Κάπου στα 1981, ένας ντροπαλός και μάλλλον ακοινώνητος φοιτητής της Φιλοσοφικής αναλαμβάνει να εκπονήσει μια διδακτορική διατριβή με θέμα τους δωσιλόγους της Θεσσαλονίκης. Όταν, όμως, κάποια χρόνια αργότερα αποφασίζει να την παρουσιάσει, όλοι οι καθηγητές τον αντιμετωπίζουν εχθρικά, μαζί και ο επιβλέπων καθηγητής του. Γύρω του οι εν ζωή δωσίλογοι γερνούν ατιμώρητοι, οι συνδικαλιστές φοιτητές - φρούτο της νέας πολιτικής ταξης - αναδεικνύονται σε διδακτικο προσωπικό μέσα από μια σειρά συμμαχιών με τους καθηγητές τους, ενώ άλλοι φοιτητές εγκαταλείπουν τις σπουδές τους απηυδισμένοι απ' όσα βλέπουν εκεί.
Κάπως έτσι εξελίσσεται η υπόθεση στο νέο βιβλίο της Σοφίας Νικολαΐδου "ΑΠΟΨΕ ΔΕΝ ΕΧΟΥΜΕ ΦΙΛΟΥΣ" (Εκδ. ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ). Η ιστορία της ξεκινάει με τα γεγονότα του Δεκεμβρίου του 2008 και, συγκεκριμένα, με τις ζημίες, που προκλήθηκαν στις πανεπιστημιακές σχολές. Στη συνέχεια, γίνεται μια αναδρομή στο 1981, όταν ο εκ των πρωταγωνιστών αποφασίζει να ξεκινήσει τη διδακτορική διατριβή του, αλλά και στα χρόνια του Β' Παγκοσμιου Πολέμου, εποχή, που ορισμένοι πρωταγωνιστές κάνουν τα πρώτα τους βήματα, που θα τους οδηγήσουν στην κατοπινή ζωή τους, ενώ άλλοι ανδρώνονται και αποκτούν εξουσία χάρη στους Γερμανούς. Η επιστροφή στα μεταγενέστερα χρόνια αποδεικνύει τη δύναμη ορισμένων εξ αυτών αλλά και την αδυναμία άλλων να αλλάξουν κάποιες καταστάσεις.
Η συγγραφέας αγγίζει ένα θέμα-ταμπού για την κοινωνια της Θεσσαλονίκης αλλά και ολόκληρης της Ελλάδος, αυτό της τύχης των προσώπων, που συνεργάστηκαν ανοικτά με τις δυνάμεις κατοχής της χώρας κατά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Πρόκειται για ένα ζήτημα, το οποίο η επίσημη πολιτεία έχει επιμελώς "θάψει", κάτι, που η συγγραφέας δια στόματος των πρωταγωνιστών της δε διστάζει να καταγγείλει. Δεν διεκδικεί, βέβαια, κάποια πρωτοτυπία στην καταγγελία αυτή αλλά είναι σημαντικό, ότι ενώνει τη φωνή της με άλλες φωνές, όπως της Ρένας Μόλχο, του Θανάση Τριαρίδη και άλλων, ώστε να αναδυθεί στην επιφάνεια αυτό το θέμα και να λάμψει η αλήθεια γύρω από αυτό.
Το βιβλίο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένα campus novel, στα χνάρια εκείνων, που η αγγλική και αμερικανική λογοτεχνία μας έχουν δώσει. Βέβαια, οι εν Ελλάδι συνθήκες είναι εντελώς διαφορετικές, ώστε το τελικό αποτέλεσμα να μοιάζει με ενδιάμεση κατάσταση. Η υπόθεση διαδραματίζεται σε μεγάλο βαθμό εκτός πανεπιστημίου και εντός αυτού λαμβάνουν χώρα οι έρευνες του υποψήφιου διδάκτορα, οι διαμάχες μεταξύ των φοιτητικών και διδακτικών παρατάξεων και οι συμμαχίες φοιτητοπατέρων και καθηγητών, εικόνες αρκετά οικείες σε όσουν είχαν το προνόμιο να φοιτήσουν σε ελληνικό πανεπιστήμιο τα τελευταία χρόνια, όχι, όμως, και η καθεαυτή δράση. Χώρια, που απουσιάζουν οι κλασσικές φοιτητουπόλεις του εξωτερικού, όπου διδάσκοντες και διδασκόμενοι ζουν, φοιτούν και εργάζονται εντός αυτής και μόνο εκεί.
Μια κατεστημένη δύναμη, γνώριμη στους πολλούς, κυριαρχεί στην πολιτική και διδακτική ζωή της χώρας. Η δύναμη αυτή προστάτευσε τους συνεργάτες των Γερμανών μετά την Απελευθέρωση, αφήνοντάς τους ατιμώρητους και αυτή δεν έχει επιτρέψει, μέχρι σήμερα, τη μελέτη των σχετικών συνθηκών. Όσοι αντιλαμβάνονται, τί είχε συμβεί τότε, και δεν σιωπούν, περιθωριοποιούνται και ενίοτε εξοντώνονται. Ακόμα και ο κατεξοχήν χώρος ελεύθερης έκφρασης και μελέτης, το πανεπιστήμιο, φροντίζει να θαφτεί το θέμα αυτό όσο πιο βαθειά γίνεται και ο θρασύς, που θα τολμήσει να το αγγίξει, πατάσσεται με πυγμή από το καθηγητικό κατεστημένο. Την ίδια, όμως, στιγμή, το ίδιο κατεστημένο ανοίγει τις αγκάλες του στη νέα τάξη πραγμάτων, τους φοιτητοπατέρες, αυτό το δημιούργημα του νόμου-πλαισιου του 1982, που αλώνουν το πανεπιστήμιο με τις μετριότατες διδακτικές τους επιδόσεις αλλά τις άριστες συμμαχίες τους. Και, βέβαια, οι παραπάνω αρνητικές καταστάσεις δένουν αρμονικά με τα γεγονότα του Δεκεμβρίου του 2008,όσες ενστάσεις και αν έχει κανείς γύρω από αυτά.
Το βιβλίο αυτό γεννάει ερωτήματα σε όσους γνωρίζουν έστω επιφανειακά τα γεγονότα της Κατοχής στην πόλη της Θεσσαλονίκης-και όχι μόνο αυτής. Η οικονομία του ύφους πετυχαίνει να προκαλέσει προβληματισμούς, οι οποίοι γίνονται περισσότερο αντιληπτοί, μόνο όταν κλείσει το βιβλίο και αρχίσει ο αναγνώστης να θέτει ερωτήματα αναπάντητα από την επίσημη πολιτεία αλλά και από το μεγαλύτερο μέρος της εκπαιδευτικής κοινότητας. Ουσιαστικά η συγγραφέας ξύνει την επιφάνεια μιας κρούστας λήθης, που έχει απλωθεί πάνω από το θέμα-ταμπού, που πραγματεύεται, ώστε ο αναγνώστης να αναζητήσει, τί κρύβεται κάτω από αυτή και, κυρίως, γιατί κρύβεται έπειτα από τόσα χρόνια. Με άλλα λόγια, η συγγραφέας αποφεύγει την εύκολη καταγγελία, αφήνοντας τον αναγνώστη να αναζητήσει τα αίτια και να συναγάγει τα συμπεράσματά του.
2 σχόλια:
Καλημέρα. Δεν το διάβασα ακόμα, θα το διαβάσω όμως οπωσδήποτε. Να πω ότι μία λίγο ακριβότερη (κατά 3 ευρό περίπου) έκδοσή του συνοδεύεται από σιντί,στο οποίο η συγγραφέας διαβάζει ΟΛΟ το βιβλίο!! Στην αρχή μου φάνηκε τρομερός άθλος, μετά όμως, σκεπτομενη ως ...συγγραφέας (και από την πείρα μου αοό την επεξεργασία των κειμένων μου) κατάλαβα ότι δεν είναι και τόσο δύσκολο (χωρίς να είναι κι έυκολο), γιατί ο συγγραφέας, σ αυτή τη φάση της τελικής επεξεργασίας, γνωρίζει το κείμενό του σχεδόν απ έξω και έτσι μπορεί να το διαβάσει σχετικά άνετα, χωρίς την προσπάθεια να καταλάβει τι λέει.
Θα αγοράσω αυτή την έκδοση αν τη βρω (την είχα δει στο Fnac στο Μαρούσι) και προτείνω να το κάνουν κι άλλοι: θα έχει πολύ ενδιαφέρον, εναλλαγή ανάγνωσης και ακρόασης ή ταυτόχρονα!
@ pellegrina
Ακούγεται ενδιαφέρουσα η ανάγνωση του βιβλίου από την ίδια τη συγγραφέα, αν και πιστεύω, ότι σου αφαιρεί τη χαρά να διαβάσεις και κατανοήσεις μόνος σου το κείμενο.
Προσωπικά, θεωρώ, ότι αποτελεί κατόρθωμα στη χώρα μας να μιλήσει κανείς για θέματα, που για ποικίλους λόγους οι πολλοί αποφεύγουν να αγγιξουν. Επιπλέον, η συγγραφέας δεν καταφεύγει στην εύκολη καταγγελία, η οποία θα μετέτρεπε το βιβλίοσε ανούσιο μανιφέστο, αλλά παραθέτει κάποια περιστατικά και αφήνει τον αναγνώστη να βγάλει τα συμπεράσματά του, κάτι το οποίο θεωρώ πολύ σημαντικό σε ένα βιβλίο.
Δημοσίευση σχολίου