Κάπου στην εφηβεία σου κατάλαβες, ότι ήσουν διαφορετικός μα δεν τολμούσες να το πεις. Και σε ποιόν να το πεις, που ζούσες σε μια ταπεινή επαρχιακή πόλη, όπου τέτοια φαινόμενα ήταν αδιανόητα και κάθε άλλο παρά αποδεκτά; Οι γονείς σου θα τρελλαίνονταν, πιθανότατα θα σε απέδιωχναν, και ο περίγυρός σου θα σε περιθωριοποιούσε, οπότε το κατάπιες και προσπάθησες να πείσεις τον εαυτο σου, ότι είσαι σαν τους πολλούς. Μόνο που σου καθόταν στο στομάχι αλλά δεν ήθελες να κάνεις αλλιώς. Οι περιστάσεις, βλέπεις.
Κάποτε πέρασες στο πανεπιστήμιο και μετακομίσατε οικογενειακώς στη μεγάλη πόλη, όπου έδρευε η σχολή σου. Φυσικά, συνέχισες να κρύβεις αυτό, που αισθανόσουν. Μπορεί η πόλη να ήταν μεγαλύτερη αλλά η νοοτροπία ελάχιστα διέφερε από αυτή της ιδιαίτερης πατρίδας σου και πάντως όχι τόσο, ώστε να το εξωτερικεύσεις. Συνήψες σχέσεις με το άλλο φύλο, ποιος ξέρει με ποια πραγματικά συναισθήματα αλλά το σαράκι συνέχιζε να σε κατατρώει, που υποκρινόσουν κάτι, το οποίο δεν ήσουν. Τα βράδυα έπεφτες για ύπνο γεμάτος ενοχές, που δεν ήθελες να πεις την αλήθεια, τουλάχιστον στους γεννήτορές σου. Και ντρεπόσουν να το πεις και στους φίλους σου, αφού πίσω από τα χαμόγελα και τις φιλοφρονήσεις τους δεν ήξερες, μήπως κρυβόταν κάποια μισαλλοδοξία κατά των προσώπων, που ανήκαν στην ίδια κατηγορία με σένα. Και όταν ερχόταν η κουβέντα σε πρόσωπα, που είχαν τις ίδιες τάσεις με σένα, τότε αυτή διολίσθαινε σε χοντρά καλαμπούρια και ρατσιστικά σχόλια, που σε ωθούσαν να κλειστείς ακόμα περισσότερο στο καβούκι σου.
Και τα χρόνια περνούσαν και εσύ υπέφερες, που δεν ήξερες πως να εκφράσεις αυτό, που ένοιωθες, χωρίς να σε πάρουν με τις κοτρώνες. Διότι είχες την ατυχία να ζεις στην ωραιότερη χώρα του κόσμου, σύμφωνα με τη διαφημιστική καμπάνια του Ε.Ο.Τ., στην οποία, όμως, μόνο ανάλογες αντιλήψεις δεν επικρατούν για πρόσωπα, όπως εσύ. Στη χώρα, όπου ο ανώτατος εκκλησιαστικός άρχων μιλούσε για ανθρώπους με "κουσούρι" και κανένας πολιτικός δεν τολμούσε να το συνετίσει, έκρινες, ότι δεν ήταν σώφρων να μιλήσεις. Χώρια, που ήσουν οικονομικά εξαρτημένος από τους δικούς σου και δεν έπαιρνες και όρκο, ότι θα αποδέχονταν την ιδιαιτερότητά σου. Μώκο, λοιπόν, και έχει ο Θεός!
Κάποτε έφυγες για μεταπτυχιακές σπουδές στο εξωτερικό. Άλλα ήθη αλλά εσύ εκεί κουμπωμένος, αφού οι ενοχές, που σου είχε φορτώσει η κοινωνία της χώρας σου, δεν σου επέτρεπαν να εκδηλωθείς και ας έβλεπες, ότι ήσουν σε άλλη χώρα. Και αν το μάθουν οι γονείς μου ή οι φίλοι μου, αναρωτιόσουν και σε έλουζε κρύος ιδρώτας. Τους λυπόσουν και δεν έβλεπες, ότι δεν λυπόσουν τον ίδιο σου τον εαυτό. Οι φοβίες, με τις οποίες σε ανέθρεψαν, εξακολουθούσαν και αποτελούσαν τα βαρίδια, που δεν σε άφηναν να ξεσκεπάσεις τον πραγματικό εαυτό σου.
Τελικά, το πήρες απόφαση, ότι δεν άντεχες άλλο να υποκρίνεσαι, και φανερώθηκες. Πλέον ζούσες σε κάποια δυτικοευρωπαϊκή χώρα. Και όχι μόνο σε δέχθηκε ο κόσμος εκεί, τουλάχιστον οι περισσότεροι από αυτούς, με χαρά αλλά σεβάστηκε τις προτιμήσεις σου. Ούτε κουδούνια ούτε κραξίματα, σαν αυτά που θα σε φιλοδωρούσαν οι λιπαροί ιεροκήρυκες της, δήθεν, σεξουαλικής ορθότητας, που η νοοτροπία τους έχει διαποτίσει την πλειονότητα της χώρας μας. Ο απόλυτος σεβασμός στην ιδιαιτερότητα! Οπότε και εσύ μας μούντζωσες - και πολύ καλά έκανες - και αποφάσισες να ριζώσεις εκεί στα ξένα. Άσε, που είχες μια δουλειά πολύ καλή, η οποία δεν εξαρτιόταν από πολιτικές αλλαγές και ουρανοκατέβατα βύσματα-αντικαταστάτες σου.
Σε έτρωγε, όμως, να το πεις στους δικούς σου. Οι γεννήτορές μου είναι, γαμώτο, σκέφτηκες, και αποφάσισες να τους το φανερώσεις, όταν θα έρχονταν να γιορτάσουν μαζί σου τα Χριστούγεννα. Και το έπραξες.
Μια περήφανη καταστροφή, έγραψες στο προφίλ σου στο φατσοβιβλίο λίγα λεπτά μετά τα αποκαλυπτήρια. Οι γονείς σου έπεσαν του θανατά στο άκουσμα των μαντάτων, λες και ήσουν ο χειρότερος εγκληματίας του κόσμου. Οι αντιδράσεις τους ξεκίνησαν από την έκληξη, κυμάνθηκαν στην άρνηση και μετεξελίχθηκαν σε ασυγκράτητη οργή. Και η οργή αυτή εκφράστηκε με απρεπείς εκφράσεις και βίαιες χειρονομίες και κατέληξε στην αποχώρησή σου από την οικία σου, μέχρι που σου τηλεφώνησε ο αδελφός σου να σε ενημερώσει, ότι οι δικοί σου έφυγαν εσπευσμένα για την Ελλάδα, αφήνοντας στο σπίτι σου όσα τους είχες δωρίσει για τις γιορτινές αυτές ημέρες. Α, και δηλώνοντας κατηγορηματικά, ότι θα μηνύσουν το πρόσωπο, που θεωρούν υπεύθυνο για την τάση σου, λες και η ομοφυλοφιλία είναι σαν τις κομματικές πεποιθήσεις να την ασπάζεσαι ανάλογα με τις παρέες σου. Χώρια, που απείλησαν, ότι θα πουν παντού, τι είσαι.
Κάθησες μόνος σου στο σαλόνι του σπιτιού σου, προσπαθώντας να ξεκουράσεις τη σκέψη σου. Δεν ήξερες πως να νοιώσεις. Από τη μια είχες βγάλει από μέσα σου αυτό, που σε βασάνιζε από την εφηβεία σου αλλά δεν ήσουν ξαλαφρωμένος. Είχες, βλέπεις, διαρρήξει οριστικά τις σχέσεις σου με τους γονείς σου και αυτό σου είχε τσακίσει την ψυχή. Παραήταν βαριά όσα σου είπαν και ας οφείλονταν στην έκπληξη, που ένοιωσαν, όταν τους το είπες. Τέτοια λόγια δεν επιτρέπεται να ακουστούν από γονείς, σου ψιθύριζε η φωνή της συνείδησής σου. Και εσύ συγχυζόσουν. Και όσο συγχυζόσουν, τόσο έλεγες μέσα σου, ότι κάλλιο να μην είχε γεννηθεί άνθρωπος αλλά οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός στη φύση, χωρίς οικογενειακούς δεσμούς και την υποχρέωση να απολογείσαι σε μια κοινωνία για τις σεξουαλικές προτιμήσεις σου, ενώ έξω από το σπίτι σου το χιόνι έπεφτε στους έρημους δρόμους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου