Δημοφιλείς αναρτήσεις

Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2009

Βιβλία : "Το κορίτσι που έπαιζε με τη φωτιά", το Στιγκ Λάρσον

Το δεύτερο μέρος της τριλογίας "Μιλλενιουμ" του πρόωρα χαμένου Στιγκ Λάρσον κυκλοφόρησε και στα ελληνικά, δίνοντας την ευκαιρία στους Έλληνες αναγνώστες να το ανακαλύψουν.
Πρόκειται για τη συνέχεια του προηγούμενου βιβλίου "ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΜΕ ΤΟ ΤΑΤΟΥΑΖ". Στο δεύτερο αυτό βιβλίο, η Λίσμπετ Σαλάντερ απολαμβάνει τις διακοπές της ανά τον κόσμο μετά τις επιτυχείς αποκαλύψεις των εγκλημάτων, που περιγράφονταν στο πρώτο βιβλίο. Η επιστροφή της στη Στοκχόλμη συμπίπτει με τη δολοφονία ενός δημοσιογράφου και της εγκληματολόγου φίλης του. Το όπλα του εγκλήματος φέρνει τα δακτυλικά αποτυπώματα της Λίσμπετ, με αποτέλεσμα η Αστυνομία να έχει στραφεί εναντίον της. Σύντομα θα βρεθεί νεκρός και πυροβολημένος από το ίδιο όπλο και ο δικηγόρος και κηδεμόνας της. Ο μόνος, που πιστεύει στην αθωότητά της, είναι ο Μίκαελ Μπλούμκβιστ, με τον οποιο η Λίσμπετ είχε συνεργαστεί στο πρώτο βιβλίο. Σύντομα, όμως, τόσο ο Μίκαελ όσο και η Λίσμπετ θα συνειδητοποιήσουν, ότι δεν είναι μόνο η Αστυνομία, που αναζητεί τη Λίσμπετ.
Στο βιβλίο αυτό η Λίσμπετ είναι η αδιαφιλονίκητη πρωταγωνίστρια, με το Μίκαελ να διαδραματίζει δεύτερο και συχνά τρίτο ρόλο στο μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου και μόνο προς το τέλος συμπρωταγωνιστεί με τη Λίσμπετ. Πλέον αποκαλύπτεται το παρελθόν της Λίσμπετ και τα αίτια, που οδήγησαν το μοναχικό και ιδιοφυές αυτό κορίτσι να κηρυχθεί ανήλικο και να διαβιοί υπό καθεστώς κηδεμονίας. Αν και οι βασικές αρχές του χαρακτήρα της δεν έχουν αλλάξει, η Λίσμπετ κάνει, πλέον, κάποιες παραχωρήσεις στον καταναλωτισμό, συνεπεία των χρημάτων, που αποκόμισε από την κατάρρευση του επιχειρηματία Βένερστρεμ στο πρώτο βιβλίο, στοιχεία, που τη βοηθούν να παραμείνει ασύλληπτη.
Παράλληλα, ο συγγραφέας δράττεται της ευκαιρίας για να μιλήσει για μερικά, ακόμα, προβλήματα της σύγχρονης Σουηδίας. Αυτή τη φορά, στο στόχαστρό του βρίσκονται οι κοινωνικές υπηρεσίες της χώρας, που αδυνατούν να παράσχουν μια ικανή υποστήριξη στα χρήζοντα βοήθεια πρόσωπα, τα κυκλώματα διακίνησης λευκής σαρκός, που κυριαρχούν, η αστυνομία, που αδυνατεί να πατάξει αυτά τα κυκλώματα, η συμμετοχή της Σουηδίας στον Ψυχρό Πόλεμο, και η υποκρισία της σουηδικής κοινωνίας, η οποία βδελύσσεται την πορνεία αλλά εκμεταλλεύεται τις υπηρεσίες της. Και ομολογουμένως ο συγγραφέας επέτυχε να ενσωματώσει τους προβληματισμούς του αυτούς στην όλη ιστορία.
Μεγάλο πλεονέκτημα του βιβλίου είναι η πολύ καλά δομημένη ιστορία του και η γλαφυρή γραφή του, που δεν κουράζουν και, παράλληλα, δίνουν μια εικόνα της Σουηδίας αρκετά διαφορετική από το "σουηδικό θαύμα", που έχουμε χορτάσει να ακούμε στα Μ.Μ.Ε., αλλά χωρίς ισοπεδωτικές τάσεις. Υπάρχουν στιγμές, που ένοιωθα, ότι παρακολουθούσα μια καλογυρισμένη και με καλογραμμένο σενάριο ταινία.
