Μετά την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού το 1949, χιλιάδες Έλληνες εξορίστηκαν στις χώρες του τότε υπαρκτού σοσιαλισμού. Η τύχη του κυμάνθηκε από την καταξίωση στις νέες πατρίδες τους μέχρι τις διώξεις τους, λόγω διαφωνιών τους με την πολιτική του Κ.Κ.Ε. αλλά και λόγω των εκκαθαρίσεων κατά τις αλλαγές στην ηγεσία αυτού.
Με την τύχη ενός πολεμιστή του Δημοκρατικού Στρατού καταπιάνεται ο συγγραφέας Αλέξης Πάρνης στο ογκώδες μυθιστόρημά του "Η ΟΔΥΣΣΕΙΑ ΤΩΝ ΔΙΔΥΜΩΝ"(Εκδόσεις Καστανιώτη). Κεντρικός ήρωας του βιβλίου αυτού είναι ο Γιάννης Καστρινός, πολιτικός επίτροπος του Δημοκρατικού Στρατού, ο οποίος ακολουθεί το δρόμο της εξορίας και καταλήγει στην Τασκένδη, τόπο, όπου συγκεντρώθηκε ένα μεγάλο μέρος των εξορίστων Ελλήνων κομμουνιστών. Η λαμπρή πορεία του στο Κόμμα αλλά και η ταχύτατη προσαρμογή στη νέα πατρίδα του ανοίγουν πλατείς δρόμους μπροστά του. Σύντομα, όμως, διαπιστώνει, ότι η ελευθερία, για την οποία αγωνίστηκε, δεν είναι δεδομένη ούτε στην Ε.Σ.Σ.Δ. ούτε καν στο ίδιο το Κόμμα. Αποφασίζοντας να παραμείνει πιστός στις αρχές του, αρχίζει να υφίσταται τις συνέπειες της στάσης του αυτής, χάνοντας σημαντικές ευκαιρίες, ενώ η οριστική πτώση του θα λάβει χώρα μετά την καθαίρεση του τότε πανίσχυρου γενικού γραμματέα του Κ.Κ.Ε., Νίκου Ζαχαριάδη και θα συμπαρασύρει την οικογένειά του.
Το βιβλίο αναφέρεται στην πορεία του Κ.Κ.Ε. κατά το χρονικό διάστημα 1951-1959. Από τα χρόνια της άκρατης προσωπολατρείας στο Στάλιν και του τρόμου, που είχαν προκαλέσει οι σταλινικές διώξεις μέχρι την αποσταλινοποίηση επί Χρουστσόφ και τα εντεύθεν δειλά ανοίγματα της Ε.Σ.Σ.Δ. προς τη Δύση, οι μεταλλάξεις του κομμουνισμού είναι έντονες και συμπαρασύρουν και το Κ.Κ.Ε., το οποίο παρουσιάζεται ως έρμαιο της σοβιετικής πολιτικής εξού και η πτώση του Ζαχαριάδη με τη συμμετοχή αρκετών μέχρι πρότινος συνοδοιπόρων του, οι οποίοι ασμένως δέχθηκαν να παίξουν το παιχνίδι της σοβιετικής εξουσίας. Στα χρονικό αυτό διάστημα, ένα σημαντικό ποσοστό των εκπατρισμένων Ελλήνων είδαν τα όνειρά τους για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού να συντρίβονται από τη σκληρή πραγματικότητα, αφού ο καιροσκοπισμός ορισμένων εκ των κορυφαίων στελεχών του και ο ωμός παρεμβατισμός των Σοβιετικών στα εσωτερικά του Κόμματος κυριάρχησαν. Αυτές οι καταστάσεις σκαγραφούνται με πειστικότητα από το συγγραφέα, ο οποίος υπήρξε πολιτικός εξόριστος έως τα μέσα της δεκαετίας του '60 και έζησε από κοντά τις καταστάσεις αυτές. Συν τοις άλλοις, η επιδιωκόμενη παύση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, που ευαγγελιζόταν η Ε.Σ.Σ.Δ., όχι μόνο δεν έπαυσε αλλά απλά στη θέση των καπιταλιστών ήλθε το αδυσώπητο κομμουνιστικό κράτος, όπως μαρτυρούν και οι συνθήκες εργασίας στα εργοστάσια της Τασκένδης, όπου εργάζονταν οι περισσότεροι Έλληνες εξόριστοι.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, ο Γιάννης Καστρινός (κύριο όνομα που συμβολίζει το λαό ή ένα σημαντικό κομμάτι του του στη νεότερη γραπτή και προφορική ελληνική παράδοση) παλεύει να παραμείνει πιστός στις αρχές του και να κρατήσει αρτιμελή τη συνείδησή του, τη στιγμή που οι συμφεροντολόγοι κυριαρχούν σε βάρος των πολλών. Η συνείδησή του αυτή αποτελεί το δίδυμο του Καστρινού, η οποία υπαγορεύει τη στάση, που πρέπει να τηρήσει. Η συνέπειά του αυτή τιμωρείται σκληρά. Χάνει σημαντικές ευκαιρίες να καταξιωθεί και απομονώνεται από την κοινότητα των Ελλήνων της Τασκένδης, επειδή υποστηρίζει το δίκαιο ενός συμπολεμιστή του. Στην πορεία, ακολουθεί τη σκληρή τύχη όσων υποστήριξαν το Ζαχαριάδη.
Σκοπός του συγγραφέα είναι να καταδείξει, ότι όσο αντίξοες και αν είναι οι συνθήκες, στο τέλος εκείνος, που διατηρεί ακέραιη τη συνείδησή του και παραμένει πιστός στις ιδέες του, δικαιώνεται. Μέσα από τις διώξεις και τις κακουχίες, ο κεντρικός ήρωας αποτελεί κατά κάποιο τρόπο ένα ιδανικό σοσιαλιστικό ήρωα αλλά αντεστραμμένο. Δεν πρόκειται, δηλαδή, για το κλασσικό σοσιαλιστικό πρότυπο, που υμνεί το σοσιαλισμό και τα επιτεύγματά του, αλλά για τον πιστό ιδεολόγο, που αντιστέκεται στις διαστρεβλώσεις του σοσιαλισμού και υφίσταται τις συνέπειες της στάσης του αυτής, χωρίς να οπισθοχωρήσει. Και μέσα από το δράμα του Καστρινού ο συγγραφέας καταγγέλει την αλλοίωση του σοσιαλισμού και την σκοπιμότητα, που κυριάρχησε και οδήγησε στις διώξεις στελεχών, που είχαν αγωνιστεί για την ελευθερία, αλλά και στην προδοσία του αγώνα και των ιδανικών των στελεχών αυτών.
Ο Καστρινός βαδίζει το μοναχικό του δρόμο κόντρα στις αδικίες της παράταξής του και τους διωγμούς, που εξαπολύουν οι εγκάθετοι αντιζαχαριαδικοί εναντίον αυτού και των ομοϊδεατών του.Επιλέγει να μη σιωπήσει στην αδικία, που βλέπει να λαμβάνει χώρα και να αναιρεί τους αγώνες του Δημοκρατικού Στρατού για ελευθερία και δικαιοσύνη παρά χαράσσει το δικό του δρόμο κόντρα στο ίδιο το Κόμμα αλλά και την ίδια τη σοβιετική πραγματικότητα, όπου η όποια διαφοροποίηση δεν περνούσε ακριβώς απαρατήρητη.
Ο συγγραφέας δεν μένει αμέτοχος στις εξελίξεις, που στιγμάτισαν το Κ.Κ.Ε. κατά τα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια. Οι ωμές παρεμβάσεις του σοβιετικού ιερατείου, με αποκορύφωμα την καθαίρεση του Νίκου Ζαχαριάδη από τη θέση του Γ.Γ. του Κ.Κ.Ε. και την τοποθέτηση του άχρωμου και απόλυτα πειθήνιου Κολιγιάννη στη θέση του αλλά και η ξαφνική μεταστροφή ακόμα και των ακραιφνών ζαχαριαδικών της Κ.Ε. του Κ.Κ.Ε., η αδυναμία ή απροθυμία του να ελέγξει όσα μέλη του δρούσαν παράτυπα αλλά και οι φατριασμοί στους κόλπους του, που θα οδηγήσουν στη διάσπαση του 1968, καταγράφονται με αρκετές λεπτομέρειες και καταδεικνύουν μια κάθε άλλο παρά ειδυλλιακή κατάσταση στην κοινότητα των εξορίστων Ελλήνων.
Βέβαια, οι προτιμήσεις του συγγραφέα είναι ολοφάνερες. Ο Ζαχαριάδης παραμένει στο απυρόβλητο και οι επιλογές του κρίνονται απόλυτα δικαιολογημένες. Η διαγραφή λαμπρών στελεχών, όπως ο Βαφειάδης και ο Καραγιώργης, προσπερνιέται ως απαραίτητη. Η περιβόητη επιστολή του Ζαχαριάδη από το κελλί της Ασφάλειας τον Οκτώβριο του '40, που καλούσε τον ελληνικό λαό να σταθεί στο πλευρό της κυβέρνησης Μεταξά απέναντι στην επίθεση της Ιταλίας, χαρακτηρίζεται ως πειστήριο, ότι ο εν λόγω Γ.Γ. του Κ.Κ.Ε. δεν ήταν δουλικά ευθυγραμμισμένος με τις ντιρεκτίβες της Ε.Σ.Σ.Δ., δεδομένου του τότε ισχύοντος Ρίμπεντροπ-Μολότοφ (μια βραχύβια συμμαχία μεταξύ Άξονα και Ε.Σ.Σ.Δ.), σε αντίθεση με τους πολεμίους του, αλλά καμμία κουβέντα δεν γίνεται για τις άλλες δύο επιστολές του Ζαχαριάδη, οι οποίες ήταν απόλυτα ευθυγραμμισμένες με το πνεύμα της Ε.Σ.Σ.Δ., χώρια, που ουδόλως ασχολείται με τις ανελέητες εκκαθαρίσεις της δεκαετίας του '30, που έθεσαν εκτός Κόμματος στελέχη με σπουδαία παρουσία, στις οποίες ο Ζαχαριάδης πρωταγωνίστησε. Ουκ ολίγη αντιπάθεια κρύβει και η απροθυμία του συγγραφέα να κατονομάσει του "δραπέτη", μέλος της Κ.Ε. του Κ.Κ.Ε. μετά την αποπομπή του Ζαχαριάδη (μάλλον πρόκειται για το δραπέτη των φυλακών των Βουρλών και μετέπειτα Γ.Γ. του Κ.Κ.Ε., Χαρίλαο Φλωράκη).
Πέρα, όμως, από τις όποιες προτιμήσεις του συγγραφέα, η αποτύπωση της άσχημης πραγματικότητας στην κοινότητα των Ελλήνων της Τασκένδης δίδεται ρεαλιστικά και χωρίς την παραμικρή ωραιοποίηση. Ούτε υποκλίσεις επιφυλάσσονται για τους σοβιετικούς συντρόφους, με ελάχιστες εξαιρέσεις, που οι περισσότερες εξ αυτών βαρύνονται με αρκετές αμαρτίες στα χρόνια του σταλινικού τρόμου, ούτε χαρίζεται στην ηγεσία του Κ.Κ.Ε. - με την εξαίρεση του Ζαχαριάδη - και το ρόλο της στις διενέξεις των εξόριστων Ελλήνων. Η ανάγνωση κυλάει αβίαστα και αν κάτι ίσως αποθαρρύνει τον αναγνώστη, αυτό είναι ο όγκος του βιβλίου -930 σελίδες, περίπου -, ο οποίος θα μπορούσε να είναι αρκετά μικρότερος, αν ο συγγραφέας δεν ήθελε να συμπεριλάβει όσα είδε και έζησε στα χρόνια της εξορίας του στη Σοβιετική Ένωση. Η δε γραφή του τσακίζει τα όσια και ιερά του Κ.Κ.Ε., χωρίς να αφήνει τίποτα ασχολίαστο και χωρίς να φείδεται κατηγοριών για καταστάσεις, που κόστισαν στο συγκεκριμένο κόμμα και του στέρησαν ένα μεγάλο κομμάτι των οπαδών του.
Κατατοπιστικό και ρεαλιστικό, παρά το μέγεθός του, το βιβλίο αυτό αποτελεί μια τοιχογραφία της μετεμφυλιακής τύχης των εκπατρισμένων μαχητών του Δημοκρατικού Στρατού και κομμουνιστών γενικότερα. Και, παρά τις αντιξοότητες, αφήνει τον ήρωά του περήφανο να μιλήσει και να πει, ότι αξίζει να πολεμάς και να αγωνίζεσαι για μια ιδέα, η οποία, και αν εσύ χαθείς, αυτή παραμένει αλώβητη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου