Δημοφιλείς αναρτήσεις

Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2009

Η αβάσταχτη ελαφρότητα του απαίδευτου φανατικού

Ειλικρινά δεν γνωρίζω το πρόσωπο, που κόσμησε κάποιο τοίχο στην Αθήνα με τη φράση "Σε κάθε γωνιά υπάρχει αστυνομία, η Χούντα δεν τελείωσε το '73". Είναι το τελευταίο, που με απασχολεί, άλλωστε, αφού μια φράση, όπως αυτή, αξίζει όσο χίλιες λέξεις, χωρίς να παραγνωρίζω το δικαίωμα του εκφραστή της σε αυτή καθώς και σε κάθε άλλη μορφή έκφρασης της γνώμης του στο μέτρο, που δεν παραβιάζει τα δικαιώματα τρίτων.
Περισσότερο με ενδιαφέρει το όλο σκεπτικό, όπως αποτυπώθηκε στο σύνθημα αυτό, που ανεγράφη με την ευκαιρία της συμπλήρωσης ενός έτους από το θάνατο του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου. Παρέλκει να αναφερθώ στις πορείες, που διοργανώθηκαν στη μνήμη του, τις οποίες εκτιμώ όχι σαν ανάδειξη του εν λόγω νεκρού ως συμβόλου αλλά ως διαμαρτυρία για την αστυνομική βία, έστω και αν απεδείχθη, ότι δεν ήταν και τόσοι πολλοί εκείνοι, που έκριναν σκόπιμο να διαδηλώσουν στη μνήμη του. Πρόκειται, λοιπόν, για ένα, ακόμα σύνθημα από εκείνα, που παρήχθησαν κατά τις περσυνές ταραχές. Μόνο, που ενώ πολλά από εκείνα τα συνθήματα ήταν άκρως εμπνευσμένα, το συγκεκριμένο μόνο θυμηδία προκαλεί, τουλάχιστον στο γράφοντα.
Κατ' αρχάς, όσο και αν στύψει κανείς το κεφάλι του και όση προσπάθεια και αν καταβάλει, ώστε να ανακαλέσει τα μαθητικά του χρόνια και, συγκεκριμένα, τις ώρες, που διδασκόταν το μάθημα της νεότερης ιστορίας της Ελλάδος ή έστω αν θυμηθεί, τί ακριβώς γιόρταζε στο σχολείο του στις 17 Νοεμβρίου κάθε έτους, πέρα από τη χαρά, που είχε, επειδή έχανε το μάθημα, δεν θα καταλήξει παρά μοναχά σε ένα συμπέρασμα, ότι, δηλαδή, η χούντα στην Ελλάδα έπεσε το 1974 και όχι το 1973. Αλλά σε στιγμές υποτιθέμενης οργής, η οποία όλως περιέργως είχε κοπάσει από τον περσυνό Δεκέμβριο και επανήλθε στις μέρες μας, σαν τη χειμερινή μόδα, ο λυρισμός ξεχειλίζει από ορισμένα πρόσωπα και χαρίζει κομψοτεχνήματα του λόγου, όπως το υπό σχολιασμό. Σε τελική ανάλυση, πόσοι θυμούνται ακριβώς πότε έπεσε η χούντα; Και δεν ενδιαφέρει και τους φανατικούς μια τέτοια λεπτομέρεια, αρκεί να βγαίνει η ρίμα για να παίξει το τσιτάτο στα χείλη των διαδηλωτών.
Επιπλέον, η σύγκριση της σημερινής εποχής με την εποχή της χούντας είναι τουλάχιστον αστεία. Κακά τα ψέμματα, η επταετία 1967-1974 υπήρξε μια επιεικώς αντιδημοκρατική εποχή, όπου η απουσία της δημοκρατίας από τον πολιτικό βίο και οι εντεύθεν συνέπειές της στα ατομικά, πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα εκπορευόταν από μια αυταρχική εξουσία, την οποία κανένας δεν μπορούσε δια της ψήφου του να αλλάξει. Η σημερινή εποχή ουδεμία σχέση έχει με την επταετία, καθόσον όχι μόνο έχει αποκατασταθεί η δημοκρατία στις μέρες μας αλλά, επιπλέον, παρέχεται η δυνατότητα στον πολίτη να αλλάξει το πολιτικό σκηνικό δια του δικαιώματος του εκλέγειν αλλά και του εκλέγεσθαι. Η αδυναμία αλλαγής του σκηνικού αυτού θα πρέπει να αναζητηθεί στα φαινόμενα κοινωνικής παθογένειας ή μάλλον αδιαφορίας και εφησυχασμού του μέσου νεοέλληνα παρά σε κάποια αντικειμενικά ανυπέρβλητα εμπόδια.
Έπειτα, θα μπορούσε, άραγε ο εμπνευστής του τσιτάτου αυτού να διαδηλώσει υπέρ του οποιουδήποτε νεκρού από αστυνομικό κατ' αυτό τον τρόπο κατά την εποχή της δικτατορίας; Αστειεύεστε προφανώς! Όποιος είχε τη φαεινή έμπνευση να καταφύγει σε τέτοιες πρακτικές, θα κατέληγε μπουζουριασμένος και θα έτρωγε και κάμποσες "ψιλές", ανάλογα με τον επαγγελματικό ζήλο του αστυνομικού, που θα τον συνελάμβανε. Και αν συμβαίνει ενίοτε και σήμερα το ίδιο, σίγουρα τότε δεν υπήρχαν και πολλοί εισαγγελείς, που να τολμούσαν να αφήσουν ελεύθερους τους όποιους συλληφθέντες για παρόμοιες καταστάσεις. Και αν η υπόθεση έφτανε και στα δικαστήρια, τότε η καμπάνα θα ηχούσε βαρύτατη για τον όποιο διαδηλωτή. Για να μην αναφερθούμε στην τύχη του διαδηλωτή, που θα τολμούσε να επιδοθεί σε πάσης φύσεως βανδαλισμούς και δη στην αναγραφή τέτοιου συνθήματος, όπως το παραπάνω. Αν, μάλιστα, ανακαλέσουμε εκείνες τις εποχές, θα δούμε, ότι τότε χιλιάδες συμπολίτες μας αδυνατούσαν να ανεύρουν την παραμικρή εργασία, με μόνο έγκλημά τους την ένταξή τους στην Αριστερά, ενδεχόμενο αδιανόητο στη σημερινή εποχή.
Προφανώς και υπάρχουν καταστάσεις στη σύγχρονη Ελλάδα, οι οποίες δεν είναι απόλυτα συμβατές με τις δημοκρατικές ελευθερίες. Ωστόσο, όμως, εξίσου ασύμβατες με τη δημοκρατία είναι και οι εικόνες, που είδαμε τόσο πέρσυ όσο και φέτος, όπου μια μειοψηφία κουκουλοφόρων οπλισμένων με καδρόνια προέβησαν σε πάσης φύσεως καταστροφές περιουσιών τρίτων, ενώ η φιλήσυχη πλειοψηφία συνέχιζε να διαδηλώνει, αδιαφορώντας για τους ελάχιστους αυτούς μυαλοφυγόδικους, που αμαύρωναν την πορεία. Και μην βιαστείτε να μιλήσετε για προβοκάτσια της ΕΛ.ΑΣ., επικαλούμενοι ορισμένες φωτογραφίες, που είδαν πέρσυ το φως της δημοσιότητας, καθόσον αφενός δεν αποδεικνύεται, ότι οι εν λόγω προβοκάτορες ευθύνονται για τις όποιες φθορές αφετέρου έχω προσωπικά βαρεθεί να ακούω και διαβάζω εμβριθείς αναλύσεις, όπου οι διαδηλωτές εμμένουν στην επίρριψη ευθυνών στην ΕΛ.ΑΣ., ενώ επιφυλάσσουν για τον εαυτό τους το φωτοστέφανο του άσπιλου και άμωμου διαδηλωτή, που δεν εγκρίνει αυτά τα επεισόδια. Αλλά δεν κάνει και τίποτα, για να τα σταματήσει, θα προσέθετα, καθόσον στα τρίσβαθα της ψυχής του θεωρεί, ότι με αυτά τα επεισόδια θα ασχοληθεί η κοινή γνώμη με τη διαδήλωση.
Εξακολουθώ να πιστεύω, ότι είναι σημαντικό να ανακαλεί κανείς, έστω υπό τη μορφή επετείου, γεγονότα, που σημάδεψαν την εποχή μας, όπως το θάνατο του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, παρόλες τις υπερβολές, που το συνόδευσαν. Αλλά η ταύτιση της εποχής μας με τα χρόνια της χούντας προδίδει την αβάσταχτη ελαφρότητα του απαίδευτου και ανιστόρητου φανατικού, ο οποίος περιμένει τέτοια γεγονότα, για να κάνει το κομμάτι του. Το οποίο, παρεμπιπτόντως, ούτε στα πιο τρελλά του όνειρα δεν θα μπορούσε να κάνει επί χούντας.

2 σχόλια:

Ιφιμέδεια είπε...

Συμφωνώ απολύτως με όσα γράφεις.
Δυστυχώς ο νεοέλληνας (με όλη τη γενικολογία του όρου δυστυχώς) αισθάνεται άνετα στο ρόλο του καταπιεσμένου. Κι όταν δεν καταπιέζεται, τσιγκλάει τα όρια, προκαλεί αντιδράσεις, ουπς, νάτο! καταπιέστηκε.

περιούσιος είπε...

@ Ιφιμέδεια

Ο νεοέλληνας έχει πείσει τον εαυτό του, ότι είναι καταπιεσμένος, κυρίως επειδή δεν θέλει να κάνει κάτι, ώστε να αλλάξει εκείνες τις καταστάσεις, που τον καταπιέζουν ή υποτίθεται, ότι τον καταπιέζουν. Και ενίοτε καταφεύγει σε ρητά, όπως το υπό σχολιασμό, εμπνευσμένο μάλλον από πρόσωπο, το οποίο δεν είχε γεννηθεί στα χρόνια της χούντας και σίγουρα δεν έχει αναμνήσεις από εκείνη την εποχή.