Είναι μετανάστης χρόνια στη Σουηδία. Κάποια στιγμή, επιστρέφει για λίγο στην Ελλάδα, προκειμένου να επιληφθεί της εκταφής των οστών του πατέρα του. Η επιστροφή αυτή στην Αθήνα, όπου μεγάλωσε, θα φέρει στην επιφάνεια αναμνήσεις από τα χρόνια, πριν φύγει για τα ξένα, θα του θυμίσει στον πατέρα του και τι οφείλει σε αυτόν, θα ξυπνήσει μνήμες από τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα αλλά και από την τότε ζωή του εν γένει. Και, το κυριότερο απ’ όλα, θα του θυμίσει ότι είναι, πλέον, μοιρασμένος ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Σουηδία.
Αυτή είναι η υπόθεση της νουβέλας «ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ» του Θοδωρή Καλλιφατίδη, ο οποίος είναι ένας από τους σπουδαιότερους ξενιτεμένους Έλληνες λογοτέχνες. Από το 1964 ζει και εργάζεται στη Σουηδία, όπου έχει εργαστεί ως καθηγητής στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου της Στοκχόλμης και έχει τιμηθεί για το έργο του. η νοσταλγία για την εποχή, που ζούσε στην Αθήνα, μια εποχή, που έχει περάσει ανεπιστρεπτί, αλλά και η μοιρασιά του ανάμεσα σε δύο πατρίδες, γιατί θεωρεί πατρίδα του και τη Σουηδία, αποτυπώνονται με γλυκόπικρο τόνο στο βιβλίο αυτό, το οποίο αποτελεί περισσότερο την αφορμή να προβεί ο συγγραφέας σε μια εξομολόγηση για τα συναισθήματά του για τις δύο χώρες του και κατά δεύτερο λόγο ασχολείται με το λόγο, που τον φέρνει στην Αθήνα, ήτοι την εκταφή του πατέρα του. Ένα άλλο χαρακτηριστικό του εν λόγω βιβλίου είναι ότι ο συγγραφέας δεν ακολουθεί τη συνηθισμένη τάση αρκετών ξενιτεμένων, ιδίως αυτών, που ανήκουν σε παλαιότερες αυτού γενεές, που βυθίζονται στη νοσταλγία για την Ελλάδα χωρίς να αναφέρονται σε όσα του προσέφερε η ξένη χώρα, η οποία, στην περίπτωση του κ. Καλλιφατίδη, δεν είναι παρά μια, ακόμα, πατρίδα, την οποία τιμά και αγαπά εξίσου με την Ελλάδα.
Αυτή είναι η υπόθεση της νουβέλας «ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ» του Θοδωρή Καλλιφατίδη, ο οποίος είναι ένας από τους σπουδαιότερους ξενιτεμένους Έλληνες λογοτέχνες. Από το 1964 ζει και εργάζεται στη Σουηδία, όπου έχει εργαστεί ως καθηγητής στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου της Στοκχόλμης και έχει τιμηθεί για το έργο του. η νοσταλγία για την εποχή, που ζούσε στην Αθήνα, μια εποχή, που έχει περάσει ανεπιστρεπτί, αλλά και η μοιρασιά του ανάμεσα σε δύο πατρίδες, γιατί θεωρεί πατρίδα του και τη Σουηδία, αποτυπώνονται με γλυκόπικρο τόνο στο βιβλίο αυτό, το οποίο αποτελεί περισσότερο την αφορμή να προβεί ο συγγραφέας σε μια εξομολόγηση για τα συναισθήματά του για τις δύο χώρες του και κατά δεύτερο λόγο ασχολείται με το λόγο, που τον φέρνει στην Αθήνα, ήτοι την εκταφή του πατέρα του. Ένα άλλο χαρακτηριστικό του εν λόγω βιβλίου είναι ότι ο συγγραφέας δεν ακολουθεί τη συνηθισμένη τάση αρκετών ξενιτεμένων, ιδίως αυτών, που ανήκουν σε παλαιότερες αυτού γενεές, που βυθίζονται στη νοσταλγία για την Ελλάδα χωρίς να αναφέρονται σε όσα του προσέφερε η ξένη χώρα, η οποία, στην περίπτωση του κ. Καλλιφατίδη, δεν είναι παρά μια, ακόμα, πατρίδα, την οποία τιμά και αγαπά εξίσου με την Ελλάδα.
Απλή αλλά συγκινητική η γραφή του κ. Καλλιφατίδη, μικρό και ευανάγνωστο το εν λόγω βιβλίο, συνιστάται ανεπιφύλακτα ως ενδεικτικό της γραφής του εν λόγω συγγραφέως άλλως ως μια εισαγωγή στο έργο του. Και, ακόμα, ως ένα δείγμα σκέψης ενός Έλληνα, ο οποίος έχει ριζώσει στο εξωτερικό χωρίς να ξεχάσει την πατρίδα του αλλά και χωρίς να παίρνει αποστάσεις από τη νέα/δεύτερή του πατρίδα και όσα αυτή του έχει προσφέρει.
Υ.Γ. Ίσως χρειαστείτε μεγάλη τύχη για να ανακαλύψετε την εν λόγω νουβέλα, η οποία εκδόθηκε από τον «ΚΑΚΤΟ» το 1995 και είναι λίγο δυσεύρετη.
Υ.Γ. Ίσως χρειαστείτε μεγάλη τύχη για να ανακαλύψετε την εν λόγω νουβέλα, η οποία εκδόθηκε από τον «ΚΑΚΤΟ» το 1995 και είναι λίγο δυσεύρετη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου