Μάλιστα! Για μια, ακόμα, φορά η Εκκλησία της Ελλάδος θα παραμείνει στο απυρόβλητο. Η επίσκεψη του κ. Βενιζέλου στη Μονή Πετράκη απέδειξε, ότι το κράτος εξακολουθεί να μην επιθυμεί να επιβαρύνει ένα ζάπλουτο οργανισμό με τη μισθοδοσία των λειτουργών του, προτιμώντας αυτό να καταβάλει το συγκεκριμένο ποσό. Και αυτό σε μια εποχή, που οι σώφρονες φωνάζουν για περικοπές στις κρατικές δαπάνες.
Σε μια χώρα πιστή στις αρχές του Ορθού Λόγου και του Διαφωτισμού μια τέτοια ενέργεια θα ξεσήκωνε θύελλα διαμαρτυριών. Στην Ελλάδα, όμως, που η πλειονότητα των κατοίκων της επαίρεται, ότι έχτιζε Παρθενώνες, όταν οι Φράγκοι ντύνονταν με αρκουδοτόμαρα και τρέφονταν με βελανίδια, όχι μόνο δεν αντέδρασαν οι περισσότεροι – η εξαίρεση των σκεπτικιστών, αθέων, αγνωστικιστών και λοιπών σκεπτομένων απλά επιβεβαίωσε τον κανόνα – αλλά, αντίθετα, οι ιερείς της Ιεράς Μητρόπολης Καλαβρύτων και Αιγιαλείας έγιναν δεκτοί ως αγανακτισμένοι πολίτες (!!!) μετά βαΐων και κλάδων από τους ομόσταβλους συναισθηματικά συμπολίτες τους. Φυσικά, ο χωρισμός Κράτους και Εκκλησίας παραμένει άγνωστη γη για τους αγανακτισμένους, οι οποίοι απαξιούν να τον συμπεριλάβουν στα αιτήματά τους, ίσως επειδή οι υποδυόμενοι τους εχθρούς του κράτους ιερωμένοι είναι φίλοι τους, αφού ο εχθρός του εχθρού μου, κατά το γνωστό γνωμικό, είναι φίλος μου.
Η μονομερής αυτή εξωτερίκευση της αγανάκτησης, ήτοι η εχθρότητα αποκλειστικά προς τους κοινοβουλευτικούς εκπροσώπους του Κράτους και όχι προς τους λοιπούς στυλοβάτες των δεινών της κοινωνίας μας, όπως τους επικεφαλής των συνδικαλιστικών σωματείων των κρατικών οργανισμών (και οι ΔΕΚΟ μέσα σε αυτές) ή τον ανώτατο κλήρο, αποδεικνύει, ότι, όσο και αν βαυκαλιζόμαστε, ότι ανήκουμε στη Δύση, στην πραγματικότητα ο προσανατολισμός μας είναι καθαρά ανατολίτικος. Εντάξει, μάθαμε να πλενόμαστε μια δόση παραπάνω και δεν κλειδαμπαρώνουμε τις γυναίκες σπίτι, μέχρι να τις παντρέψουμε αυστηρά παρθένες με εκείνους τους άνδρες, που εμείς θα επιλέξουμε χωρίς να τις ρωτήσουμε, αλλά η αλλαγή στην εξωτερική εμφάνιση δεν προϋποθέτει και ανάλογες μεταρρυθμίσεις στη νοοτροπία. Τούτο προκύπτει τόσο από τις αντιδράσεις μας, όταν κυκλοφορεί, ότι κάποια αόρατη απειλή θα εξαφανίσει τη χώρα μας (θυμηθείτε τις αντιδράσεις μας για το Σκοπιανό προ 20ετίας αλλά και την απίστευτη τερατολογία περί ψεκασμών, Σοφών της Σιών κ.λπ.), αλλά και από την απουσία αυτών, όταν υπάρχει πολύ σοβαρότερο και, κυρίως, χειροπιαστό πρόβλημα. Εν προκειμένω, η Εκκλησία της Ελλάδος δεν φορολογείται, απολαμβάνει ειδικό νομικό καθεστώς (οράτε νομικό παράδεισο), παραμένει απολύτως ανέλεγκτη (το μαύρο σκοτάδι έφαγε τα σάπια κοτόπουλα της «ΑΛΛΗΛΛΕΓΥΗΣ») και, το χειρότερο, επιμένει, τουλάχιστον σε επίπεδο ανώτατου κλήρου, να αναμιγνύεται σε καθαρά πολιτικά ζητήματα. Όποτε ετέθη θέμα υποβολής της στα ίδια βάρη με αυτά, που επιβάλλονται στους υπολοίπους εν Ελλάδι θνητούς, όπως είχε γίνει για παράδειγμα, με το νόμο Τρίτση, οι αντιδράσεις της συμπαρέσυραν και χιλιάδες πιστούς και οδήγησαν σε απόσυρση των μέτρων. Όποτε η κυβέρνηση αποφάσιζε να κάνει κάποια βήματα κοινωνικής και πνευματικής προόδου, η Εκκλησία της Ελλάδος ήταν απέναντί της και, μάλιστα, απειλούσε θεούς και δαίμονες. Το περιβόητο βιβλίο ιστορίας του Σταυριανού, που επρόκειτο να εισαγάγει τη διδασκαλία της Θεωριας της Εξέλιξης στα σχολεία, πολεμήθηκε ανηλεώς από την Εκκλησία και, τελικά, μπροστά στο φόβο του πολιτικού κόστους, η τότε κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου το απέσυρε. Αργότερα, η διαμάχη με τις ταυτότητες έβγαλε νικήτρια την κυβέρνηση του κ. Κωνσταντίνου Σημίτη αλλά οι περισσότεροι θυμούνται τον τότε Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Χριστόδουλο να έχει πιάσει παγκάρι στα Μ.Μ.Ε. και να εξαπολύει καθημερινά μύδρους κατά της τότε κυβέρνησης, στελέχη της οποίας, όπως ο νυν Υπουργός Οικονομικών, κ. Βενιζέλος, και ο τότε Υπουργός Παιδείας, κ. Ευθυμίου, αλληθώριζαν προς το ιερατείο, σαμποτάροντας έτσι τις όποιες προσπάθειες εκσυγχρονισμού των σχέσεων ανάμεσα στο κράτος και την Εκκλησία της Ελλάδος. Σε καμμία από τις παραπάνω περιπτώσεις δεν υπήρξε αντίδραση της κοινωνίας μας, πάντα με την εξαίρεση αρκετών στελεχών του ΚΚΕ, των ενώσεων αθέων, αγνωστικιστών αλλά και απλών πλην όμως σκεπτομένων ανθρώπων. Κανένας δεν αγανάκτησε με τα πλούτη της Εκκλησίας της Ελλάδος, κανένας δεν έφριξε με το πρωτοφανές και προκλητικό προνομιακό καθεστώς, που απολαμβάνει ο οργανισμός αυτός, κανένας δεν έκλεισε δρόμους και δεν διαδήλωσε, ώστε να εκφράσει την αντίθεσή του στα νομικά οφέλη του, κανένας δεν κατέλαβε πλατείες, κανένας δεν μούντζωσε μητροπόλεις ούτε συγκεντρώθηκε έξω από αυτές, κανένας δεν χειροδίκησε κατά μητροπολιτών (είμαι κατά της βίας αλλά συγκρίνω καταστάσεις) κανένας δεν ωρυόταν «να καεί το μπ…. η αρχιεπισκοπή» και, γενικά, κανένας δεν δείχνει να ενοχλείται, που ένας οργανισμός, όπως η Εκκλησία της Ελλάδος, αρνείται να συνεισφέρει τον οβολό της σε μια δύσκολη εποχή.
Δεν τρέφω καμμία αμφιβολία, ότι οι περισσότεροι συμπολίτες μου, όταν ερωτώνται για την Εκκλησία της Ελλάδος, προτιμούν να απαντήσουν, ότι δεν ασχολούνται. Στην πραγματικότητα, αισθάνονται ικανοποιημένοι, που ανήκουν στην πλειοψηφία των χριστιανών ορθοδόξων – έστω και μόνο στα χαρτιά – και δεν ενοχλούνται με το ρόλο της Εκκλησίας σε κρατικές υποθέσεις ή με τα προνόμιά της, ίσως επειδή δεν επιθυμούν να αλλάξει κάτι πραγματικά σε αυτή τη χώρα. Ο πολύς κόσμος δείχνει να ικανοποιείται, όταν όλα βαίνουν καλώς στη ζωή του. Εφόσον ο δρόμος του διορισμού στο ελληνικό δημόσιο είναι ανοικτός, χάρη στο πολιτικό βύσμα, οι ρυθμοί εργασίας είναι εξωφρενικά χαλαροί και κανένας δεν διανοείται να μας ενοχλήσει να γίνουμε περισσότερο αποδοτικοί, διότι οι συνδικαλιστές θα κάνουν τη δουλειά τους – ξέρετε τι είδους δουλειά είναι αυτή – εφόσον όλο και κάποιος επίορκος εφοριακός ή υπάλληλος της πολεοδομίας θα κάνει τα στραβά μάτια στις παρανομίες μας, εφόσον θα φωνάξουμε στον αστυνομικό, ώστε να μας σβήσει την κλήση για παράνομη στάθμευση και σε όποιον μας κάνει παρατήρηση, που πετάξαμε τη γόπα κάτω κ.λπ. κ.λπ., τότε δεν υπάρχει λόγος να φωνάζουμε για τους παπάδες, οι οποίοι, σε τελική ανάλυση, κάποια στιγμή θα μας φανούν χρήσιμοι, αφού όλο και κάποιος γάμο, κάποια κηδεία, κάποιο τρισάγιο ή κάποια λειτουργία θα κάνουμε. Όσο για τις παρεμβάσεις των ιερωμένων σε εκπαιδευτικά θέματα αλλά και τις φωνές τους για ορισμένα βιβλία, όπως αυτό του κ. Μίμη Ανδρουλάκη, ο πολύς κόσμος δεν ασχολείται με τους «κουλτουριάρηδες, που έχουν λύσει το πρόβλημα της ζωής τους και μας το παίζουν έξυπνοι», επειδή δεν ενδιαφέρεται για τίποτε άλλο παρά για την υλική ευημερία του. Απόλυτα εξηγήσιμα πράγματα για ένα λαό με ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά αλλεργίας στο βιβλίο παγκοσμίως!
Φυσικό επακόλουθο της παραπάνω ενέργειας του κ. Βενιζέλου αλλά και της λογικής (ή μάλλον της απουσίας της), που διακατέχει το μεγαλύτερο κομμάτι της κοινωνίας μας, είναι να περνούν αδιαμαρτύρητα τα όποια σκανδαλώδη υπέρ της Εκκλησίας της Ελλάδος μέτρα. Τυχαίο με βάση τα παραπάνω δεδομένα; Δε νομίζω.
Σε μια χώρα πιστή στις αρχές του Ορθού Λόγου και του Διαφωτισμού μια τέτοια ενέργεια θα ξεσήκωνε θύελλα διαμαρτυριών. Στην Ελλάδα, όμως, που η πλειονότητα των κατοίκων της επαίρεται, ότι έχτιζε Παρθενώνες, όταν οι Φράγκοι ντύνονταν με αρκουδοτόμαρα και τρέφονταν με βελανίδια, όχι μόνο δεν αντέδρασαν οι περισσότεροι – η εξαίρεση των σκεπτικιστών, αθέων, αγνωστικιστών και λοιπών σκεπτομένων απλά επιβεβαίωσε τον κανόνα – αλλά, αντίθετα, οι ιερείς της Ιεράς Μητρόπολης Καλαβρύτων και Αιγιαλείας έγιναν δεκτοί ως αγανακτισμένοι πολίτες (!!!) μετά βαΐων και κλάδων από τους ομόσταβλους συναισθηματικά συμπολίτες τους. Φυσικά, ο χωρισμός Κράτους και Εκκλησίας παραμένει άγνωστη γη για τους αγανακτισμένους, οι οποίοι απαξιούν να τον συμπεριλάβουν στα αιτήματά τους, ίσως επειδή οι υποδυόμενοι τους εχθρούς του κράτους ιερωμένοι είναι φίλοι τους, αφού ο εχθρός του εχθρού μου, κατά το γνωστό γνωμικό, είναι φίλος μου.
Η μονομερής αυτή εξωτερίκευση της αγανάκτησης, ήτοι η εχθρότητα αποκλειστικά προς τους κοινοβουλευτικούς εκπροσώπους του Κράτους και όχι προς τους λοιπούς στυλοβάτες των δεινών της κοινωνίας μας, όπως τους επικεφαλής των συνδικαλιστικών σωματείων των κρατικών οργανισμών (και οι ΔΕΚΟ μέσα σε αυτές) ή τον ανώτατο κλήρο, αποδεικνύει, ότι, όσο και αν βαυκαλιζόμαστε, ότι ανήκουμε στη Δύση, στην πραγματικότητα ο προσανατολισμός μας είναι καθαρά ανατολίτικος. Εντάξει, μάθαμε να πλενόμαστε μια δόση παραπάνω και δεν κλειδαμπαρώνουμε τις γυναίκες σπίτι, μέχρι να τις παντρέψουμε αυστηρά παρθένες με εκείνους τους άνδρες, που εμείς θα επιλέξουμε χωρίς να τις ρωτήσουμε, αλλά η αλλαγή στην εξωτερική εμφάνιση δεν προϋποθέτει και ανάλογες μεταρρυθμίσεις στη νοοτροπία. Τούτο προκύπτει τόσο από τις αντιδράσεις μας, όταν κυκλοφορεί, ότι κάποια αόρατη απειλή θα εξαφανίσει τη χώρα μας (θυμηθείτε τις αντιδράσεις μας για το Σκοπιανό προ 20ετίας αλλά και την απίστευτη τερατολογία περί ψεκασμών, Σοφών της Σιών κ.λπ.), αλλά και από την απουσία αυτών, όταν υπάρχει πολύ σοβαρότερο και, κυρίως, χειροπιαστό πρόβλημα. Εν προκειμένω, η Εκκλησία της Ελλάδος δεν φορολογείται, απολαμβάνει ειδικό νομικό καθεστώς (οράτε νομικό παράδεισο), παραμένει απολύτως ανέλεγκτη (το μαύρο σκοτάδι έφαγε τα σάπια κοτόπουλα της «ΑΛΛΗΛΛΕΓΥΗΣ») και, το χειρότερο, επιμένει, τουλάχιστον σε επίπεδο ανώτατου κλήρου, να αναμιγνύεται σε καθαρά πολιτικά ζητήματα. Όποτε ετέθη θέμα υποβολής της στα ίδια βάρη με αυτά, που επιβάλλονται στους υπολοίπους εν Ελλάδι θνητούς, όπως είχε γίνει για παράδειγμα, με το νόμο Τρίτση, οι αντιδράσεις της συμπαρέσυραν και χιλιάδες πιστούς και οδήγησαν σε απόσυρση των μέτρων. Όποτε η κυβέρνηση αποφάσιζε να κάνει κάποια βήματα κοινωνικής και πνευματικής προόδου, η Εκκλησία της Ελλάδος ήταν απέναντί της και, μάλιστα, απειλούσε θεούς και δαίμονες. Το περιβόητο βιβλίο ιστορίας του Σταυριανού, που επρόκειτο να εισαγάγει τη διδασκαλία της Θεωριας της Εξέλιξης στα σχολεία, πολεμήθηκε ανηλεώς από την Εκκλησία και, τελικά, μπροστά στο φόβο του πολιτικού κόστους, η τότε κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου το απέσυρε. Αργότερα, η διαμάχη με τις ταυτότητες έβγαλε νικήτρια την κυβέρνηση του κ. Κωνσταντίνου Σημίτη αλλά οι περισσότεροι θυμούνται τον τότε Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Χριστόδουλο να έχει πιάσει παγκάρι στα Μ.Μ.Ε. και να εξαπολύει καθημερινά μύδρους κατά της τότε κυβέρνησης, στελέχη της οποίας, όπως ο νυν Υπουργός Οικονομικών, κ. Βενιζέλος, και ο τότε Υπουργός Παιδείας, κ. Ευθυμίου, αλληθώριζαν προς το ιερατείο, σαμποτάροντας έτσι τις όποιες προσπάθειες εκσυγχρονισμού των σχέσεων ανάμεσα στο κράτος και την Εκκλησία της Ελλάδος. Σε καμμία από τις παραπάνω περιπτώσεις δεν υπήρξε αντίδραση της κοινωνίας μας, πάντα με την εξαίρεση αρκετών στελεχών του ΚΚΕ, των ενώσεων αθέων, αγνωστικιστών αλλά και απλών πλην όμως σκεπτομένων ανθρώπων. Κανένας δεν αγανάκτησε με τα πλούτη της Εκκλησίας της Ελλάδος, κανένας δεν έφριξε με το πρωτοφανές και προκλητικό προνομιακό καθεστώς, που απολαμβάνει ο οργανισμός αυτός, κανένας δεν έκλεισε δρόμους και δεν διαδήλωσε, ώστε να εκφράσει την αντίθεσή του στα νομικά οφέλη του, κανένας δεν κατέλαβε πλατείες, κανένας δεν μούντζωσε μητροπόλεις ούτε συγκεντρώθηκε έξω από αυτές, κανένας δεν χειροδίκησε κατά μητροπολιτών (είμαι κατά της βίας αλλά συγκρίνω καταστάσεις) κανένας δεν ωρυόταν «να καεί το μπ…. η αρχιεπισκοπή» και, γενικά, κανένας δεν δείχνει να ενοχλείται, που ένας οργανισμός, όπως η Εκκλησία της Ελλάδος, αρνείται να συνεισφέρει τον οβολό της σε μια δύσκολη εποχή.
Δεν τρέφω καμμία αμφιβολία, ότι οι περισσότεροι συμπολίτες μου, όταν ερωτώνται για την Εκκλησία της Ελλάδος, προτιμούν να απαντήσουν, ότι δεν ασχολούνται. Στην πραγματικότητα, αισθάνονται ικανοποιημένοι, που ανήκουν στην πλειοψηφία των χριστιανών ορθοδόξων – έστω και μόνο στα χαρτιά – και δεν ενοχλούνται με το ρόλο της Εκκλησίας σε κρατικές υποθέσεις ή με τα προνόμιά της, ίσως επειδή δεν επιθυμούν να αλλάξει κάτι πραγματικά σε αυτή τη χώρα. Ο πολύς κόσμος δείχνει να ικανοποιείται, όταν όλα βαίνουν καλώς στη ζωή του. Εφόσον ο δρόμος του διορισμού στο ελληνικό δημόσιο είναι ανοικτός, χάρη στο πολιτικό βύσμα, οι ρυθμοί εργασίας είναι εξωφρενικά χαλαροί και κανένας δεν διανοείται να μας ενοχλήσει να γίνουμε περισσότερο αποδοτικοί, διότι οι συνδικαλιστές θα κάνουν τη δουλειά τους – ξέρετε τι είδους δουλειά είναι αυτή – εφόσον όλο και κάποιος επίορκος εφοριακός ή υπάλληλος της πολεοδομίας θα κάνει τα στραβά μάτια στις παρανομίες μας, εφόσον θα φωνάξουμε στον αστυνομικό, ώστε να μας σβήσει την κλήση για παράνομη στάθμευση και σε όποιον μας κάνει παρατήρηση, που πετάξαμε τη γόπα κάτω κ.λπ. κ.λπ., τότε δεν υπάρχει λόγος να φωνάζουμε για τους παπάδες, οι οποίοι, σε τελική ανάλυση, κάποια στιγμή θα μας φανούν χρήσιμοι, αφού όλο και κάποιος γάμο, κάποια κηδεία, κάποιο τρισάγιο ή κάποια λειτουργία θα κάνουμε. Όσο για τις παρεμβάσεις των ιερωμένων σε εκπαιδευτικά θέματα αλλά και τις φωνές τους για ορισμένα βιβλία, όπως αυτό του κ. Μίμη Ανδρουλάκη, ο πολύς κόσμος δεν ασχολείται με τους «κουλτουριάρηδες, που έχουν λύσει το πρόβλημα της ζωής τους και μας το παίζουν έξυπνοι», επειδή δεν ενδιαφέρεται για τίποτε άλλο παρά για την υλική ευημερία του. Απόλυτα εξηγήσιμα πράγματα για ένα λαό με ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά αλλεργίας στο βιβλίο παγκοσμίως!
Φυσικό επακόλουθο της παραπάνω ενέργειας του κ. Βενιζέλου αλλά και της λογικής (ή μάλλον της απουσίας της), που διακατέχει το μεγαλύτερο κομμάτι της κοινωνίας μας, είναι να περνούν αδιαμαρτύρητα τα όποια σκανδαλώδη υπέρ της Εκκλησίας της Ελλάδος μέτρα. Τυχαίο με βάση τα παραπάνω δεδομένα; Δε νομίζω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου