τι πραγματικά λαμβάνει χώρα στους παραδείσους των διαφόρων συχνά σωτήρων του κόσμου μας. Και άνθρωποι με τέτοιες περιπέτειες υπάρχουν πολλοί, πάρα πολλοί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου