Με το συγγραφέα Δημήτρη Μαμαλούκα είχα ασχοληθεί ξανά στο πρόσφατο παρελθόν με αφορμή το μυθιστόρημά του "Η ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΤΟΥ" και είχα σταθεί στο ταλέντο του να γράφει ιστορίες εμπνευσμένες από την καθημερινότητα σε κινηματογραφικούς ρυθμούς και με καθηλωτική γραφή.
Το νέο του πόνημα, η νουβέλα "ΚΟΠΕΛΑ ΠΟΥ ΣΕ ΛΕΝΕ ΦΙΝΙ"(Εκδόσεις Λιβάνη) ακολουθεί αυτή τη γραμμή εν μέρει, αφού ξεφεύγει από την καθημερινότητα και στρέφεται στην επιστημονική φαντασία. Εδώ πρωταγωνιστεί η Φίνι, μια κοπέλα, η οποία ζει και εργάζεται από μικρό παιδί έγκλειστη σε ένα εργοστάσιο-κάτεργο μαζί με χιλιάδες άλλες ψυχές, εξαιτίας ενός αδικήματος, που διέπραξε ο πατέρας της. Ο τόπος και ο χρόνος, που εκτυλίσσεται η ιστορία, είναι άγνωστοι. Οι συνθήκες εργασίας θυμίζουν κάτι ανάμεσα στην εργατική τάξη του 19ου αιώνα και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης των ολοκληρωτικών καθεστώτων. Καθημερινή έγνοια της Φίνι είναι να επιβιώσει και να αποφύγει τους βιασμούς, που αποτελούν την καθημερινότητα στους θαλάμους των εργατών-κρατουμένων, όπου κοιμούνται άνδρες και γυναίκες μαζί. Μετά από ένα αναπόφευκτο βιασμό καταλήγει στο νοσοκομείο, όπου γνωρίζει τον Κοβάλσκι, ένα κρατούμενο στα τελευταία του, ο οποίος κάποτε είχε δραπετεύσει από το εργοστάσιο-κάτεργο και είχε φτάσει ένα βήμα πριν την ελευθερία. Ο Κοβάλσκι της δείχνει τη διαδρομή, που πρέπει να ακολουθήσει. Μαζί της στο σχέδιο είναι και ο Γκον, ένας νοσοκόμος οριακής νοημοσύνης, ο οποίος τη βοηθάει να δραπετεύσουν. Μόνο που η διαδρομή μέχρι την ελευθερία είναι σπαρμένη με εμπόδια, που δείχνουν ανυπέρβλητα. Και ο δρόμος μέχρι την ελευθερία μακρύς και αβέβαιος.
Το βιβλίο αναφέρεται σε μια ζοφερή κατάσταση, η οποία, όπως προαναφέραμε, θα μπορούσε να έχει συμβεί σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή. Μέσα από μια απάνθρωπη πραγματικότητα, η Φίνι προσπαθεί όχι μόνο να επιβιώσει αλλά και να κρατήσει το μυαλό της μακρυά από την αποκτήνωση, που τόσο ευνοούν οι συνθήκες διαβίωσής της. Η γνωριμία της με τον Κοβάλσκι της αναπτερώνει το ηθικό και τη βοηθάει να ανταπεξέλθει στη δύσκολη πορεία προς το ποτάμι, που χωρίζει τη ζοφερή χώρα της από την ελευθερία. Η δύναμη της σκέψης της δίνει το σθένος να προχωρήσει για μια, ακόμα, ημέρα στη φρικτή ειρκτή, ακόμα και όταν γύρω της όλα βυθίζονται στα Τάρταρα της ανθρώπινης κτηνωδίας.
Υπάρχουν στιγμές, που αισθάνεται κανείς, ότι βρίσκεται σε ένα κόσμο σαν αυτό, που ο Κόρμακ ΜακΚάρθυ περιγράφει στο μυθιστόρημα "Ο ΔΡΟΜΟΣ", όπου τα ανθρώπινα συναισθήματα έχουν παραμεριστεί προς όφελος της στυγνής επιβίωσης. Στο "ΔΡΟΜΟ" ο κόσμος έχει καταστραφεί από κάποιο ολοκαύτωμα, ενώ στο βιβλίο του κ. Μαμαλούκα η καταστροφή είναι καθαρά ηθική και έχει μετατρέψει τους ανθρώπους, κρατουμένους και εξουσιαστές, σε απάνθρωπα όντα, τα οποία γυρεύουν είτε να επιζήσουν με όποιο τίμημα είτε να εκμεταλλευτούν την ιδιότητά τους ως ελευθέρων - στην ουσία και αυτοί δεν είναι ακριβώς ελεύθεροι, αφού βρίσκονται στην απάνθρωπη αυτή χώρα, λόγω κάποιου παραπτώματος - σε βάρος των κρατουμένων. Η Φίνι δεν θέλει να ενταχθεί σε αυτή την κατηγορία και επιμένει να κρατάει αρκετή ανθρωπιά μέσα της, η οποία πιστεύει, ότι βρίσκει ανταπόκριση κατά τις τελευταίες ημέρες της στο κάτεργο. Το τέλος του βιβλίου αποτελεί την απάντηση στην πεποίθησή της αυτή.
Το βιβλίο θα μπορούσε να αποτελέσει μια σπουδή πάνω στις αρνητικότερες εκφάνσεις της ανθρώπινης ψυχολογίας, αν ο συγγραφέας δεν εριχνε το βάρος του βιβλίου περισσότερο στην ένταση, που σταδιακά καταλαμβάνει τον αναγνώστη σχετικά με την τύχη της ηρωίδας, και λιγότερο στην εμβάθυνση των χαρακτήρων του βιβλίου, ιδίως των κατώτερων ενστίκτων τους. Δεν θεωρώ, όμως, ότι αυτό αποτελεί ελάττωμα του βιβλίου, αφού αν σκοπός ενός βιβλίου είναι να ψυχαγωγήσει τον αναγνώστη, τότε ο κ. Μαμαλούκας το επιτυγχάνει και με το παραπάνω. Μπορεί να μη μένει κάτι βαθύ μετά το πέρας του βιβλίου αλλά οι αγωνιώδεις στιγμές κατά την ανάγνωσή του υπερκαλύπτουν και με το παραπάνω τις αναγνωστικές ανάγκες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου