Ο γράφων ήταν μαθητής του Δημοτικού και του Γυμνασίου, όταν άκουγε ορισμένους καθηγητές του να καυχιούνται, που ζούμε σε μια χώρα χωρίς ρατσισμό. Οι ίδιοι εκπαιδευτικοί μιλούσαν με απέχθεια για τις Η.Π.Α., όπου οι μαύροι υφίσταντο διακρίσεις εξαιτίας του χρώματός τους και δεν έπαυαν να μας υπενθυμίζουν, πόσο ευτυχισμένοι πρέπει να είμαστε, που ζούμε σε μια τόσο ελεύθερη χώρα. Όχι, δεν πήγα σχολείο σε κάποια χώρα του τότε Ανατολικού Μπλοκ ούτε στο Ιράν, στην Ελλάδα της δεκαετία του '80 ζούσα.
Φυσικά, κανένας εκπαιδευτικός μας δεν έκανε λόγο για μια μερίδα μουσουλμάνων συμπολιτών μας, οι οποίοι ζούσαν τότε στα χωριά πίσω από τη διαβόητη μπάρα. Κανένας εκπαιδευτικός μας δεν μιλούσε, και ας μην υφίστατο, πλέον, ο φόβος του χωροφύλακα, για τον πλουσιοπάροχο ραβδισμό, που υφίσταντο κάποτε οι κάποιοι κάτοικοι της Δυτικής Μακεδονίας, επειδή η ελληνική γλώσσα δεν ήταν η μητρική τους. Ουδείς έδινε σημασία στις αντισημιτικές και εν γένει ρατσιστικές φωνές, που ακούγονταν στα περιορισμένης κυκλοφορίας τότε ακροδεξιά έντυπα. Ελάχιστοι έμαθαν και σίγουρα δεν μας έκαναν κουβέντα οι καθηγητές μας για κάποιους συμπολίτες μας στα Εξαμίλια Κορινθίας, οι οποίοι ξεσηκώθηκαν, προκειμένου να αποτρέψουν το ενδεχόμενο να φοιτήσουν τα παιδιά των Ρομά γειτόνων τους στο ίδιο σχολείο με τα δικά τους παιδιά. Η επίσημη γραμμή της εκπαίδευσης ήταν, ότι δεν υπάρχει ρατσισμός στην Ελλάδα.
Και ύστερα ήλθε η κατάρρευση του Ανατολικού Μπλοκ και μαζί της κατέρρευσε και η πεποίθηση, ότι είμαστε μια ανεκτική κοινωνία απέναντι στο διαφορετικό. Οι χιλιάδες μετανάστες, που ήλθαν στη χώρα μας, αναζητώντας ένα καλύτερο αύριο, αντιμετωπίστηκαν με απέχθεια και με το φόβο, ότι θα αλλοιώσουν την κοινωνία μας. Η αύξηση της εγκληματικότητας αποδόθηκε ανεύθυνα στους μετανάστες αυτούς, ακόμα και όταν δεν υπήρχε η παραμικρή ένδειξη ενοχής τους, αφού η πλειονότητα των Μ.Μ.Ε. δεν δίσταζε να μιλήσει για "δράστες, που είναι μάλλον Αλβανοί/αλλοδαποί", λες και η ελληνική κοινωνία αποτελούνταν αποκλειστικά από μπουμπούκια. Η άκρα δεξιά βρήκε πρόσφορο έδαφος, για να χύσει το ρατσιστικό δηλητήριό της, και ένα σημαντικό κομμάτι της κοινωνίας μας βρήκε την αφορμή να αποκαλύψει το πραγματικό της πρόσωπο, το οποίο απλά δεν ανέχεται το διαφορετικό. Εντάξει, έπεσε η επάρατη μπάρα αλλά αν πιστεύετε, ότι οι περισσότεροι συμπολίτες μας έχουν αποδεχθεί ως ισότιμούς τους τούς μουσουλμάνους Έλληνες πολίτες, πλανάστε.
20 χρόνια μετά την έλευση των πρώτων οικονομικών μεταναστών στη χώρα μας τα πράγματα είναι αρκετά πιο ήρεμα αλλά και πάλι ο ρατσισμός ζει και βασιλεύει. Πέρα από τη φοβική κοινωνία μας, η οποία εξακολουθεί να πιστεύει, ότι απειλείται από το διαφορετικό, το ίδιο το κράτος φροντίζει, ώστε να διαιωνίζει αυτό το φαινόμενο. Η νομοθεσία για την πολιτογράφηση εξακολουθεί να είναι από τις αυστηρότερες στην Ευρώπη, ενώ όσοι αλλοδαποί καταφέρουν να συγκεντρώσουν τις απαιτούμενες προϋποθέσεις, έχουν να αντιμετωπίσουν τη λογική του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο απλά αφήνει τις αιτήσεις τους να αιωρούνται κάπου μεταξύ των σκονισμένων γραφείων του για κάμποσα χρόνια. Ένας αλλοδαπός, που κατηγορείται για κάποιο σοβαρό αδίκημα, είναι πιο εύκολο να καταδικαστεί σε ποινή φυλάκισης ή και κάθειρξης απ' ό,τι ένας Έλληνας και το ίδιο συμβαίνει, αν ο δράστης είναι Ρομά. Ήδη η χώρα μας μετράει κάμποσες καταδικαστικές αποφάσεις του Ε.Δ.Δ.Α. για την πρακτική της αυτή, οι οποίες μπορεί να μην επιβαρύνουν τον κρατικό κορβανά όσο λ.χ. ο Κουρουπητός αλλά δεν παύουν να αποτελούν μια ανεπιθύμητη μουντζούρα. Στη δημόσια εκπαίδευση ελάχιστοι εκπαιδευτικοί πέτυχαν μέσα από προγράμματα, συχνά δικής τους εμπνεύσεως, να ενσωματώσουν τα παιδιά των αλλοδαπών μεταναστών στην κοινωνία μας, ενώ όσοι το πέτυχαν, συχνά ήλθαν αντιμέτωποι με ένα κομμάτι της κοινωνίας μας, το οποίο δεν μπορούσε να δεθχεί το συγχρωτισμό των ελληνόπαιδων με τα παιδιά των ξένων, για να μην αναφερθούμε στις περιπέτειες ορισμένων εκπαιδευτικών, όταν αποφάσισαν να λειτουργήσουν προς όφελος των παιδιών των μεταναστών. Η περίπτωση της κας. Πρωτονοταρίου, διευθύντριας ενός δημοτικού σχολείου στη Γκράβα, είναι ενδεικτική, όπως και η εν γένει αδιαφορία της πολιτείας για την ενσωμάτωση των μεταναστών στην κοινωνία μας. Μαθητές στο Ρόδο βεβηλώνουν το μνημείο για τους Εβραίους και κινηματογραφούν το κατόρθωμά τους. Συναγωγές και νεκροταφεία εβραϊκά βεβηλώνονται στα Ιωάννινα, το Βόλο και τα Χανιά και το μεγαλύτερο μέρος των τοπικών κοινωνιών (λαμπρή εξαίρεση η κοινωνία των Ιωαννίνων) σφυρίζουν αδιάφορα. Σε άλλο επίπεδο, η πολιτεία εξακολουθεί να αρνείται την επάνοδο στην Ελλάδα όσων μελών του ΔΣΕ είναι ακόμα εν ζωή και δεν δηλώνουν Έλληνες το γένος, ως εάν κάποιοι άνθρωποι, που έχουν ήδη υπερβεί το 80ο έτος της ηλικίας τους, να αποτελούσαν σοβαρή απειλή για την Ελλάδα. Οι περισσότεροι πολιτικοί μας εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν τους αλλοδαπούς ως απειλή για τη χώρα. Δεν είναι τυχαίες ούτε η τοποθέτηση του κ. Σαμαρά, ότι θα καταργήσει το νέο νόμο για την απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας, ούτε του κ. Καρατζαφέρη, ότι θα διώξει από την Ελλάδα 1.500.000 μετανάστες. Αλλά και στα υπόλοιπα κομμάτια του πολιτικού κόσμου μας, ακόμα και του εξωκοινοβουλευτικού, ο ρατσισμός ζει και βασιλεύει. Οι επιθέσεις του Ισραήλ σε βάρος των Παλαιστινίων στη Λωρίδα της Γάζας οδήγησαν πολλούς αριστερούς να καταφερθούν με απρεπείς χαρακτηρισμούς εναντίον όλων των Εβραίων της οικουμένης, μη διστάζοντας να βάλουν στο ίδιο τσουβάλι τον Αριέλ Σαρόν με το σαφώς ειρηνιστή Χάρολντ Πίντερ. Ο κ. Μίκης Θεοδωράκης δήλωσε σε τηλεοπτική εκπομπή, ότι είναι αντισημίτης και έχει επανειλημμένως καταφερθεί εναντίον των Εβραίων, ασπαζόμενος όλες τις μπουρδολογίες, που θέλουν τάχαμου τους Εβραίους να κυβερνούν τον κόσμο. Από κοντά και ο κ. Τζίμης Πανούσης με το αντισημιτικό παραλήρημά του προ καιρού στο ραδιόφωνο αλλά και ο κ. Λαζόπουλος με την απαράδεκτη ταύτιση του γερμανικού λαού με το Χίτλερ! Η άκρα δεξιά απέκτησε τον επικίνδυνο εκπρόσωπό της στη Βουλή, το ΛΑ.Ο.Σ., και η Χρυσή Αυγή κέρδισε την πρώτη της έδρα στο Δήμο Αθηναίων, ποντάροντας στις φοβίες των ψηφοφόρων της και ξολοφορτώνοντας αλλοδαπούς, επειδή είναι αλλοδαποί. Η Εκκλησία της Ελλάδος εξακολουθεί να καλλιεργεί το ρατσισμό σε βάρος όσων δεν ανταποκρίνονται στις προδιαγραφές της. Έτσι, αλλοδαποί, ομοφυλόφιλοι, μουσουλμάνοι, δίγλωσσοι (Σλαβομακεδόνες, μην ντρέπεστε να το πείτε), Ρομά και άλλοι τυγχάνουν απαραδέκτων χαρακτηρισμών από μεγάλη μερίδα του ανώτατου κλήρου, ο οποίος δεν διστάζει να ξεράσει άφθονη χολή σε βάρος τους.
Όχι, δεν αρκεί η διαπίστωση, ότι ο ρατσισμός ζει και βασιλεύει στην Ελλάδα. Πολύ χειρότερη είναι η αντιμετώπιση του φαινομένου από το κράτος και την κοινωνία μας. Πλήρης αδιαφορία!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου