Στην αρχή του νεοελληνικού κράτους και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '60, η πλειονότητα των υπηκόων του ζούσε στην επαρχία. Εκεί αναπτύχθηκαν οι βασικές κοινωνικές δομές της χώρας μας και εκεί ο κόσμος έμαθε και συνήθισε σε συγκεκριμένες νόρμες συμπεριφοράς, οι οποίες, όπως ήταν φυσικό, είχαν παγιωθεί επί σειρά αιώνων και είχαν μετατραπεί τρόπο τινά σε κοινωνικά θέσφατα, τα οποία ουδείς διανοούνταν να αγνοήσει πολλώ δε μάλλον να τροποποιήσει. Οι συνέπειες της όποιας παρέκλισης από αυτές ήταν συχνά τραγικές στις μικρές κοινότητες των Ελλήνων, οι οποίες δεν γνωρίζω, αν φτιάχουν άλλο γαλαξία, κατά το γνωστό στίχο του κ. Διονύση Σαββόπουλου, αλλά σίγουρα δημιουργούν τις ιδανικές προϋποθέσεις για εγκλεισμό στο τρελλάδικο όσων επιθυμούσαν, ιδίως στο παρελθόν, να αποστασιοποιηθούν από τις κοινωνικές αυτές σταθερές.
Μια ελπίδα να αλλάξει αυτή η κατάσταση αποτέλεσε αφενός η επαφή συγκεκριμένων αστικών κέντρων της χώρας μας με το εξωτερικό αφετέρου η αστυφιλία ως φαινόμενο, που διογκώθηκε από τη δεκαετία του '50 μέχρι και σήμερα. Στα μέσα του 19ου αιώνα υπήρξαν κάποια αστικά κέντρα, όπως η Ερμούπολη και η Πάτρα, που χάρη στην οικονομική τους ανάπτυξη και την επαφή τους με τα πάσης φύσεως ρεύματα, που επικρατούσαν τότε στην Ευρώπη και στο λεγόμενο ανεπτυγμένο κόσμο, πέτυχαν να δημιουργήσουν μια μικρή αστική τάξη με συνήθειες διαφορετικές, σε σημαντικό βαθμό, από τις επικρατούσες στην υπόλοιπη Ελλάδα. Η οικονομική παρακμή των παραπάνω κέντρων οδήγησε στο βαθμιαίο αφανισμό της τάξης αυτής. Η δε αστυφιλία περιορίστηκε στη συσσώρευση μεγάλων μαζών αγροτικού πληθυσμού σε συγκεκριμένα αστικά κέντρα χωρίς ποτέ να συνοδευτεί από ανάλογη ανάπτυξη μιας αστικής ταξικής συνείδησης.
Πολύς κόσμος μπερδεύει την έννοια "αστική τάξη" με την έννοια "κρατούσα τάξη". Πρόκειται για δύο διαφορετικές καταστάσεις, όπου η πρώτη αφορά πρόσωπα με ξεχωριστή κουλτούρα με πνευματικό βάθος, από την οποία έχουν εξοβελιστεί όλα τα επαρχιακά σύνδρομα, και, επίσης, σταθερή προσήλωση στην πρόοδο και την ανάπτυξη της χώρας χωρίς τη συνδρομή κρατικών, οικονομικής φύσεως, δεκανικιών, ενώ η δεύτερη αφορά την ομάδα προσώπων, που ασκεί εξουσία χωρίς να διαθέτει απαραίτητα αστική συνείδηση. Στην Ελλάδα, υπάρχει μια τάξη εξουσιαστών, η οποία νέμεται την εξουσία με τρόπο αμφιλεγόμενο, αφού οι ρυθμοί προόδου της χώρας παραμένουν πολύ χαμηλοί, ώστε να υποστηρίξει κανείς, ότι η τάξη αυτή προωθεί τα εν γένει οικονομικά συμφέροντα της χώρας - δεν αναφέρομαι στα οικονομικά συμφέροντα μόνο μιας κάστας εκλεκτών - και συντελεί στην άνοδο του εν γένει επιπέδου του πληθυσμού της χώρας μας. Το δε μορφωτικό της επίπεδο συχνά εξαντλείται στην απόκτηση και παράθεση προς εντυπωσιασμό μιας αράδας πτυχίων, μεταπτυχιακών και διδακτορικών τίτλων, οι οποίοι εξασφαλίζουν, υπό προϋποθέσεις πάντοτε, μια επιστημονική και επαγγελματική κατάρτιση αλλά επ' ουδενί λόγω καθιστούν τους κατόχους τους μορφωμένους ούτε συντελούν στη διαμόρφωση εκ μέρους τους μιας συνείδησης, η οποία να ξεφεύγει από την επιστημονική κλίκα ή το επαγγελματικό συνάφι, στο οποίο ανήκουν, και να εξελίσσεται σε ένα επίπεδο πέρα από στενές αντιλήψεις. Σε πολιτιστικό επίπεδο ελάχιστοι είναι εκείνοι οι κρατούντες, οι οποίοι έχουν κάποιο πνευματικό βάθος και δεν εξαντλούνται σε μιμήσεις κακεκτύπων εξ Εσπερίας ή σε παρακολούθηση πολιτιστικών δρώμενων, τα οποία αποτελούν κοσμικό γεγονός, λόγω του ονόματος του πρωταγωνιστή τους, και απλά αυτοί παρίστανται εκεί για το θεαθήναι και μόνο.
Η απουσία αμιγούς αστικής τάξης αποτελεί σύμπτωμα μιας κοινωνίας, η οποία ουδέποτε διέθετε την απαραίτητη παιδεία, ώστε να αντιληφθεί το γενικότερο καλό και να το ασπαστεί ως προτεραιότητά της. Το μόρφωμα, που καταχρηστικά ονομάζεται "ελληνική αστική τάξη", δεν επεδίωξε ποτέ του να συμβάλει στην ανάπτυξη της χώρας παρά μόνο στην προσωπική του οικονομική - και μόνο - ανάπτυξη. Ως εκ τούτου, ανέδειξε στην εξουσία πρόσωπα με την ίδια με αυτή παθογένεια, τα οποία, φυσικά, ουδέποτε έλεγξε για τον τρόπο, με τον οποίο διαχειρίζονταν την εξουσία, αφοσιώθηκε στην υλική της ευμάρεια, αδιαφορώντας παγερά για την καλλιέργειά της και, ιδίως, για την ανάπτυξη κριτικής σκέψης, με την οποία θα πάτασσε τη διαφθορά και τα λοιπά τραγικά φαινόμενα, που ταλανίζουν τη χώρα μας από καταβολής νεοελληνικού κράτους, και, φυσικά, διαιώνισε όλες εκείνες τις μορφές συμπεριφοράς, τις οποίες βρήκε από τους προγόνους της και τις υιοθέτησε ασμένως, θεωρώντας τις ως αρετές και αγνοώντας, ότι αποτελούσαν βαρίδια στην ανάπτυξη της χώρας.
Η εποχή μας βρήκε τη χώρα μας να ανήκει σε ένα προηγμένο πολιτικό μόρφωμα αλλά να αγνοεί τις βασικές δομές της αστικής τάξης και, ως εκ τούτου, του σύγχρονου κράτους, με αποτέλεσμα να δυσκολεύεται να ακολουθήσει τις περισσότερες από αυτές τις χώρες. Και τα αίτια τα διαβάσαμε παραπάνω. Προθυμία να ξεπεραστούν αυτά τα προβλήματα δεν υπάρχει. Και φοβάμαι, ότι σε ένα λαό με τρομερά σύνδρομα και ιδιαίτερη απαισιοδοξία, λόγω των πρόσφατων οικονομικών μέτρων, δεν πρόκειται να βρεθεί, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την περαιτέρω πορεία της Ελλάδας.
Μια ελπίδα να αλλάξει αυτή η κατάσταση αποτέλεσε αφενός η επαφή συγκεκριμένων αστικών κέντρων της χώρας μας με το εξωτερικό αφετέρου η αστυφιλία ως φαινόμενο, που διογκώθηκε από τη δεκαετία του '50 μέχρι και σήμερα. Στα μέσα του 19ου αιώνα υπήρξαν κάποια αστικά κέντρα, όπως η Ερμούπολη και η Πάτρα, που χάρη στην οικονομική τους ανάπτυξη και την επαφή τους με τα πάσης φύσεως ρεύματα, που επικρατούσαν τότε στην Ευρώπη και στο λεγόμενο ανεπτυγμένο κόσμο, πέτυχαν να δημιουργήσουν μια μικρή αστική τάξη με συνήθειες διαφορετικές, σε σημαντικό βαθμό, από τις επικρατούσες στην υπόλοιπη Ελλάδα. Η οικονομική παρακμή των παραπάνω κέντρων οδήγησε στο βαθμιαίο αφανισμό της τάξης αυτής. Η δε αστυφιλία περιορίστηκε στη συσσώρευση μεγάλων μαζών αγροτικού πληθυσμού σε συγκεκριμένα αστικά κέντρα χωρίς ποτέ να συνοδευτεί από ανάλογη ανάπτυξη μιας αστικής ταξικής συνείδησης.
Πολύς κόσμος μπερδεύει την έννοια "αστική τάξη" με την έννοια "κρατούσα τάξη". Πρόκειται για δύο διαφορετικές καταστάσεις, όπου η πρώτη αφορά πρόσωπα με ξεχωριστή κουλτούρα με πνευματικό βάθος, από την οποία έχουν εξοβελιστεί όλα τα επαρχιακά σύνδρομα, και, επίσης, σταθερή προσήλωση στην πρόοδο και την ανάπτυξη της χώρας χωρίς τη συνδρομή κρατικών, οικονομικής φύσεως, δεκανικιών, ενώ η δεύτερη αφορά την ομάδα προσώπων, που ασκεί εξουσία χωρίς να διαθέτει απαραίτητα αστική συνείδηση. Στην Ελλάδα, υπάρχει μια τάξη εξουσιαστών, η οποία νέμεται την εξουσία με τρόπο αμφιλεγόμενο, αφού οι ρυθμοί προόδου της χώρας παραμένουν πολύ χαμηλοί, ώστε να υποστηρίξει κανείς, ότι η τάξη αυτή προωθεί τα εν γένει οικονομικά συμφέροντα της χώρας - δεν αναφέρομαι στα οικονομικά συμφέροντα μόνο μιας κάστας εκλεκτών - και συντελεί στην άνοδο του εν γένει επιπέδου του πληθυσμού της χώρας μας. Το δε μορφωτικό της επίπεδο συχνά εξαντλείται στην απόκτηση και παράθεση προς εντυπωσιασμό μιας αράδας πτυχίων, μεταπτυχιακών και διδακτορικών τίτλων, οι οποίοι εξασφαλίζουν, υπό προϋποθέσεις πάντοτε, μια επιστημονική και επαγγελματική κατάρτιση αλλά επ' ουδενί λόγω καθιστούν τους κατόχους τους μορφωμένους ούτε συντελούν στη διαμόρφωση εκ μέρους τους μιας συνείδησης, η οποία να ξεφεύγει από την επιστημονική κλίκα ή το επαγγελματικό συνάφι, στο οποίο ανήκουν, και να εξελίσσεται σε ένα επίπεδο πέρα από στενές αντιλήψεις. Σε πολιτιστικό επίπεδο ελάχιστοι είναι εκείνοι οι κρατούντες, οι οποίοι έχουν κάποιο πνευματικό βάθος και δεν εξαντλούνται σε μιμήσεις κακεκτύπων εξ Εσπερίας ή σε παρακολούθηση πολιτιστικών δρώμενων, τα οποία αποτελούν κοσμικό γεγονός, λόγω του ονόματος του πρωταγωνιστή τους, και απλά αυτοί παρίστανται εκεί για το θεαθήναι και μόνο.
Η απουσία αμιγούς αστικής τάξης αποτελεί σύμπτωμα μιας κοινωνίας, η οποία ουδέποτε διέθετε την απαραίτητη παιδεία, ώστε να αντιληφθεί το γενικότερο καλό και να το ασπαστεί ως προτεραιότητά της. Το μόρφωμα, που καταχρηστικά ονομάζεται "ελληνική αστική τάξη", δεν επεδίωξε ποτέ του να συμβάλει στην ανάπτυξη της χώρας παρά μόνο στην προσωπική του οικονομική - και μόνο - ανάπτυξη. Ως εκ τούτου, ανέδειξε στην εξουσία πρόσωπα με την ίδια με αυτή παθογένεια, τα οποία, φυσικά, ουδέποτε έλεγξε για τον τρόπο, με τον οποίο διαχειρίζονταν την εξουσία, αφοσιώθηκε στην υλική της ευμάρεια, αδιαφορώντας παγερά για την καλλιέργειά της και, ιδίως, για την ανάπτυξη κριτικής σκέψης, με την οποία θα πάτασσε τη διαφθορά και τα λοιπά τραγικά φαινόμενα, που ταλανίζουν τη χώρα μας από καταβολής νεοελληνικού κράτους, και, φυσικά, διαιώνισε όλες εκείνες τις μορφές συμπεριφοράς, τις οποίες βρήκε από τους προγόνους της και τις υιοθέτησε ασμένως, θεωρώντας τις ως αρετές και αγνοώντας, ότι αποτελούσαν βαρίδια στην ανάπτυξη της χώρας.
Η εποχή μας βρήκε τη χώρα μας να ανήκει σε ένα προηγμένο πολιτικό μόρφωμα αλλά να αγνοεί τις βασικές δομές της αστικής τάξης και, ως εκ τούτου, του σύγχρονου κράτους, με αποτέλεσμα να δυσκολεύεται να ακολουθήσει τις περισσότερες από αυτές τις χώρες. Και τα αίτια τα διαβάσαμε παραπάνω. Προθυμία να ξεπεραστούν αυτά τα προβλήματα δεν υπάρχει. Και φοβάμαι, ότι σε ένα λαό με τρομερά σύνδρομα και ιδιαίτερη απαισιοδοξία, λόγω των πρόσφατων οικονομικών μέτρων, δεν πρόκειται να βρεθεί, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την περαιτέρω πορεία της Ελλάδας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου