Είχα να το δω πολλά χρόνια. Αυτός με φώναξε. Το θέαμα, που παρουσιάζε, με χτύπησε στο στομάχι. Ήταν πενταβρώμικος, με μακρυά αχτένιστα μαλλιά, ρούχα, που είχαν να αντικρύσουν απορρυπαντικό κάποιους αιώνες και παπούτσια τρύπια χωρίς κάλτσες. Το κατάλαβε ότι αποτελούσε άθλιο θέαμα και χαμήλωσε το βλέμμα του, σα να είχε μετανιώσει, που με φώναξε. Μια μακρυμάνικη μπλούζα κάλυπτε τα χέρια του. Μόνο μια συγκεκριμένη κατηγορία ανθρώπων θα φορούσε τέτοια μπλούζα μέσα στο κατακαλόκαιρο. Θλίψη! Ο πιο προικισμένος μαθητής στην τάξη μας, το πιο κοφτερό μυαλό, το παιδί, που όλοι στοιχημάτιζαν ότι θα έφτανε πολύ ψηλά, στεκόταν τώρα μπροστά μου ρυπαρός και καταβεβλημένος από την πρέζα.
Τον κάλεσα να πάμε για καφέ. Στην καφετερία τον κοίταζαν με μισό μάτι, ο σερβιτόρος ήλθε επιθετικά να το διώξει, φαντάζομαι ότι θα είχε έλθει για επαιτεία αρκετές φορές. Είδα και έπαθα να τον ηρεμήσω και να τον πείσω ότι ήταν μαζί μου και δεν υπήρχε πρόβλημα. Παραγγείλαμε καφέ και πιάσαμε την κουβέντα. Τον είχα δει για τελευταία φορά πριν από 8 χρόνια, ήμαστε φοιτητές γεμάτοι όνειρα όλη η τρελλοπαρέα από το σχολείο, όλοι μαζί από τις πρώτες τάξεις του Δημοτικού, ενωμένοι και μονοιασμένοι, ήταν φοιτητής σε ένα Τ.Ε.Ι., ήταν από τις τελευταίες του επιλογές στο μηχανογραφικό, για Πολυτεχνείο τον υπολόγιζαν όλοι και στους πρώτους, μάλιστα, αλλά αυτός δεν τα πήγε και τόσο καλά στις Πανελλαδικές. Πώς να πάνω καλά, όταν οι δικοί μου πλακώνονταν στο ξύλο όλο το βράδυ, μου είπε. Ήταν το μεγάλο μυστικό της παρέας. Όλοι είχαμε πάει πιτσιρικάδες αλλά και αργότερα στα σπίτια όλων αλλά όχι στο δικό του. Μας είχε εκμυστηρευτεί ότι οι δικοί του καυγάδιζαν ολημερίς. Ο πατέρας άνεργος τις περισσότερες φορές, η μητέρα με ψυχολογικά προβλήματα, ένα ζευγάρι από εκείνα, που εύχεσαι να υπήρχε νόμος, που να τους απαγόρευε να κάνουν παιδιά. Οι καυγάδες ήταν στην ημερησία διάταξη και αυτός να κλείνεται στο δωμάτιό του και να βουλώνει τ’ αυτιά του με το μαξιλάρι.
Στο Τ.Ε.Ι. άρχισα να καπνίζει «μαύρο». Ήταν ένας τύπος, δε θυμάται πως τον έλεγαν, που πουλούσε καλό πράγμα, είχε μπλέξει με κάτι μαλακισμένα, που κάπνιζαν σαν τρελλοί. Στόχο δεν είχαν στη ζωή τους, στα μαθήματα πατούσαν για να βρουν καμμία γκόμενα, μέχρι που τους έφτυσαν όλες και έκοψαν τελείως τη σχολή, το βράδυ από ένα σημείο και μετά δεν καταλάβαινες τι έλεγαν, αυτός ούτε να το βλέπει δεν ήθελε. Ο τύπος τον πάτησε στο ευαίσθητο σημείο του, κάπνισε και θα ξεχάσεις τα βάσανά σου, αγορίνα μου, δεν ήξερε, βέβαια, τι βάσανα είχε, θα κατάλαβε βλέποντάς τον. Θυμάται την πρώτη ρουφηξιά, η ισορροπία του να χάνεται, μετά το μόνο, που θυμόταν, ήταν ότι το στόμα του είχε γίνει σαν τσαρούχι. Φυσικά, κόλλησε και άρχισε να καπνίζει από δαύτο το διάολο, το βοηθούσε να ξεχάσει τα χάλια στο σπίτι του και στη ζωή του, να τον υπολογίζουν, έλεγε, για το Πολυτεχνείο και να καταλήξει στο Τ.Ε.Ι. αυτό στον πάτο του μηχανογραφικού, άρχισε να δουλεύει σε καφετερίες, για να έχει χρήματα για το «μαύρο» του μα σύντομα δεν του έκανε τίποτα αυτό, το' χε συνηθίσει.Τότε, δε θυμάται ποιος, του είπε να δοκιμάσει πρέζα. Οι καυγάδες στο σπίτι του είχαν ενταθεί, τα νεύρα του είχαν σπάσει, τρυπήθηκε και άρχισε ο κατήφορος. Παράτησε τη σχολή, παράτησε τη δουλειά, παράτησε την παρέα του, παράτησε τον εαυτό του, πέντε χρόνια ήταν έτσι και όλο κατηφόριζε.
Και δεν θέλησες να ξεφύγεις από αυτό, το ρώτησα, ναι, μια κουβέντα είναι, κάτι χρόνια αναμονή σε κέντρο απεξάρτησης και να σε κοιτάζουν, όταν ρωτούσα να ξεφύγω, σα να σου λένε «αφού είσαι τόσο ανυπόμονος, γιατί κάνεις ναρκωτικά», τι βύσμα έπαιρναν τηλέφωνο κάποια άλλα πρεζόνια να μεσολαβήσει να μπουν για απεξάρτηση και να μη γίνεται τίποτε και όλο να ψοφάνε οι πιο αδύναμοι.
Πήρα τηλέφωνο τα παιδιά, τους ζήτησα να μαζευτούμε να μιλήσουμε, ο φίλος μας, ρε δεν το θυμάστε, το αστέρι του σχολείου, να το βοηθήσουμε, ρε παιδιά, να γλυτώσει, αν το δείτε, θα φρίξετε. Μαζευτήκαμε οι περισσότεροι, κάποιοι έχουν φύγει από την Αθήνα, τρέχα γύρευε που είναι. Τι λύση να βρεις τώρα; Τελικά, τη βρήκαμε. Στο χωριό του, κάπου στην ορεινή Εύβοια, έχει κάτι ξαδέλφια εκεί, που τον αγαπάνε, εκεί να το στείλουμε και να το βλέπουμε πότε ο ένας πότε ο άλλος.
Το βρήκαμε σπίτι του να κοιμάται, η μάνα του ίσα που μας άνοιξε την πόρτα και χώθηκε στην τηλεόραση αδιάφορη για το γέννημά της, είχαμε ήδη πάει να βρούμε τα ξαδέλφια του, τους μιλήσαμε, εμείς, ρε παιδιά, αν το ξέραμε, θα είχαμε κατέβει να τον πάρουμε εδώ πάνω, οι δικοί του χέστηκαν γι’ αυτόν, είναι κάφροι οι άνθρωποι, καλά, θα σας το φέρουμε εμείς, τους είπαμε. Και το φέραμε στο χωριό. Έξη μήνες τώρα, έχει καθαρίσει, δουλεύει σε ένα χωράφι, που το έχουν κάτι γεροντάκια και όποτε το βλέπουμε, θυμόμαστε τον παλιό φίλο μας. Οι γονείς του ούτε που έχουν ανέβει να το δούνε, ας κόψει το λαιμό του, είπε σε ένα από τα παιδιά ο πατέρας του, αδιάφοροι, βλέπεις. Τα κοράκια δεν τον βρήκαν, ευτυχώς, γιατί δεν θέλει και πολύ να ξανακυλήσει. Θα κάτσει και άλλο εκεί, μέχρι να ηρεμήσει εντελώς και μετά θα κατέβει στη σχολή να συνεχίσει. Αν δεν είχε και μας, φίλε, θα είχε πεθάνει το παλληκάρι.
Υ.Γ. Σε μια πηγμένη από την κίνηση Αθήνα, σε ένα ταξί, άκουσα την κουβέντα αυτή από τον οδηγό. Αν δεν είχε και μας, φιλε…………..
