Όταν ήμουν μαθητής του Δημοτικού και ετύγχανε το σχολείο μου να λειτουργεί σε απογευματινή βάρδια, ένα από τα πιο ευχάριστα καταφύγιά μου ήταν η βιβλιοθήκη του παππού μου. Μεγάλωσα μεν σε ένα σπίτι, όπου οι γονείς μου διάβαζαν αλλά τα βιβλία τοποθετούνταν σε ράφια, κάτω από τα οποία μπορούσε κανείς να βρει μπιμπελό, διακοσμητικά και άλλα αντικείμενα, ήτοι δεν ήταν η καθαυτή βιβλιοθήκη, που με ενέπνεε να την εξερευνήσω, χωρίς αυτό να σημαίνει, ότι γλύτωσαν τα βιβλία αυτά από την περιέργειά μου.
Η βιβλιοθήκη του παππού μου ήταν μια πραγματική και αμιγής βιβλιοθήκη. Κανένα παράταιρο αντικείμενο δεν κατελάμβανε το χώρο της παρά μόνο βιβλία απλώνονταν στις τέσσερις σειρές των ραφιών της. Παρακινημένος από ένα άγνωστο τότε σε μένα ένστικτο άρχισα να κατεβάζω τα βιβλία αυτά και να τα φυλλομετρώ. Τα ιστορικά βιβλία είχαν την τιμητική τους, υπήρχαν αρκετές μονογραφίες για πολιτικά και νομικά ζητήματα της εποχής ανάμεσα στο '30 και το '60, κάποιοι λογοτέχνες, όπως ο Καραγάτσης και ο Κάσδαγλης, ελάχιστες ποιητικές συλλογές, λ.χ. του Σεφέρη, και ορισμένες πολύτομες παγκόσμιες ιστορίες, τις οποίες, τρελλός ων με την ιστορία, διάβαζα συνεχώς.
Ελάχιστοι φίλοι μου διάβαζαν εκείνο τον καιρό. Ίσως έφταιγε η μικρή μας ηλικία - ήμαστε, ακόμα, μαθητές των πρώτων τάξεων του δημοτικού - αλλά και η ταπεινή καταγωγή ορισμένων εκ των συμμαθητών μου, στις οικογένειες των οποίων προτεραιότητα είχε η εξασφάλιση του επιούσιου, ενώ τα βιβλία είχαν επιεικώς εξοβελιστεί από τη σκέψη τους. Ήταν μια εποχή όχι πολύ μακρυά από τη σημερινή, όπου ελάχιστες μανάδες εργάζονταν και, ως εκ τούτου, τα οικονομικά πολλών συμμαθητών μου ήταν περιορισμένα. Έτσι, σχεδόν κανένας τους δεν διάβαζε, ενώ ακόμα και τα δημοφιλή κόμικς εκείνης της εποχής ήταν απαγορευτικά για το βαλάντιό τους. Συνεπώς, ανήκα στην τάξη των προνομιούχων μαθητών, οι οποίοι οχι μόνο είχαν πρόσβαση σε βιβλία αλλά και η οικογένειά μου με ενεθάρρυνε, ώστε να διαβάζω.
Ύστερα, μεγαλώσαμε, συνταξιοδοτήθηκαν οι δικοί μου και δεν υπήρχε, πλέον, λόγος να μας αφήνουν στο σπίτι του παππού μου. Επιπλέον, ο ελεύθερος χρόνος μας είχε μειωθεί δραστικά, συνεπεία των φροντιστηρίων για την προετοιμασία μας για τις πανελλαδικές εξετάσεις, οπότε η ανάγνωση εξωσχολικών βιβλίων παραπέμφθηκε στις καλένδες. Ευτυχώς όχι στις ελληνικές!
Πέρασαν αρκετά χρόνια, μέχρι να ξαναβρεθώ στο δωμάτιο, όπου ο παππούς μου είχε τη βιβλιοθήκη του. Με νοσταλγία ξεκίνησα να αγγίζω τις δερματόδετες ράχες των σκονισμένων βιβλίων του και να προσπαθώ να ανακαλέσω στην επιφάνεια της μνήμης μου τους τίτλους και το περιεχόμενό τους. Και τότε κατάλαβα κάτι, που δεν θα μπορούσα με την πενιχρή γνώση των μικράτων μου να συλλάβω.
Ο παππούς μου, όπως και όλη μου η οικογένεια, ανήκε στο στρατόπεδο των νομιμοφρόνων, όπως αυτό διαμορφώθηκε κατά τη μετεμφυλιακή περίοδο. Τοποθετούνταν κάπου στο κέντρο, με συνέπεια να αποφύγει τις ακραίες κομμουνιστοφαγικές εκδηλώσεις των μετεμφυλιακών ετών, που τόσο στιγμάτισαν τον τόπο. Ωστόσο, λόγω της θέσης του στην επαρχιακή μας πόλη, επιθυμούσε να μη δινει λαβές, με αποτέλεσμα να απουσιάζουν από τη βιβλιοθήκη του βιβλία γραμμένα από ύποπτους πολιτικά συγγραφείς. Ενώ, λοιπόν, υπήρχε πλεόνασμα σε Καραγάτση, δεν έβρισκες στη βιβλιοθήκη του ούτε σελίδα από το Δημήτρη Χατζή. Ο Σεφέρης ήταν παρών αλλά απουσίαζε ο Ρίτσος. Και στα όποια ιστορικά βιβλία αναφέρονταν στον Εμφύλιο πόλεμο κυριαρχούσε το λεξιλόγιο αλλά και η συναισθηματική φόρτιση της εποχής, χώρια, που γινόταν αναφορά στην αντίσταση του ΕΔΕΣ στους κατακτητές αλλά καμμία νύξη για ανάλογες ενέργειες του ΕΛΑΣ πολλώ δε μάλλον στις αγριότητες σε βάρος των κομμουνιστών.
Δεν επιθυμώ να κατηγορήσω τον παππού μου για τη σύνθεση της βιβλιοθήκης του. Οι συνθήκες της εποχής επέβαλαν να διαθέτει κανείς αρκετά αποθέματα γενναιότητας, ώστε να εξοπλίζει τη βιβλιοθήκη του με βιβλία ή μελέτες, οι συντάκτες των οποίων είχαν την ατυχία, εκείνη την εποχή, να διαλέξουν το στρατόπεδο των ηττημένων του Εμφυλίου Πολέμου. Και όταν είχε κανείς πίσω του μια οικογένεια, η επιβίωση της οποίας εξαρτιόταν από αυτόν, τότε ήταν ίσως άστοχο να προβαίνει κανείς σε τέτοιους ηρωισμούς, οι οποίες στιγμάτιζαν το μέλλον των παιδιών του και έθεταν σε κίνδυνο την επιβίωσή τους.
Είναι πολύ εύκολο να κατηγορήσει κανείς για ενδοτισμό και παθητικότητα εξομοιούμενη με συνέργεια όσους δεν αντιστάθηκαν τότε στον υστερικό αντιαριστερισμό, που χαρακτήρισε τη νεότερη Ελλάδα από την εποχή του Ελευθερίου Βενιζέλου έως τη Μεταπολίτευση. Σαφώς και υπήρξαν πρόσωπα, τα οποία πήραν το ρίσκο και δεν έκρυψαν τις αναγνωστικές τους συνήθειες, που ήταν λίγο πολύ συνυφασμένες με τις πολιτικές τους αντιλήψεις. Σε μια πόλη, όπως λ.χ. η Αθήνα, κάτι τέτοιο ίσως μπορούσε να γίνει σχετικά άνετα, αφού μέσα στο χάος της όποιος αγόραζε βιβλία "υπόπτων" συγγραφέων, μπορούσε να χαθεί στο πλήθος, ενώ στην επαρχία κάτι τέτοιο ισοδυναμούσε με πιθανό στιγματισμό του με ό,τι επακόλουθα μπορούσε αυτό να είχε για τον βιβλιόφιλο και, κυρίως, για την οικογένειά του. Και οι εποχές εκείνες μπορεί να προσφέρονταν για ηρωισμούς αλλά δεν είχαν όλοι τις απαιτούμενες αντοχές, ώστε να αντέξουν τις συνέπειές τους, ιδίως αν διέτρεφαν οικογένεια η δε απουσία αντοχών δεν κατατάσσει αυτοματα όσους δεν στηλίτευσαν τον ακραίο αντικομμουνισμό της εποχής εκείνης στη λίστα των βολεμένων.
Συνέχιζα να χαϊδεύω τα παμπάλαια βιβλία αναλογιζόμενος πόσο άσχημες συνθήκες ανάγκαζαν τους ανθρώπους της εποχής εκείνης να περιορίζουν τα αναγνώσματά τους, προκειμένου να μην έλθουν αντιμέτωποι με τη μετεμφυλιακή λογική, που είχε διαποτίσει τον κρατικό μηχανισμό των ημερών τους και μαζί ένς υπολογίσιμο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας της εποχής εκείνης. Και μακάρισα τον εαυτό μου, που έχει τη δυνατότητα να ζει σε ένα κόσμο όχι τέλειο ούτε ιδανικό αλλά, τουλάχιστον, χωρίς τις πολιτικές υπερβολές του πρόσφατου παρελθόντος και τις συνέπειές τους στις αναγνωστικές προτιμήσεις του κόσμου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου