Ο κινηματογράφος αποτελεί μια από τις πλέον διαδεδομένες μορφές διασκέδασης στη χώρα μας. Είτε με τη μορφή χειμερινής αίθουσας είτε ως θερινό σινεμά, συνοδεύει τις αναμνήσεις πολλών από μας και προσφέρει απόλαυση στους φίλους του.
Βέβαια, στην ιστορία του ο κινηματογράφος γνώρισε σοβαρούς αντιπάλους, οι οποίοι απείλησαν την κυριαρχία του. Αρχικά, η τηλεόραση φρόντισε, ώστε να κλείσουν αρκετές αίθουσες προβολής κινηματογραφικών ταινιών. Αποτελούσε ένα νέο μέσο ψυχαγωγίας, ειδικά στη χώρα μας και η εισβολή της εκεί στα τέλη της δεκαετίας του ’60 βρήκε τον κινηματογράφο ανέτοιμο να την αντιμετωπίσει. Η πορεία των αιθουσών προβολής κινηματογραφικών ταινιών στη χώρα μας τη δεκαετία του ’70 αντικατοπτρίζεται και από την πορεία του ελληνικού κινηματογράφου εκείνη την περίοδο. Ο λαϊκός ελληνικός κινηματογράφος παρουσίασε κάμψη οφειλόμενη στο μειωμένο ενδιαφέρον του κοινού, ελέω τηλεοράσεως, κυρίως, η οποία επέφερε κρίση στις εταιρείες, που παρήγαγαν τις ελληνικές ταινίες (ΦΙΝΟΣ ΦΙΛΜ κ.λπ.) και σύντομα το κλείσιμό τους. Το ελληνικό κοινό προτιμούσε να παρακολουθεί τις ταινίες του επονομαζόμενου λαϊκού ελληνικού κινηματογράφου και η ραγδαία εξέλιξη του ξένου, ιδίως του αμερικανικού κινηματογράφου με την παρουσία πολλών νέων τότε και ικανότατων σκηνοθετών, όπως ο Φρίντκιν, ο Σκορτσέζε, ο Κόπολα και πολλοί άλλοι, δεν το άγγιξε παρά ελάχιστα, οπότε η στροφή του προς την τηλεόραση επέδρασε αρνητικά στον αριθμό των εισιτηρίων στους κινηματογράφους και οδήγησε στο κλείσιμο πολλών από αυτούς.
Ακολούθησε η επέλαση του βίντεο, η οποία έδωσε ένα σοβαρό χτύπημα στις αίθουσες. Τώρα πια ο φίλος του κινηματογράφου είχε τη δυνατότητα να παρακολουθήσει την αγαπημένη του ταινία στο σπίτι του παρέα με φίλους, που αυτός θα επέλεγε, και με φαγητό.
Ακόμα, όμως, και σε εκείνες τις εποχές ο μέσος Έλληνας συνέχισε να πηγαίνει στους κινηματογράφους, οι οποίοι παρέμειναν ένα σημαντικό μέσο διασκέδασης, ιδίως στις μικρές κοινωνίες, όπου οι εναλλακτικές λύσεις ψυχαγωγίας ήταν ελάχιστες, ακόμα και ανύπαρκτες. Το κλείσιμο πολλών αιθουσών ακόμα και την εποχή εκείνη ήταν περισσότερο αποτέλεσμα του ανταγωνισμού μεταξύ των αιθουσαρχών, οι οποίοι κλείνοντας ταινίες, που ήλπιζαν ότι θα έχουν μεγάλη απήχηση και βοηθούμενοι από το γεγονός ότι μια ταινία προβαλλόταν αρχικά στον κινηματογράφο και αργότερα έβγαινε σε βιντεοταινία κρατούσαν ζεστό το ενδιαφέρον των κινηματογραφόφιλων, και λιγότερο αποτέλεσμα της επέλασης του βίντεο.
Τη δεκαετία του ’90 άρχισε να διαφαίνεται μια αλλαγή στο σκηνικό του ελληνικού κινηματογράφου, η οποία επηρέασε εν μέρει και τον κινηματογράφο. Η παρουσία αξιόλογων για το γούστου του μέσου κινηματογραφόφιλου ελληνικών ταινιών, όπως το «ΠΑΝΩ, ΚΑΤΩ ΚΑΙ ΠΛΑΓΙΩΣ», το «ΤΕΛΟΣ ΕΠΟΧΗΣ» και πολλές άλλες αλλά και η προβολή πολλών σπουδαίων ξένων, κυρίως αμερικανικών, ταινιών έφεραν κόσμο στους κινηματογράφους και κράτησαν ζωντανό τον κινηματογράφο σε μια εποχή, όπου η ίδρυση ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών αποτελούσε ένα πρόσθετο ανταγωνιστή άλλως ενίσχυε την πλεονεκτική θέση της τηλεόρασης έναντι του κινηματογράφου. Στα μέσα της ίδιας δεκαετίας, ήλθε και στην Ελλάδα η τάση των πολυκινηματογράφων, ήτοι μεγάλων οικοδομικών συγκροτημάτων, όπου υπήρχαν περισσότερες από μια αίθουσες και παράλληλα με αυτές εστιατόρια και λοιπά μαγαζιά, όπου μπορούσε κανείς να επιλέξει ανάμεσα σε περισσότερες ταινίες αλλά και να συνδυάσει την παρακολούθηση της ταινίας, που τον ενδιέφερε περισσότερο, με ένα καφέ ή φαγητό στο ίδιο σημείο χωρίς να χρειάζεται να μετακινείται σε μεγάλες αποστάσεις, πράγμα ιδιαίτερα σημαντικό για τα δύο μεγαλύτερα αστικά κέντρα της χώρας μας. Η εξέλιξη της προώθησης των ταινιών από τις εταιρείες διανομής τους, τα νέα μέσα προβολής, όπως εξελιγμένα ηχητικά συστήματα, αλλά και οι λοιπές ανέσεις, που προσέφεραν, έφεραν πολύ κόσμο στους κινηματογράφους, ακόμα και εκείνους, οι οποίοι δεν επισκέπτονταν ιδιαίτερα συχνά τις κινηματογραφικές αίθουσες.
Η εξέλιξη αυτή είχε, βέβαια, και τις παρενέργειές της, αφού πολλοί παραδοσιακοί κινηματογράφοι έκλεισαν ύστερα από πολλά χρόνια συνεχούς λειτουργίας, αφού οι εγκαταστάσεις τους κρίθηκαν ελλιπείς σε σχέση με τις ανέσεις των πολυκινηματογράφων. Βέβαια, υπάρχει και ο αντίλογος ότι οι παλαιοί αιθουσάρχες όφειλαν να αναμένουν ότι κάποια στιγμή θα έρχονταν και στη χώρα μας οι πολυκινηματογράφοι και να προετοιμαστούν αναλόγως. Στην ιδιαίτερη πατρίδα μου λειτουργούσαν στα τέλη της δεκαετίας του ’90 πέντε χειμερινοί κινηματογράφοι και τρεις θερινοί (ο τρίτος σε προάστιο), ιδιαίτερα μεγάλος αριθμός, αν σκεφτεί κανείς τους παράγοντες, που προανέφερα και οι οποίοι οδήγησαν πολλές αίθουσες να βάλουν λουκέτο. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι όλοι τους βρίσκονταν σε κεντρικά σημεία της πόλεώς μας, άρα είχαν εξασφαλισμένο κοινό. Πλην, όμως, δεν είχαν συντηρηθεί από χρόνια, οι εγκαταστάσεις τους ήταν παλαιές και δεν φημίζονταν κάποιοι από αυτούς για την καθαριότητά τους. Όταν ήλθε ένας πολυκινηματογράφος στην πόλη μας με οκτώ αίθουσες και ανέσεις σημαντικά καλύτερες από των παραπάνω κινηματογράφων, οι αιθουσάρχες της πόλης μου βρέθηκαν αντιμέτωποι με ένα ισχυρό αντίπαλο, που δεν είχαν προετοιμαστεί να αντιμετωπίσουν. Ήταν επόμενο, λοιπόν, από αυτούς να επιβιώσουν μόνο ο ένας και αυτός επειδή αγοράστηκε από αθηναϊκή εταιρεία και οι δύο θερινοί. Φαντάζομαι ότι το ίδιο θα συνέβη και σε άλλες πόλεις της Ελλάδος.
Τώρα διαβάζω στην ιστοσελίδα www.in.gr ότι ο κινηματογράφος στην Ελλάδα παρουσιάζει και πάλι κρίση. Φήμες ομιλούν για 661.378 εισιτήρια λιγότερα από πέρσυ, αριθμός ιδιαίτερα ανησυχητικός. Ακόμα και οι πιο διαφημισμένες ταινίες, όπως το οσκαρικό «ΚΑΜΜΙΑ ΠΑΤΡΙΔΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΜΕΛΛΟΘΑΝΑΤΟΥΣ» ή η αναμενόμενη «ΕΞΙΛΕΩΣΗ» δεν είχαν ικανοποιητική απόδοση στο κοινό. Και το πρόβλημα αυτό δεν το αντιμετωπίζει μόνο η χώρα μας. Και μια από τις αιτίες, που προβάλλεται, είναι, φυσικά, η προτίμηση πολλών, ιδίως των νεότερων σε ηλικία, να «κατεβάζουν» ταινίες από το Διαδίκτυο, πράγμα ιδιαίτερα εύκολο, αν είσαι εξοικειωμένος με την τεχνολογία και διαθέτεις ένα Η/Υ σχετικά νέας τεχνολογίας με γρήγορη σύνδεση. Και, φυσικά, το ακριβό εισιτήριο.
Είναι αναπόφευκτο ότι ο κινηματογράφος θα κληθεί να αντιμετωπίσει μια, ακόμα, κρίση, όμως, δεν θεωρώ ότι η διάδοση του «κατεβάσματος» ταινιών από το Διαδίκτυο θα τον εξαφανίσει, όπως φημολογείται. Απεναντίας, θα βοηθήσει στην εξέλιξη των κινηματογραφικών αιθουσών, οι οποίες θα κληθούν να αναζητήσουν νέους τρόπους προσέλκυσης του κοινού. Έτσι έγινε, άλλωστε, και την εποχή, που το βίντεο βασίλευε, όταν εξελίχθηκαν οι πολυκινηματογράφοι και κράτησαν πολύ κοινό κοντά τους. Ήδη στην χώρα με τη μεγαλύτερη συμβολή στην εξέλιξη του κινηματογράφου, τις Η.Π.Α., μελετούνται διάφοροι τρόποι, ώστε να δελεαστεί το κοινό και να επιστρέψει στους κινηματογράφους.
Έπειτα, η φετινή κρίση στα εισιτήρια οφείλεται, κατά την προσωπική μου άποψη, στην ανυπαρξία ιδιαίτερα σπουδαίων ταινιών. Φέτος, για παράδειγμα, δεν είχαμε ταινία αντάξια της περσυνής «ΟΙ ΖΩΕΣ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ», ενώ τα πολυδιαφημισμένα έργα, που είδαμε φέτος, δύο εκ των οποίων ανέφερα παραπάνω, δεν ικανοποίησαν το κοινό.
Νομίζω ότι κάποιες λύσεις μπορούν να εφαρμοστούν και στη χώρα μας, χωρίς να περιμένουμε να προταθούν από την αλλοδαπή. Συγκεκριμένα, είδαμε φέτος για πρώτη φορά, ύστερα από πολλά χρόνια, τις ελληνικές ταινίες να κόβουν περισσότερα εισιτήρια από τις ξένες. Η εισπρακτική επιτυχία του «ΕΛ ΓΚΡΕΚΟ» αλλά και η παραπάνω από αξιοπρεπής πορεία του «ΜΟΛΙΣ ΧΩΡΙΣΑ», του «ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΝΟΝΟΣ» και άλλων ταινιών δείχνει μια προτίμηση του κοινού στα εγχώρια προϊόντα. Αντιρρήσεις σχετικά με τους λόγους προτίμησης του κοινού στις ελληνικές ταινίες υπάρχουν και έχουν διατυπωθεί, όμως, όταν καλείται το κοινό να πληρώσει ένα εισιτήριο, που πλέον έχει φτάσει στα 8 ευρώ, τότε είναι λογικό να επιλέγει ελεύθερα την ταινία, που του αρέσει. Και προσωπικά δεν θεωρώ αριστουργήματα τις ελληνικές ταινίες, που πρώτευσαν σε εισιτήρια αλλά όσοι τις είδαν, μεταξύ των οποίων και ο γράφων, πέρασαν δύο ευχάριστες ώρες παρακολουθώντας καταστάσεις και πρόσωπα, τα οποία είναι περισσότερο κοντά σε αυτά, που ζούμε καθημερινά στην Ελλάδα ή μας κάνουν υπερήφανους (για τον «ΕΛ ΓΚΡΕΚΟ» μιλάω).
Η στροφή, όμως, του ελληνικού κοινού στις ελληνικές ταινίες θα πρέπει να δώσει το έναυσμα στο Ε.Κ.Κ. να αξιοποιήσει αυτό το φαινόμενο. Μπορεί να ενισχύσει ελληνικές ταινίες, που κρίνει ότι έχουν κάτι να προσφέρουν στο κοινό, μπορεί να διοργανώσει σεμινάρια ή να δίνει υποτροφίες σε επίδοξους σκηνοθέτες, ώστε αυτοί να μπορέσουν να σπουδάσουν στο εξωτερικό και να γυρίσουν με νέες ιδέες και να προσφέρουν στον ελληνικό κινηματογράφο. Γνωρίζω, βέβαια, ότι τα κριτήρια επιλογής προσώπων και ταινιών στην περίπτωση αυτή ίσως να μην είναι και απόλυτα σωστά αλλά κάποια αρχή πρέπει να γίνει.
Οι κινηματογράφοι με τη σειρά τους ίσως θα πρέπει να εξειδικευτούν. Δέχομαι ότι η μεγάλη μάζα του κόσμου παρακολουθεί τις αμερικανικές υπερπαραγωγές ή τις διαφημισμένες ελληνικές ταινίες και αποφεύγει τις υπόλοιπες. Κάποιες κινηματογραφικές αίθουσες θα μπορούσαν να κινηθούν προς την κατεύθυνση προβολής ταινιών για συγκεκριμένα γούστα. Και σε αυτό τον τομέα ήδη κινούνται και ιδιώτες μέσω σωματείων, που ασχολούνται με την προβολή ταινιών, που δεν βρίσκουν διανομή από τις μεγάλες εταιρείες του χώρου στην Ελλάδα και συνεργάζονται με κινηματογράφους για την προβολή τους. Στην ιδιαίτερη πατρίδα μου προβάλλονται κάθε Δευτέρα και Πέμπτη δύο ταινίες και επικρατεί το αδιαχώρητο στις αίθουσες προβολής τους. Το σωματείο, μάλιστα, που ασχολείται με την προώθηση αυτών των ταινιών εκδίδει ένα καλαίσθητο βιβλιαράκι, το οποίο περιέχει το πρόγραμμα προβολής, κριτική των ταινιών αυτών και άλλες πληροφορίες. Το παράδειγμα αυτό ακολουθούν τέτοιοι σύλλογοι και σε άλλες πόλεις.
Εν κατακλείδι, ο κινηματογράφος θα περάσει μια, ακόμα, κρίση, από την οποία θα βγει δυνατότερος και σοφότερος, όπως έγινε και στις προηγούμενες κρίσεις. Δεν ζούμε, πλέον, στην εποχή της παντοδυναμίας του και η επιστροφή σε αυτή θα ισοδυναμούσε με πισωγύρισμα. Μπορεί, πιστεύω, να εκμεταλλευτεί την μαγεία του, την οποία δεν έχει στο ελάχιστο η προβολή μιας ταινίας, που μόλις έχει «κατεβάσει» κανείς από το Διαδίκτυο, στον υπολογιστή (έχω παρακολουθήσει τέτοια ταινία σε Η/Υ φίλου και το διαβεβαιώνω), η οποία παραμένει αμετάβλητη στο πέρασμα των αιώνων, αρκεί να επικρατήσει η σωφροσύνη και όχι οι κραυγές τύπου «ο κινηματογράφος πεθαίνει».
Βέβαια, στην ιστορία του ο κινηματογράφος γνώρισε σοβαρούς αντιπάλους, οι οποίοι απείλησαν την κυριαρχία του. Αρχικά, η τηλεόραση φρόντισε, ώστε να κλείσουν αρκετές αίθουσες προβολής κινηματογραφικών ταινιών. Αποτελούσε ένα νέο μέσο ψυχαγωγίας, ειδικά στη χώρα μας και η εισβολή της εκεί στα τέλη της δεκαετίας του ’60 βρήκε τον κινηματογράφο ανέτοιμο να την αντιμετωπίσει. Η πορεία των αιθουσών προβολής κινηματογραφικών ταινιών στη χώρα μας τη δεκαετία του ’70 αντικατοπτρίζεται και από την πορεία του ελληνικού κινηματογράφου εκείνη την περίοδο. Ο λαϊκός ελληνικός κινηματογράφος παρουσίασε κάμψη οφειλόμενη στο μειωμένο ενδιαφέρον του κοινού, ελέω τηλεοράσεως, κυρίως, η οποία επέφερε κρίση στις εταιρείες, που παρήγαγαν τις ελληνικές ταινίες (ΦΙΝΟΣ ΦΙΛΜ κ.λπ.) και σύντομα το κλείσιμό τους. Το ελληνικό κοινό προτιμούσε να παρακολουθεί τις ταινίες του επονομαζόμενου λαϊκού ελληνικού κινηματογράφου και η ραγδαία εξέλιξη του ξένου, ιδίως του αμερικανικού κινηματογράφου με την παρουσία πολλών νέων τότε και ικανότατων σκηνοθετών, όπως ο Φρίντκιν, ο Σκορτσέζε, ο Κόπολα και πολλοί άλλοι, δεν το άγγιξε παρά ελάχιστα, οπότε η στροφή του προς την τηλεόραση επέδρασε αρνητικά στον αριθμό των εισιτηρίων στους κινηματογράφους και οδήγησε στο κλείσιμο πολλών από αυτούς.
Ακολούθησε η επέλαση του βίντεο, η οποία έδωσε ένα σοβαρό χτύπημα στις αίθουσες. Τώρα πια ο φίλος του κινηματογράφου είχε τη δυνατότητα να παρακολουθήσει την αγαπημένη του ταινία στο σπίτι του παρέα με φίλους, που αυτός θα επέλεγε, και με φαγητό.
Ακόμα, όμως, και σε εκείνες τις εποχές ο μέσος Έλληνας συνέχισε να πηγαίνει στους κινηματογράφους, οι οποίοι παρέμειναν ένα σημαντικό μέσο διασκέδασης, ιδίως στις μικρές κοινωνίες, όπου οι εναλλακτικές λύσεις ψυχαγωγίας ήταν ελάχιστες, ακόμα και ανύπαρκτες. Το κλείσιμο πολλών αιθουσών ακόμα και την εποχή εκείνη ήταν περισσότερο αποτέλεσμα του ανταγωνισμού μεταξύ των αιθουσαρχών, οι οποίοι κλείνοντας ταινίες, που ήλπιζαν ότι θα έχουν μεγάλη απήχηση και βοηθούμενοι από το γεγονός ότι μια ταινία προβαλλόταν αρχικά στον κινηματογράφο και αργότερα έβγαινε σε βιντεοταινία κρατούσαν ζεστό το ενδιαφέρον των κινηματογραφόφιλων, και λιγότερο αποτέλεσμα της επέλασης του βίντεο.
Τη δεκαετία του ’90 άρχισε να διαφαίνεται μια αλλαγή στο σκηνικό του ελληνικού κινηματογράφου, η οποία επηρέασε εν μέρει και τον κινηματογράφο. Η παρουσία αξιόλογων για το γούστου του μέσου κινηματογραφόφιλου ελληνικών ταινιών, όπως το «ΠΑΝΩ, ΚΑΤΩ ΚΑΙ ΠΛΑΓΙΩΣ», το «ΤΕΛΟΣ ΕΠΟΧΗΣ» και πολλές άλλες αλλά και η προβολή πολλών σπουδαίων ξένων, κυρίως αμερικανικών, ταινιών έφεραν κόσμο στους κινηματογράφους και κράτησαν ζωντανό τον κινηματογράφο σε μια εποχή, όπου η ίδρυση ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών αποτελούσε ένα πρόσθετο ανταγωνιστή άλλως ενίσχυε την πλεονεκτική θέση της τηλεόρασης έναντι του κινηματογράφου. Στα μέσα της ίδιας δεκαετίας, ήλθε και στην Ελλάδα η τάση των πολυκινηματογράφων, ήτοι μεγάλων οικοδομικών συγκροτημάτων, όπου υπήρχαν περισσότερες από μια αίθουσες και παράλληλα με αυτές εστιατόρια και λοιπά μαγαζιά, όπου μπορούσε κανείς να επιλέξει ανάμεσα σε περισσότερες ταινίες αλλά και να συνδυάσει την παρακολούθηση της ταινίας, που τον ενδιέφερε περισσότερο, με ένα καφέ ή φαγητό στο ίδιο σημείο χωρίς να χρειάζεται να μετακινείται σε μεγάλες αποστάσεις, πράγμα ιδιαίτερα σημαντικό για τα δύο μεγαλύτερα αστικά κέντρα της χώρας μας. Η εξέλιξη της προώθησης των ταινιών από τις εταιρείες διανομής τους, τα νέα μέσα προβολής, όπως εξελιγμένα ηχητικά συστήματα, αλλά και οι λοιπές ανέσεις, που προσέφεραν, έφεραν πολύ κόσμο στους κινηματογράφους, ακόμα και εκείνους, οι οποίοι δεν επισκέπτονταν ιδιαίτερα συχνά τις κινηματογραφικές αίθουσες.
Η εξέλιξη αυτή είχε, βέβαια, και τις παρενέργειές της, αφού πολλοί παραδοσιακοί κινηματογράφοι έκλεισαν ύστερα από πολλά χρόνια συνεχούς λειτουργίας, αφού οι εγκαταστάσεις τους κρίθηκαν ελλιπείς σε σχέση με τις ανέσεις των πολυκινηματογράφων. Βέβαια, υπάρχει και ο αντίλογος ότι οι παλαιοί αιθουσάρχες όφειλαν να αναμένουν ότι κάποια στιγμή θα έρχονταν και στη χώρα μας οι πολυκινηματογράφοι και να προετοιμαστούν αναλόγως. Στην ιδιαίτερη πατρίδα μου λειτουργούσαν στα τέλη της δεκαετίας του ’90 πέντε χειμερινοί κινηματογράφοι και τρεις θερινοί (ο τρίτος σε προάστιο), ιδιαίτερα μεγάλος αριθμός, αν σκεφτεί κανείς τους παράγοντες, που προανέφερα και οι οποίοι οδήγησαν πολλές αίθουσες να βάλουν λουκέτο. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι όλοι τους βρίσκονταν σε κεντρικά σημεία της πόλεώς μας, άρα είχαν εξασφαλισμένο κοινό. Πλην, όμως, δεν είχαν συντηρηθεί από χρόνια, οι εγκαταστάσεις τους ήταν παλαιές και δεν φημίζονταν κάποιοι από αυτούς για την καθαριότητά τους. Όταν ήλθε ένας πολυκινηματογράφος στην πόλη μας με οκτώ αίθουσες και ανέσεις σημαντικά καλύτερες από των παραπάνω κινηματογράφων, οι αιθουσάρχες της πόλης μου βρέθηκαν αντιμέτωποι με ένα ισχυρό αντίπαλο, που δεν είχαν προετοιμαστεί να αντιμετωπίσουν. Ήταν επόμενο, λοιπόν, από αυτούς να επιβιώσουν μόνο ο ένας και αυτός επειδή αγοράστηκε από αθηναϊκή εταιρεία και οι δύο θερινοί. Φαντάζομαι ότι το ίδιο θα συνέβη και σε άλλες πόλεις της Ελλάδος.
Τώρα διαβάζω στην ιστοσελίδα www.in.gr ότι ο κινηματογράφος στην Ελλάδα παρουσιάζει και πάλι κρίση. Φήμες ομιλούν για 661.378 εισιτήρια λιγότερα από πέρσυ, αριθμός ιδιαίτερα ανησυχητικός. Ακόμα και οι πιο διαφημισμένες ταινίες, όπως το οσκαρικό «ΚΑΜΜΙΑ ΠΑΤΡΙΔΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΜΕΛΛΟΘΑΝΑΤΟΥΣ» ή η αναμενόμενη «ΕΞΙΛΕΩΣΗ» δεν είχαν ικανοποιητική απόδοση στο κοινό. Και το πρόβλημα αυτό δεν το αντιμετωπίζει μόνο η χώρα μας. Και μια από τις αιτίες, που προβάλλεται, είναι, φυσικά, η προτίμηση πολλών, ιδίως των νεότερων σε ηλικία, να «κατεβάζουν» ταινίες από το Διαδίκτυο, πράγμα ιδιαίτερα εύκολο, αν είσαι εξοικειωμένος με την τεχνολογία και διαθέτεις ένα Η/Υ σχετικά νέας τεχνολογίας με γρήγορη σύνδεση. Και, φυσικά, το ακριβό εισιτήριο.
Είναι αναπόφευκτο ότι ο κινηματογράφος θα κληθεί να αντιμετωπίσει μια, ακόμα, κρίση, όμως, δεν θεωρώ ότι η διάδοση του «κατεβάσματος» ταινιών από το Διαδίκτυο θα τον εξαφανίσει, όπως φημολογείται. Απεναντίας, θα βοηθήσει στην εξέλιξη των κινηματογραφικών αιθουσών, οι οποίες θα κληθούν να αναζητήσουν νέους τρόπους προσέλκυσης του κοινού. Έτσι έγινε, άλλωστε, και την εποχή, που το βίντεο βασίλευε, όταν εξελίχθηκαν οι πολυκινηματογράφοι και κράτησαν πολύ κοινό κοντά τους. Ήδη στην χώρα με τη μεγαλύτερη συμβολή στην εξέλιξη του κινηματογράφου, τις Η.Π.Α., μελετούνται διάφοροι τρόποι, ώστε να δελεαστεί το κοινό και να επιστρέψει στους κινηματογράφους.
Έπειτα, η φετινή κρίση στα εισιτήρια οφείλεται, κατά την προσωπική μου άποψη, στην ανυπαρξία ιδιαίτερα σπουδαίων ταινιών. Φέτος, για παράδειγμα, δεν είχαμε ταινία αντάξια της περσυνής «ΟΙ ΖΩΕΣ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ», ενώ τα πολυδιαφημισμένα έργα, που είδαμε φέτος, δύο εκ των οποίων ανέφερα παραπάνω, δεν ικανοποίησαν το κοινό.
Νομίζω ότι κάποιες λύσεις μπορούν να εφαρμοστούν και στη χώρα μας, χωρίς να περιμένουμε να προταθούν από την αλλοδαπή. Συγκεκριμένα, είδαμε φέτος για πρώτη φορά, ύστερα από πολλά χρόνια, τις ελληνικές ταινίες να κόβουν περισσότερα εισιτήρια από τις ξένες. Η εισπρακτική επιτυχία του «ΕΛ ΓΚΡΕΚΟ» αλλά και η παραπάνω από αξιοπρεπής πορεία του «ΜΟΛΙΣ ΧΩΡΙΣΑ», του «ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΝΟΝΟΣ» και άλλων ταινιών δείχνει μια προτίμηση του κοινού στα εγχώρια προϊόντα. Αντιρρήσεις σχετικά με τους λόγους προτίμησης του κοινού στις ελληνικές ταινίες υπάρχουν και έχουν διατυπωθεί, όμως, όταν καλείται το κοινό να πληρώσει ένα εισιτήριο, που πλέον έχει φτάσει στα 8 ευρώ, τότε είναι λογικό να επιλέγει ελεύθερα την ταινία, που του αρέσει. Και προσωπικά δεν θεωρώ αριστουργήματα τις ελληνικές ταινίες, που πρώτευσαν σε εισιτήρια αλλά όσοι τις είδαν, μεταξύ των οποίων και ο γράφων, πέρασαν δύο ευχάριστες ώρες παρακολουθώντας καταστάσεις και πρόσωπα, τα οποία είναι περισσότερο κοντά σε αυτά, που ζούμε καθημερινά στην Ελλάδα ή μας κάνουν υπερήφανους (για τον «ΕΛ ΓΚΡΕΚΟ» μιλάω).
Η στροφή, όμως, του ελληνικού κοινού στις ελληνικές ταινίες θα πρέπει να δώσει το έναυσμα στο Ε.Κ.Κ. να αξιοποιήσει αυτό το φαινόμενο. Μπορεί να ενισχύσει ελληνικές ταινίες, που κρίνει ότι έχουν κάτι να προσφέρουν στο κοινό, μπορεί να διοργανώσει σεμινάρια ή να δίνει υποτροφίες σε επίδοξους σκηνοθέτες, ώστε αυτοί να μπορέσουν να σπουδάσουν στο εξωτερικό και να γυρίσουν με νέες ιδέες και να προσφέρουν στον ελληνικό κινηματογράφο. Γνωρίζω, βέβαια, ότι τα κριτήρια επιλογής προσώπων και ταινιών στην περίπτωση αυτή ίσως να μην είναι και απόλυτα σωστά αλλά κάποια αρχή πρέπει να γίνει.
Οι κινηματογράφοι με τη σειρά τους ίσως θα πρέπει να εξειδικευτούν. Δέχομαι ότι η μεγάλη μάζα του κόσμου παρακολουθεί τις αμερικανικές υπερπαραγωγές ή τις διαφημισμένες ελληνικές ταινίες και αποφεύγει τις υπόλοιπες. Κάποιες κινηματογραφικές αίθουσες θα μπορούσαν να κινηθούν προς την κατεύθυνση προβολής ταινιών για συγκεκριμένα γούστα. Και σε αυτό τον τομέα ήδη κινούνται και ιδιώτες μέσω σωματείων, που ασχολούνται με την προβολή ταινιών, που δεν βρίσκουν διανομή από τις μεγάλες εταιρείες του χώρου στην Ελλάδα και συνεργάζονται με κινηματογράφους για την προβολή τους. Στην ιδιαίτερη πατρίδα μου προβάλλονται κάθε Δευτέρα και Πέμπτη δύο ταινίες και επικρατεί το αδιαχώρητο στις αίθουσες προβολής τους. Το σωματείο, μάλιστα, που ασχολείται με την προώθηση αυτών των ταινιών εκδίδει ένα καλαίσθητο βιβλιαράκι, το οποίο περιέχει το πρόγραμμα προβολής, κριτική των ταινιών αυτών και άλλες πληροφορίες. Το παράδειγμα αυτό ακολουθούν τέτοιοι σύλλογοι και σε άλλες πόλεις.
Εν κατακλείδι, ο κινηματογράφος θα περάσει μια, ακόμα, κρίση, από την οποία θα βγει δυνατότερος και σοφότερος, όπως έγινε και στις προηγούμενες κρίσεις. Δεν ζούμε, πλέον, στην εποχή της παντοδυναμίας του και η επιστροφή σε αυτή θα ισοδυναμούσε με πισωγύρισμα. Μπορεί, πιστεύω, να εκμεταλλευτεί την μαγεία του, την οποία δεν έχει στο ελάχιστο η προβολή μιας ταινίας, που μόλις έχει «κατεβάσει» κανείς από το Διαδίκτυο, στον υπολογιστή (έχω παρακολουθήσει τέτοια ταινία σε Η/Υ φίλου και το διαβεβαιώνω), η οποία παραμένει αμετάβλητη στο πέρασμα των αιώνων, αρκεί να επικρατήσει η σωφροσύνη και όχι οι κραυγές τύπου «ο κινηματογράφος πεθαίνει».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου