Η πρόταση για ανάγνωση του βιβλίου αυτού ανήκε στους ιστολόγους Αλέξη και Χρυσάνθη του ιστολογίου alexis-cryssanthie.blogspot.com και η υπόθεσή του με συνεπήρε σε βαθμό, που αποφάσισα να το διαβάσω.
Η ιστορία ξεκινάει την παραμονή των Χριστουγέννων του 1995 στη Λισσαβώνα, όταν ο Κάρλος αποφασίζει να καλέσει τα δύο αδέλφια του για να περάσουν μαζί τα Χριστούγεννα. Λεπτομέρεια : ο Κάρλος έχει να μιλήσει με τα αδέλφια του 15 χρόνια. Η συνάντηση αυτή δεν θα πραγματοποιηθεί ποτέ αλλά μέσα από το μονόλογο του Κάρλος αλλά και των αδελφών του θα μάθουμε το λόγο, για τον οποίο δημιουργήθηκε η απόσταση αυτή ανάμεσα στα αδέλφια. Και τα τρία γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στην Αγκόλα την εποχή, που αυτή ήταν πορτογαλική αποικία, σε μια οικογένεια, όπου ο πατέρας, πρώην μηχανικός της Κότονανγκ ,της βελγοπορτογαλικής εταιρείας, που εκμεταλλευόταν τις φυτείες βαμβακιού της Αγκόλας, κατέληξε αλκοολικός και αδιάφορος για όλα τα παιδιά του, πλην της κόρης του, Κλαρίς, ενώ η μητέρα αναζητώντας ένα ενδιαφέρον στη ζωή της συνήψε σχέση με το διοικητή της τοπικής αστυνομίας, ενώ αναγκαζόταν να υπομείνει την κριτική της οικογένειάς της για το γάμο της αλλά και τα παιδιά της. Ο Κάρλος ήταν η ντροπή της οικογένειας, όντας μιγάς, που αγοράστηκε από τη μαύρη μητέρα του και στιγματίστηκε ακόμα περισσότερο, όταν αποφάσισε να παντρευτεί μια μαύρη, με την οποία ζει συμβατικά στο διαμέρισμά του στην Πορτογαλία. Η Κλαρίς ζει σε μια ελευθεριότητα ήδη από την εποχή, που έμενε στην Αγκόλα και στη Λισσαβώνα συντηρείται από τους ζάπλουτους εραστές της. Ο Ρούι, τρίτος αδελφός, πάσχει από επιληψία και καταφεύγει σε παρορμητικές ενέργειες, που του κοστίζουν τον εγκλεισμό του σε ένα ίδρυμα, τα έξοδα του οποίου πληρώνει η Κλαρίς. Και η Ιζίλντα, μητέρα των παιδιών αυτών, αρνείται να επιβιβαστεί στο πλοίο, που θα τους πάει στην Πορτογαλία, ενώ οι Πορτογάλοι αποχωρούν από την ήδη σπαρασσόμενη από τον εμφύλιο πόλεμο Αγκόλα, για να παραμείνει στο υποστατικό και να διαφυλάξει τις μνήμες της οικογένειάς της, πράξη, που θα τις κοστίσει αφόρητες κακουχίες.
Το θέμα του βιβλίου δεν είναι καθόλου ευχάριστο. Από την πρώτη κιόλας στιγμή ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται ότι οι πρωταγωνιστές του βιβλίου αυτού είναι μέλη μιας διαλυμένης οικογένειας, που μεγάλωσαν σε μια αποικία, της οποίας οι σχέσεις με τη μητρόπολη ήταν κάκιστες και διακρίνονταν τόσο από την κακή οργάνωση των σχέσεών τους όσο και από τον υποτιμητικό τρόπο, με τον οποίο η μητρόπολη αντιμετώπιζε τους αποίκους Πορτογάλους. Κυρίαρχο στοιχείο του χαρακτήρα των τεσσάρων κυρίων χαρακτήρων του έργου είναι η μοναξιά. Καθένα από τα παιδιά περνά τα Χριστούγεννά του μόνο του αναλογιζόμενο τα αίτια, που το έφεραν σε απόσταση με τα αδέλφια του. Η μητέρα περιφέρεται στην ερειπωμένη Αγκόλα μετά την κατάσχεση του σπιτιού της από μια από τις αντιμαχόμενες ομάδες, που δρούσαν στη χώρα αυτή, συντροφιά με δύο μαύρες υπηρέτριες και σκέφτεται την αποτυχία του γάμου της, την απόρριψη από την οικογένειά της, τον ξεπεσμό του άνδρα της αλλά και την κρυφή περιφρόνηση, που ένοιωθε γι' αυτή ο περίγυρός της. Ο μονόλογός της αγγίζει την παράνοια, ιδιαίτερα στα τελευταία κεφάλαια του βιβλίου, την οποία σκιαγραφεί με μεγάλη μαεστρία ο συγγραφέας, δεύτερος τη τάξει σπουδαίος Πορτογάλος συγγραφέας μετά το νομπελίστα Ζοζέ Σαραμάγκου και με εμπειρία από την Αγκόλα, όπου υπηρέτησε ως στρατιωτικός γιατρός το διάστημα 1971-1973. Στα πλεονεκτήματα του βιβλίου αυτού συγκαταλέγεται η άψογη σκιαγράφηση των χαρακτήρων αλλά και η περιγραφή του συναισθήματος της μοναξιάς των τριών αδελφών. Ακόμα, ο αναγνώστης θα βρει αρκετές πληροφορίες για την ιστορία της Αγκόλας, την εξέγερση των μαύρων το 1961, λόγω των αθλίων συνθηκών διαβίωσης και εκμετάλλευσής τους, που επίσης περιγράφεται με τα μελανότερα χρώματα, αλλά και της υποκίνησής τους από άλλες μεγάλες δυνάμεις της εποχής εκείνης, χωρίς να παραβλέπουμε και τη συμμετοχή της Κούβας στον ξεσηκωμό αυτό.
Δεν αποτελεί αρετή του βιβλίου αυτού το καταθλιπτικό θέμα της μοναξιάς αλλά και της εξαθλίωσης της μητέρας των τριών αδελφών. Κάποιες περιγραφές των θυμάτων των αντιμαχόμενων παρατάξεων αλλά και η απόλυτη ταπείνωση της μητέρας απλά ταράζουν τα ευαίσθητα στομάχια και προκαλούν οίκτο, ακόμα και αν διαβάζουμε ότι η μητέρα ουδέποτε ευαισθητοποιήθηκε με την στυγνή εκμετάλλευση των μαύρων στην αποικία αυτή. Τροχοπέδη, επίσης, για το μη συγκεντρωμένο αναγνώστη αποτελεί ο μακροπερίοδος λόγος, στον οποίο επιδίδεται ο συγγραφέας. Στο λόγο αυτό συχνά παρεμβάλλονται σκέψεις των πρωταγωνιστών από παλαιότερα επεισόδια της ζωής τους, με αποτέλεσμα ενίοτε ο ρυθμός της σκέψεως του συγγραφέα να κόβεται.
Συνοπτικά, πρόκειται για ένα πολύ αξιόλογο βιβλίο, που απαιτεί απόλυτη συγκέντρωση από τον αναγνώστη και δεν ενδείκνυται για ανάγνωση σε πολυσύχναστες παραλίες. Φρονώ, επίσης, ότι θα θυμίσει σε πολλούς την τύχη των Έλλήνων προσφύγων από τη Μικρά Ασία, όταν το ελληνικό κράτος τους αντιμετώπισε ως κατώτερης πάστας ανθρώπους. Με μια διαφορά, ότι οι μεν Έλληνες της Μικράς Ασίας ζούσαν εκεί επί 2.500 και πλέον χρόνια και απλά ξερριζώθηκαν από τις πατρογονικές τους εστίες, ενώ οι Πορτογάλοι πρόσφυγες της Αγκόλας απλά εστάλησαν εκεί από το πορτογαλικό κράτος για να δημιουργήσουν μια αποικία και το πορτογαλικό κράτος όχι μόνο τους παράτησε στη μοίρα τους, τουλάχιστον την εποχή, που διαδραματίζεται το βιβλίο, αλλά και τους αγνόησε, όταν αυτοί ξεβράστηκαν στην Πορτογαλία. Και σε αυτή την αντιμετώπιση των Πορτογάλων προσφύγων και την, εντεύθεν, συντριβή της μετέπειτα ζωής τους εστιάζει ο συγγραφέας. Και το επιτυγχάνει απόλυτα.
2 σχόλια:
"Με μια διαφορά, ότι οι μεν Έλληνες της Μικράς Ασίας ζούσαν εκεί επί 2.500 και πλέον χρόνια και απλά ξερριζώθηκαν από τις πατρογονικές τους εστίες"
χαίρομαι που το ασπάζεσαι!
@ange-ta
Μα προφανώς ξερριζώθηκαν από τα εδάφη, όπου κατοικούσαν επί τόσα χρόνια. Νομίζω ότι αυτό αποτελεί ιστορικό τεκμήριο.Γιατί να μην το ασπάζομαι;Τουλάχιστον, ό,τι έχω διαβάσει σχετικά με το θέμα αυτό, συνάδει με αυτή την άποψη.
Δημοσίευση σχολίου