Δημοσιεύθηκε στο tvxs.gr η δήλωση των προσωρινά κρατουμένων Νίκου Μαζιώτη, Πόλας Ρούπα και Κώστα Γουρνά για τις πρόσφατες βομβιστικές επιθέσεις στις πρεσβείες της Χιλής και της Ελβετίας στη Ρώμη, όπου οι ανωτέρω ζητούν να μην γίνονται τέτοιες ενέργειες, οι οποίες βάζουν σε κίνδυνο τη ζωή απλών ανθρώπων, στο όνομα του Λάμπρου Φούντα. Αναφέρουν, μάλιστα, ότι οι ενέργειές τους ήταν πάντα πολιτικά στοχευμένες και οργανωμένες κατά τρόπο, ώστε να αποφεύγονται οι τραυματισμοί ανθρώπων, που δεν ανήκαν στους παραπάνω στόχους.
Μια απλή ανάγνωση των παραπάνω οδηγεί σε ορισμένα πολύτιμα συμπεράσματα για τον τρόπο σκέψης κάποιων ανθρώπων, που αυτοαποκαλούνται επαναστάτες. Συγκεκριμένα, διαπιστώνουμε, ότι για τα παραπάνω πρόσωπα οι ζωές των απλών ανθρώπων είναι πολυτιμότερες από εκείνες όσων αποτελούν πολιτικούς στόχους - και προφανώς, κατά το σκεπτικό τους, παύουν να είναι απλοί άνθρωποι- των οποίων οι ζωές σαφέστατα αξίζει να χαθούν, προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι των ανωτέρω προσωρινώς κρατουμένων. Τούτο σημαίνει, ότι κάποια πρόσωπα έχουν στοχοποιηθεί, ήτοι, κατά δήλωση των ανωτέρω "στοχεύανε (οι βομβιστικές τους ενέργειες, προφανώς) το καθεστώς, τους θεσμούς και αυτούς που το εκπροσωπούν και το προστατεύουν". Συνεπώς, οι εκφραστές της παραπάνω δήλωσης ζυγίζουν με τα δικά τους κριτήρια τις ζωές των άλλων και αποφασίζουν, ποιοί είναι άξιοι να συνεχίσουν να ζουν και ποιοί όχι.
Και εδώ, βέβαια, τίθεται το ερώτημα, με ποια λογική κάποιες ανθρώπινες ζωές κρίνονται αναλώσιμες στα πλαίσια της δράσης μιας ομάδος ανθρώπων με ξεκάθαρα βίαιο χαρακτήρα. Είναι ανατριχιαστικός ο κυνισμός, που κρύβεται πίσω από αυτή τη δήλωση, και αποκαλύπτει το μίσος, με το οποίο κινούνται οι άνθρωποι αυτοί, αλλά και η ευκολία, με την οποία θεωρούν πολιτικές κάποιες πράξεις τους, επιθυμώντας, έτσι, να προσδώσουν στις πράξεις τους αυτές κάποιο ευγενικό σκοπό, ήτοι την ανατροπή της καθεστώσας τάξης. Πλάνη ή οργιαστική σκοπιμότητα;
Περαιτέρω, απορίας άξιον είναι, με ποιο κριτήριο κάποιος πολίτης κρίνεται ως εκπρόσωπος και προστάτης του καθεστώτος και των θεσμών του. Πέραν από τους στενή εννοία εκπροσώπους του καθεστώτος, όπως υπουργούς, βουλευτές, πολιτευτές, αστυνομικούς και γενικά εκπροσώπους των σωμάτων ασφαλείας, τραπεζικούς, επιχειρηματίες, που αναλαμβάνουν εργολαβίες του Δημοσίου και λοιπούς παρεμφερείς, είναι εύκολο ένας μετερχόμενος τη βία να συμπεριλάβει στα πρόσωπα, που προστατεύουν ένα καθεστώς, και απλούς πολίτες, θεωρώντας τους συνένοχους στη διαιώνιση ενός καθεστώτος. Η ιστορία έχει, δυστυχώς, καταδείξει, ότι παρόμοιες πρακτικές αποτελούν κοινό παρονομαστή σε όσες οργανώσεις πίστεψαν, ότι δια της βίας μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο. Στις περιπτώσεις αυτές, όπου η βία είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο ανθρώπων, οι οποίοι ουδεμία σχέση είχαν με την άσκηση εξουσίας, οι θάνατοι αυτοί αντιμετωπίστηκαν ως παράπλευρες απώλειες, όταν, μάλιστα, δεν δικαιολογήθηκαν με τη λογική της συλλογικής ευθύνης. Αμφότερες αυτές οι αποφύσεις του ανθρώπινου νου αποτελούν καθαρά φασιστική πρακτική και ουδεμία σχέση (πρέπει να) έχουν με πραγματικούς αγώνες για την ελευθερία.
Μια απλή ανάγνωση των παραπάνω οδηγεί σε ορισμένα πολύτιμα συμπεράσματα για τον τρόπο σκέψης κάποιων ανθρώπων, που αυτοαποκαλούνται επαναστάτες. Συγκεκριμένα, διαπιστώνουμε, ότι για τα παραπάνω πρόσωπα οι ζωές των απλών ανθρώπων είναι πολυτιμότερες από εκείνες όσων αποτελούν πολιτικούς στόχους - και προφανώς, κατά το σκεπτικό τους, παύουν να είναι απλοί άνθρωποι- των οποίων οι ζωές σαφέστατα αξίζει να χαθούν, προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι των ανωτέρω προσωρινώς κρατουμένων. Τούτο σημαίνει, ότι κάποια πρόσωπα έχουν στοχοποιηθεί, ήτοι, κατά δήλωση των ανωτέρω "στοχεύανε (οι βομβιστικές τους ενέργειες, προφανώς) το καθεστώς, τους θεσμούς και αυτούς που το εκπροσωπούν και το προστατεύουν". Συνεπώς, οι εκφραστές της παραπάνω δήλωσης ζυγίζουν με τα δικά τους κριτήρια τις ζωές των άλλων και αποφασίζουν, ποιοί είναι άξιοι να συνεχίσουν να ζουν και ποιοί όχι.
Και εδώ, βέβαια, τίθεται το ερώτημα, με ποια λογική κάποιες ανθρώπινες ζωές κρίνονται αναλώσιμες στα πλαίσια της δράσης μιας ομάδος ανθρώπων με ξεκάθαρα βίαιο χαρακτήρα. Είναι ανατριχιαστικός ο κυνισμός, που κρύβεται πίσω από αυτή τη δήλωση, και αποκαλύπτει το μίσος, με το οποίο κινούνται οι άνθρωποι αυτοί, αλλά και η ευκολία, με την οποία θεωρούν πολιτικές κάποιες πράξεις τους, επιθυμώντας, έτσι, να προσδώσουν στις πράξεις τους αυτές κάποιο ευγενικό σκοπό, ήτοι την ανατροπή της καθεστώσας τάξης. Πλάνη ή οργιαστική σκοπιμότητα;
Περαιτέρω, απορίας άξιον είναι, με ποιο κριτήριο κάποιος πολίτης κρίνεται ως εκπρόσωπος και προστάτης του καθεστώτος και των θεσμών του. Πέραν από τους στενή εννοία εκπροσώπους του καθεστώτος, όπως υπουργούς, βουλευτές, πολιτευτές, αστυνομικούς και γενικά εκπροσώπους των σωμάτων ασφαλείας, τραπεζικούς, επιχειρηματίες, που αναλαμβάνουν εργολαβίες του Δημοσίου και λοιπούς παρεμφερείς, είναι εύκολο ένας μετερχόμενος τη βία να συμπεριλάβει στα πρόσωπα, που προστατεύουν ένα καθεστώς, και απλούς πολίτες, θεωρώντας τους συνένοχους στη διαιώνιση ενός καθεστώτος. Η ιστορία έχει, δυστυχώς, καταδείξει, ότι παρόμοιες πρακτικές αποτελούν κοινό παρονομαστή σε όσες οργανώσεις πίστεψαν, ότι δια της βίας μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο. Στις περιπτώσεις αυτές, όπου η βία είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο ανθρώπων, οι οποίοι ουδεμία σχέση είχαν με την άσκηση εξουσίας, οι θάνατοι αυτοί αντιμετωπίστηκαν ως παράπλευρες απώλειες, όταν, μάλιστα, δεν δικαιολογήθηκαν με τη λογική της συλλογικής ευθύνης. Αμφότερες αυτές οι αποφύσεις του ανθρώπινου νου αποτελούν καθαρά φασιστική πρακτική και ουδεμία σχέση (πρέπει να) έχουν με πραγματικούς αγώνες για την ελευθερία.
Κάνει άσχημο μεθύσι το ανέρωτο κρασί της βίας και οι συνέπειές του είναι σαφείς στα παραπάνω τρία πρόσωπα, αποδεικνύοντας όχι μόνο τις στρεβλώσεις ενός κινήματος, το οποίο στο ξεκίνημά του απεχθανόταν θανάσιμα τη βία, αλλά και τα αδιέξοδα, στα οποία οδηγεί η βία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου