Νοέμβριος του 1956 : Η Ουγγρική Επανάσταση συντρίβεται από τα σοβιετικά στρατεύματα. Χιλιάδες Ούγγροι παίρνουν το δρόμο προς τη Δύση. Ανάμεσά τους και η μητέρα της Κάτα και του Ίστι, των κεντρικών ηρώων του βιβλίου, η οποία αιφνιδιαστικά εγκαταλείπει την οικογένειά της. Ο πατέρας καταρρέει ψυχολογικά, πουλάει το σπίτι και το χωράφι του και μαζί με τα παιδιά του παίρνουν το δρόμο για την Ανατολική Ουγγαρία, όπου συνεχώς αλλάζουν στέγη, μένοντας σε διάφορους συγγενείς. Η απώλεια της μητέρας παραμένει κάτι το αξεπέραστο για τον πατέρα, ο οποίος βυθίζεται ολοένα στη θλίψη, ενώ τα παιδιά προσπαθούν να ξεχάσουν τη μητέρα τους. Ο Ίστι αποκτά περίεργες συνήθεις, καθώς τριγυρίζει στα χωράφια γύρω από τα σπίτια, όπου μένουν, συνομιλεί με το νερό, αφού συνήθως ζουν κοντά σε ποταμούς και γενικά πλάθει ένα δικό του κόσμο. Η αδελφή του, Κάτα, δένεται με τους ανθρώπους, που τους φιλοξενούν, ζει τις αγωνίες, τις φιλοδοξίες τους ή την έλλειψη αυτών και τα προβλήματά τους. Και τα δύο αδέλφια μαζί ζουν τις ημέρες της παιδικότητάς τους, καθώς αυτές τελειώνουν, προσπαθώντας να λησμονήσουν τη μητέρα τους, η οποία αποτελεί γι' αυτούς μια απροσδιόριστη και μακρυνή φιγούρα, που, όμως, δεν παύει να τους λείπει. Μεγάλη παρηγοριά τους είναι το κολύμπι, που τους μαθαίνει ο δεινός κολυμβητής πατέρας τους.
Η ουγγρικής καταγωγής (οι γονείς της εγκατέλειψαν την Ουγγαρία μετά την καταστολή της επανάστασης του 1956) Γερμανίδα συγγραφέας Ζούζα Μπανκ είναι πολύ γνωστή στη χώρα γέννησής της. Το εν λόγω βιβλίο αποτελεί το καλύτερο, ίσως, βιβλίο της και σκιαγραφεί με γκρίζο χρώμα τη ζωή στη μετεπαναστατική Ουγγαρία και, συγκεκριμένα, στην επαρχία της, όπου ζουν και μετακομίζουν συνεχώς οι πρωταγωνιστές. Οι νύξεις για το καθεστώς είναι ελάχιστες αλλά αρκετές, ώστε να καταδείξουν την πολιτική κατάσταση στη χώρα αλλά και την εξ αυτής ψυχολογία των κατοίκων, οι οποίοι δίχως υπερβολή ζουν μια μουντή ζωή χωρίς την παραμικρή αλλαγή. Η συγγραφέας εστιάζει κυρίως στην παιδικότητα του Ίστι και της Κάτα, στην αθωότητά τους, που έχει ήδη πληγεί με την ξαφνική αναχώρηση της μητέρας τους, και στην προσπάθειά τους να τη διατηρήσουν αλώβητη, προσπάθεια, όμως, που δε στέφεται πάντοτε με επιτυχία. Τονίζεται, επίσης, η αδιαφορία του πατέρα τους, ο οποίος έχει παραδοθεί στη στενοχώρια και αποφεύγει επιμελώς τη συναναστροφή του με τα παιδιά του πολλώ δε μάλλον την όποια προσπάθεια για την ανατροφή τους.
Η βασανιστική πορεία προς το τέλος της παιδικότητας, όμως, δίνεται με αρκετά μακροσκελή τρόπο, ήτοι η συγγραφέας θεωρώ ότι εξαντλεί σύντομα το θέμα της, με αποτέλεσμα από ένα σημείο και μετά να επαναλαμβάνεται. Δεν υπάρχει κάποιο περιστατικό ή κάποια διαδοχή περιστατικών, που θα κρατούσαν αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη και θα συνέτρεχαν παράλληλα με την καθημερινότητα των ανήλικων πρωταγωνιστών, όπως, λόγου χάρη, συμβαίνει στο σπουδαίο "ΜΗ ΣΚΟΤΩΝΕΙΣ ΤΑ ΚΟΤΣΥΦΙΑ" της Χάρπερ Λη. Η παράθεση της φυγής της μητέρας των παιδιών και η ζωή της στη Δύση αναζωπυρώνει το ενδιαφέρον του αναγνώστη αλλά μετά το πέρας της επιστρέφουμε στην μουντή καθημερινότητα και επανάληψη της Ουγγαρίας των χρόνων μετά το 1956.
Αν σκοπός της συγγραφέως ήταν να περιγράψει την πορεία προς την ενηλικίωση μέσα σε μια γκρίζα χώρα, όπου τίποτα δεν άλλαζε, τότε ο σκοπός της επετεύχθη και, μάλιστα, με αριστοτεχνικό τρόπο. Αλλά θεωρώ ότι το βιβλίο θα μπορούσε να χωρέσει αυτή την ιστορία σε αρκετά λιγότερες σελίδες. Και τότε θα διαβαζόταν πολύ πιο ευχάριστα. Αλλά, επαναλαμβάνω, ότι αυτό δε μειώνει τη συγγραφική σπουδαιότητά του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου