Ο χώρος της επιστημονικής φαντασίας υπήρξε αδικημένος από τη λεγόμενη "σοβαρή λογοτεχνία", επειδή ταυτίστηκε με τους ιπτάμενους δίσκους και τους εξωγήινους, απασχολούσε μέτριους έως κακούς λογοτέχνες και δεν είχε για πολλά χρόνια κινήσει το ενδιαφέρον των μεγάλων εκδοτικών οίκων. Αποτέλεσμα ήταν να μην τύχει της προσοχής της κριτικής αλλά και να υποστεί απίστευτο σνομπάρισμα από τους λογοτεχνικούς κύκλους. Πρόκειται για μια αναμφίβολα άδικη μεταχείριση του συγκεκριμένου κλάδου της λογοτεχνίας, διότι υπάρχουν αρκετοί σπουδαίοι λογοτέχνες με σημαντική προσφορά στον τομέα αυτό, οι οποίοι ξέφυγαν από τα τετριμμένα θέματα, που χαρακτήριζαν τη λογοτεχνία επιστημονικής φαντασίας, και κινήθηκαν σε θέματα μελλοντολογικά, όπου ανέπτυξαν τις πολιτικές και κοινωνικές τους ανησυχίες.
Το βιβλίο "ΚΥΛΗΣΤΕ ΔΑΚΡΥΑ ΜΟΥ, ΕΙΠΕ Ο ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ" του Φίλιπ Ντικ αποτελεί ένα πιστό και σπουδαίο δείγμα αυτής της μεταστροφής του συγκεκριμένου είδους λογοτεχνίας. Ο κεντρικός ήρωας, ο παρουσιαστής και τραγουδιστής Τζέισον Τάβερνερ παρουσιάζει ένα τηλεοπτικό σόου(κάτι σαν το δικό μας Μικρούτσικο, δηλαδή), το οποίο παρακολουθούν 30.000.000 θεατές. Η επίθεση μιας παλαιάς του ερωμένης θα τον στείλει στο νοσοκομείο. Όταν ξυπνήσει από τη νάρκωσή του θα βρεθεί σε ένα παρηκμασμένο ξενοδοχείο χωρίς την παραμικρή ένδειξη ότι υπάρχει νομικά. Κανένας από τους ανθρώπους του δεν το θυμάται. Και σε μια κοινωνία, όπου οι πάντες καταδίδουν τους πάντες στην παντοδύναμη αστυνομία αλλά και στους πολιτοφύλακες, η ανυπαρξία ταυτότητας ισοδυναμεί με έγκλημα. Και ο αγώνας του Τζέισον Τάβερνερ να αποδείξει, ότι υπάρχει, θα τον φέρει αντιμέτωπο με την αστυνομία, η οποία πιστεύει, ότι αυτός κάτι κρύβει. Ή μήπως η αστυνομία κρύβει κάτι;
Η προσπάθεια του πρωταγωνιστή να κατανοήσει, τί του συνέβη, μας φέρνει αντιμέτωπους με μια εφιαλτική Αμερική του μέλλοντος, όπου η αστυνομοκρατία βρίσκεται στο απόγειό της. Οι φοιτητές του Κολούμπια και άλλων πανεπιστημίων βρίσκονται πολιορκημένοι από αστυνόμους και πολιτοφύλακες (το βιβλίο γράφτηκε το 1974, λίγο καιρό μετά τις φοιτητικές εξεγέρσεις στις Η.Π.Α.) και όσοι από αυτούς συλλαμβάνονται οδηγούνται, μαζί με άλλους παραβάτες, σε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας. Η Αστυνομία ελέγχει το σύνολο των πληροφοριών, που σχετίζονται με τον πληθυσμό της Γης αλλά και προβαίνει σε τακτικό έλεγχο των εγγράφων των πολιτών, θυμίζοντας χώρα σε εμπόλεμη κατάσταση. Παράλληλα, όμως, καλύπτει τις δικές της παρανομίες ( τί θυμίζει αυτό, άραγε;). Και το φυλετικό ζήτημα των Η.Π.Α. έχει βρει λύση με ένα νόμο, που επιβάλει να στειρώνονται οι έγχρωμοι αμέσως μετά τη γέννηση του πρώτου παιδιού τους.
Η εφιαλτική εικόνα των Η.Π.Α., όπως ο συγγραφέας έκρινε, ότι θα είναι, καθόσον η πλοκή εκτυλίσσεται εν έτει 1988(θυμίζω, ότι γράφτηκε το 1974), θυμίζει οργουελικό σκηνικό, όπου ο έλεγχος της ζωής των ανθρώπων είναι ασφυκτικός και το ρόλο του Μεγάλου Αδελφού παίζει η Αστυνομία με τους πολιτοφύλακες, και ξεδιπλώνεται μαεστρικά. Η παντελής απουσία πολιτικής ζωής αλλά και ουσιώδους πνευματικής δραστηριότητας, στοιχείο, που ο Ντικ υπαινίσσεται, καθιστούν ακόμα πιο εφιαλτικό το τοπίο. Η υποκουλτούρα της τηλεόρασης κυριαρχεί, με τον πρωταγωνιστή να αποτελεί ένα από τους κυριότερους εκφραστές της (οι τίτλοι των τραγουδιών αλλά και των δίσκων του είναι ενδεικτικοί). Η μοναξιά των ανθρώπων είναι κυρίαρχη και συχνά τους οδηγεί σε μορφές τρέλλας. Η αγωνία του πρωταγωνιστή να αποδείξει την ύπαρξή του αλλά και το παιχνίδι, που παίζει μαζί του η Αστυνομία, καταδεικνύουν έναν άκρως ανασφαλή και απροστάτευτο από την εξουσία άνθρωπο του μέλλοντος. Και οι ανησυχίες του συγγραφέα για τον έρωτα, τις ανθρώπινες σχέσεις αλλά και το μέλλον της ανθρωπότητας ξεδιπλώνονται με φόντο μια απολυταρχική χώρα με υποταγμένους και πρόθυμους να καταδώσουν τους πάντες κατοίκους.
Η γλώσσα του βιβλίου είναι απλή και κυλάει με γοργούς ρυθμούς, συνεπαίρνοντας τον αναγνώστη και ταξιδεύοντάς τον σε ένα εφιαλτικό αύριο, που μπορεί να δείχνει μακρυνό αλλά δεν είναι ανέφικτο για όσους επιθυμούν να εξουσιάσουν τους συνανθρώπους τους με κάθε μέσο. Και το σύμπαν του Φίλιπ Ντικ, που πιστεύω, ότι, αν δεν πέθαινε νωρίς, μόλις 54 ετών, θα είχε δώσει ακόμα καλύτερα δείγματα του ταλέντου του, αποκαλύπτεται σε όλο το αρνητικό του μεγαλείο.
4 σχόλια:
Ο αληθινός συγγραφέας σκέφτεται πρώτα για ποιο πράγμα θέλει να μιλήσει και μετά διαλέγει τον τρόπο. Δεν λέει δηλαδή "τώρα θα φτιάξω ένα βιβλίο για ιπτάμενα αυτοκίνητα και μεταλλαγμένους", αλλά "για την εξουσία, την πολιτική καταπίεση και την έκπτωση του πολιτισμού (και ίσως για το πώς αυτά πάνε μαζί) Πώς να το τονίσω; Το βρήκα, θα το βάλω στο μέλλον όπου θα έιναι υπερβολικά" κλπ κλπ.
Αυτό ισχύει νομίζω σε κάθε είδος καλής λογοτεχνίας. Δεν διαλέγεις την "υπόθεση" και τη μορφή, "σε διαλέγουν", δηλαδή έρχονται μόνα τους ως λύσεις σε βαθύτερα προβλήματα.
Έχω γράψει κι εγώ ένα μελλοντολογικό (και γράφω κι άλλα, γιατί το μυαλό έχει μαζέψει υλικό σχετικά!) θα το βρεις στο http://niovi-lyri2.blogspot.com. Το θέμα του είναι(φαινομενικά) η "επανανακάλυψη" του έντυπου βιβλίου στο ηλεκτρονικό μέλλον, όπου αυτό έχει καταργηθεί. Η ιδιορρυθμία του: δεν πρόκειται για "σκοτεινό" μέλλον. Ούτε"φωτεινό" Είναι, απλώς, μέλλον!με όλα τα ωραία και τα άσχημα μιας εξέλιξης στα πλαίσια του μονοπωλιακού καπιταλισμού, της παγκοσμιοποίησης, αλλά και της "κοινωνικής ευθύνης" των ανθρώπων της εξουσίας. Άλλο χαρακτηριστικό του: είnaι διεθνοποιημένο, μα απολύτως ελληνοκεντρικό.
(άλλο χαρακτηριστικό του: είναι ηλεκτρονικό το ίδιο και πολύ αμφιβάλλω αν θα γίνει ποτέ έντυπο!)
Σόρι για την αυτοδιαφήμιση. παρασύρθηκα!
@ pellegrina
Δεν κάνεις άσχημα, που μνημονεύεις το πόνημά σου, απαιτείται, άλλωστε, ώστε να γίνει γνωστό. Ευκαιρία να το διαβάσω, λοιπόν!
Αναφορικά με το σκεπτικό σου περί τινος σκέφτεται να γράψει ο συγγραφέας, πιστεύω ότι η αλήθεια είναι κάπου στη μέση, αν και δυσκολεύομαι να αντικρούσω την άποψή σου. Δηλαδή, έχει, συνήθως, μια σταθερή θεματολογία, την οποία εντάσσει σε ένα συγκεκριμένο τύπο λογοτεχνίας, όπως, εν προκειμένω, ο Φίλιπ Ντικ εντάσσει τις ανησυχίες του για τη Δημοκρατία και τις ατομικές ελευθερίες, θέμα, που κυριαρχεί στα περισσότερα βιβλία του, σε ένα μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας, όπου ο ολοκληρωτισμός κυριαρχεί. Το ίδιο ισχύει και με άλλα βιβλία του, απλά το υπό σχολιασμό είναι το μόνο του, που έχω διαβάσει.
Στη μέση είναι, ναι, έχεις δίκιο. Εχει (ο συγγραφέας) μια τάση για έναν "τρόπο", σε μια Α περίοδο και αυτή επηρεάζει και το "τι θέλει να πει", το ένα γεννάει το άλλο. Άλλωστε κι εγώ από μόνη μου το έιπα. Δεν είπα ότι "εχω υλικό μαζεμένο στο μυαλό μου" και γι αυτό ξαναγράφω μελλοντολογικό; Αυτό ενισχύει αυτό που λες εσύ.
Ευχαριστώ για την ευκαιρία ..ενδοσκόπησης!
Εγώ ευχαριστώ για τις σκέψεις σου!
Δημοσίευση σχολίου