Τον κάλεσα να πάμε για καφέ. Στην καφετερία τον κοίταζαν με μισό μάτι, ο σερβιτόρος ήλθε επιθετικά να το διώξει, φαντάζομαι ότι θα είχε έλθει για επαιτεία αρκετές φορές. Είδα και έπαθα να τον ηρεμήσω και να τον πείσω ότι ήταν μαζί μου και δεν υπήρχε πρόβλημα. Παραγγείλαμε καφέ και πιάσαμε την κουβέντα. Τον είχα δει για τελευταία φορά πριν από 8 χρόνια, ήμαστε φοιτητές γεμάτοι όνειρα όλη η τρελλοπαρέα από το σχολείο, όλοι μαζί από τις πρώτες τάξεις του Δημοτικού, ενωμένοι και μονοιασμένοι, ήταν φοιτητής σε ένα Τ.Ε.Ι., ήταν από τις τελευταίες του επιλογές στο μηχανογραφικό, για Πολυτεχνείο τον υπολόγιζαν όλοι και στους πρώτους, μάλιστα, αλλά αυτός δεν τα πήγε και τόσο καλά στις Πανελλαδικές. Πώς να πάνω καλά, όταν οι δικοί μου πλακώνονταν στο ξύλο όλο το βράδυ, μου είπε. Ήταν το μεγάλο μυστικό της παρέας. Όλοι είχαμε πάει πιτσιρικάδες αλλά και αργότερα στα σπίτια όλων αλλά όχι στο δικό του. Μας είχε εκμυστηρευτεί ότι οι δικοί του καυγάδιζαν ολημερίς. Ο πατέρας άνεργος τις περισσότερες φορές, η μητέρα με ψυχολογικά προβλήματα, ένα ζευγάρι από εκείνα, που εύχεσαι να υπήρχε νόμος, που να τους απαγόρευε να κάνουν παιδιά. Οι καυγάδες ήταν στην ημερησία διάταξη και αυτός να κλείνεται στο δωμάτιό του και να βουλώνει τ’ αυτιά του με το μαξιλάρι.
Στο Τ.Ε.Ι. άρχισα να καπνίζει «μαύρο». Ήταν ένας τύπος, δε θυμάται πως τον έλεγαν, που πουλούσε καλό πράγμα, είχε μπλέξει με κάτι μαλακισμένα, που κάπνιζαν σαν τρελλοί. Στόχο δεν είχαν στη ζωή τους, στα μαθήματα πατούσαν για να βρουν καμμία γκόμενα, μέχρι που τους έφτυσαν όλες και έκοψαν τελείως τη σχολή, το βράδυ από ένα σημείο και μετά δεν καταλάβαινες τι έλεγαν, αυτός ούτε να το βλέπει δεν ήθελε. Ο τύπος τον πάτησε στο ευαίσθητο σημείο του, κάπνισε και θα ξεχάσεις τα βάσανά σου, αγορίνα μου, δεν ήξερε, βέβαια, τι βάσανα είχε, θα κατάλαβε βλέποντάς τον. Θυμάται την πρώτη ρουφηξιά, η ισορροπία του να χάνεται, μετά το μόνο, που θυμόταν, ήταν ότι το στόμα του είχε γίνει σαν τσαρούχι. Φυσικά, κόλλησε και άρχισε να καπνίζει από δαύτο το διάολο, το βοηθούσε να ξεχάσει τα χάλια στο σπίτι του και στη ζωή του, να τον υπολογίζουν, έλεγε, για το Πολυτεχνείο και να καταλήξει στο Τ.Ε.Ι. αυτό στον πάτο του μηχανογραφικού, άρχισε να δουλεύει σε καφετερίες, για να έχει χρήματα για το «μαύρο» του μα σύντομα δεν του έκανε τίποτα αυτό, το' χε συνηθίσει.Τότε, δε θυμάται ποιος, του είπε να δοκιμάσει πρέζα. Οι καυγάδες στο σπίτι του είχαν ενταθεί, τα νεύρα του είχαν σπάσει, τρυπήθηκε και άρχισε ο κατήφορος. Παράτησε τη σχολή, παράτησε τη δουλειά, παράτησε την παρέα του, παράτησε τον εαυτό του, πέντε χρόνια ήταν έτσι και όλο κατηφόριζε.
Και δεν θέλησες να ξεφύγεις από αυτό, το ρώτησα, ναι, μια κουβέντα είναι, κάτι χρόνια αναμονή σε κέντρο απεξάρτησης και να σε κοιτάζουν, όταν ρωτούσα να ξεφύγω, σα να σου λένε «αφού είσαι τόσο ανυπόμονος, γιατί κάνεις ναρκωτικά», τι βύσμα έπαιρναν τηλέφωνο κάποια άλλα πρεζόνια να μεσολαβήσει να μπουν για απεξάρτηση και να μη γίνεται τίποτε και όλο να ψοφάνε οι πιο αδύναμοι.
Πήρα τηλέφωνο τα παιδιά, τους ζήτησα να μαζευτούμε να μιλήσουμε, ο φίλος μας, ρε δεν το θυμάστε, το αστέρι του σχολείου, να το βοηθήσουμε, ρε παιδιά, να γλυτώσει, αν το δείτε, θα φρίξετε. Μαζευτήκαμε οι περισσότεροι, κάποιοι έχουν φύγει από την Αθήνα, τρέχα γύρευε που είναι. Τι λύση να βρεις τώρα; Τελικά, τη βρήκαμε. Στο χωριό του, κάπου στην ορεινή Εύβοια, έχει κάτι ξαδέλφια εκεί, που τον αγαπάνε, εκεί να το στείλουμε και να το βλέπουμε πότε ο ένας πότε ο άλλος.
Το βρήκαμε σπίτι του να κοιμάται, η μάνα του ίσα που μας άνοιξε την πόρτα και χώθηκε στην τηλεόραση αδιάφορη για το γέννημά της, είχαμε ήδη πάει να βρούμε τα ξαδέλφια του, τους μιλήσαμε, εμείς, ρε παιδιά, αν το ξέραμε, θα είχαμε κατέβει να τον πάρουμε εδώ πάνω, οι δικοί του χέστηκαν γι’ αυτόν, είναι κάφροι οι άνθρωποι, καλά, θα σας το φέρουμε εμείς, τους είπαμε. Και το φέραμε στο χωριό. Έξη μήνες τώρα, έχει καθαρίσει, δουλεύει σε ένα χωράφι, που το έχουν κάτι γεροντάκια και όποτε το βλέπουμε, θυμόμαστε τον παλιό φίλο μας. Οι γονείς του ούτε που έχουν ανέβει να το δούνε, ας κόψει το λαιμό του, είπε σε ένα από τα παιδιά ο πατέρας του, αδιάφοροι, βλέπεις. Τα κοράκια δεν τον βρήκαν, ευτυχώς, γιατί δεν θέλει και πολύ να ξανακυλήσει. Θα κάτσει και άλλο εκεί, μέχρι να ηρεμήσει εντελώς και μετά θα κατέβει στη σχολή να συνεχίσει. Αν δεν είχε και μας, φίλε, θα είχε πεθάνει το παλληκάρι.
Υ.Γ. Σε μια πηγμένη από την κίνηση Αθήνα, σε ένα ταξί, άκουσα την κουβέντα αυτή από τον οδηγό. Αν δεν είχε και μας, φιλε…………..
6 σχόλια:
Να κάτι που σε κάνει να σταματήσεις και να σκεφτείς... Ευχαριστώ για αυτό το κείμενο
@ linguafranca
Καλημέρα! Σ' ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια!
Kαταπληκτικο θεμα για μυθιστόρημα. Πού ειναι ο συγγραφεας να το γράψει; Ένα ελληνικό trainspotting.
@ pellegrina
Πράγματι, είναι σπουδαίο θέμα. Δυστυχώς, ο πρωταγωνιστής είναι πραγματικό θύμα των ναρκωτικών. Ευτυχώς, που είχε καλούς φίλους και τον έσωσαν.
Τα ναρκωτικά είναι ένα πρόβλημα που μπορεί μια μέρα να χτυπήσει την πόρτα μας. Πρέπει να θωρακίσουμε τα παιδιά μας με αυτοπεποίθηση...
Πολύ δυνατή ιστορία, γροθιά στο στομάχι...
@ doctor
Δυστυχώς, στις μέρες μας οφείλουμε να είμαστε σε επιφυλακή, εφόσον αποφασίσουμε να αποκτήσουμε παιδιά, 24 ώρες το 24ωρο, έως ότου αυτά αποκτήσουν τα απαραίτητα αντισώματα.
Δημοσίευση σχολίου