Και πάμε στα μειονεκτήματα. Τονίζω, ότι το βιβλίο είναι καλογραμμένο και συναρπαστικό και, εξ αυτών, μπορεί να προσφέρει σημαντική ψυχαγωγία στον αναγνώστη, αλλά εξακολουθώ να μην πιστεύω, ότι αξίζει όλο το ντόρο, που προκλήθηκε στη Δυτική Ευρώπη γύρω από αυτό. Τουλάχιστον στην Ελλάδα δεν δείχνει, μέχρι στιγμής, να έχει προκαλέσει το θόρυβο, που προκάλεσαν ο "Κώδικας Ντα Βίντσι" και οι "Πεφωτισμένοι" του Νταν Μπράουν, όσο και αν το είδος των βιβλίων αυτών διαφέρει από αυτό της τριλογίας του Στιγκ Λάρσον.
Προσωπικά, θεωρώ, ότι μερίδιο στη χλιαρή υποδοχή των δύο πρώτων βιβλίων της εν λόγω τριλογίας φέρει και ο εκδοτικός οίκος, που πήρε τα δικαιώματα για την έκδοσή τους στην Ελλάδα. Θεωρώ τον "ΨΥΧΟΓΙΟ" ως ένα από τους αξιολογότερους εκδοτικούς οίκους αλλά δεν είδα, τουλάχιστον μέχρι στιγμής, να έχει επιδοθεί σε ένα μάρκετινγκ ικανό να προωθήσει τα δύο πρώτα βιβλία του "ΜΙΛΛΕΝΙΟΥΜ" περισσότερο. Κάνω και τη σύγκριση με τον "ΛΙΒΑΝΗ", ο οποίος προώθησε τον"Κώδικα Ντα Βίντσι" και τους "Πεφωτισμένους" σε βαθμό, ώστε να πουλήσουν τρελλά και διαπιστώνω, χωρίς να διεκδικώ το αλάθητο, ότι το μάρκετιγνκ του "ΨΥΧΟΓΙΟΥ" μου φάνταξε κάπως αναιμικό. Όταν, μάλιστα, είδα με πόση ταχύτητα ξεπουλούσαν τα περισσότερα εν Ελλάδι βιβλιοπωλεία το "ΧΑΜΕΝΟ ΣΥΜΒΟΛΟ", το νέο βιβλίο του Νταν Μπράουν, κατέληξα στο ίδιο συμπέρασμα.
Ένα άλλο στοιχείο, που με απασχολεί, όταν διαβάζω ένα βιβλίο, είναι η επιθυμία μου να διαβάζω και κάποια ανάλυση σχετικά με τα περιστατικά, που αναφέρονται σε ένα βιβλίο. Ελάχιστος κόσμος γνωρίζει, ποια ήταν η Άννα Λιντ, Υπουργός Εξωτερικών της Σουηδίας, η οποία δολοφονήθηκε προ μερικών ετών και ακόμα λιγότερος κόσμος γνωρίζει ορισμένα άλλα πρόσωπα και περιστατικά από τη νεότερη ιστορία της Σουηδίας, που αναφέρονται στο βιβλίο αυτό. Δεν θα ήταν κακή ιδέα μια περίληψη στο κάτω μέρος των σελίδων του βιβλίου, που να αναφέρεται στα πρόσωπα και τα περιστατικά αυτά, πλην, όμως, κάτι τέτοιο δεν υπήρχε στο βιβλίο, με αποτέλεσμα κάποιες απορίες να παραμένουν αναπάντητες.
Τέλος, μου δόθηκε η εντύπωση, ότι το δεύτερο αυτο βιβλίο υστερούσε σημαντικά σε δράση έναντι του πρώτου, αφού έπρεπε κανείς να φτάσει περίπου στη μέση του βιβλίου, για να αρχίσει η ένταση. Το δε τέλος του βιβλίου μου φάνηκε έντελώς άτσαλο και βιαστικό. Ένοιωσα, ότι ο συγγραφέας ενήργησε ως ένας ικανότατος πιλότος, ο οποίος, αν και κατέχει το αντικείμενό του, εντούτοις αρκείται σε βόλτες στον αεροδιάδρομο για μεγάλο χρονικό διάστημα, στη συνέχεια απογειώνεται και επιδίδεται σε μια σειρά από συναρπαστικά ακροβατικά στον αέρα, για να διακόψει απότομα σαν αρχάριος την πτήση του με μια εντελώς άτσαλη προσγείωση. Για να μην αναφερθώ στο απίστευτο περιστατικό, όπου η Λίσμπετ Σαλάντερ, ενώ έχει ταφεί ζωντανή, καταφέρνει να σκάψει και να βγει έξω, περιστατικό, που παραπέμπει στο "Kill Bill II". Μόνο, που εκεί ο Ταραντίνο παρωδούσε τις μπι - μουβις, ενώ ο Λάρσον δεν είχε παρόμοια πρόθεση.
Τέλος πάντων, αυτά, που επισημαίνω ως μειονεκτήματα, δεν αναιρούν τη συναρπαστική γραφή του Λάρσον και την απόλαυση, που μπορεί να χαρισει σε ένα αναγνώστη. Αλλά επιμένω, ότι δύσκολα το εν λόγω βιβλίο θα κάνει και στην Ελλάδα το ντόρο, που προκάλεσε στη Δυτική Ευρώπη.

Δεν υπάρχουν σχόλια: