Ομολογώ ότι δε γνώριζα το Γάλλο συγγραφέα και ακαδημαϊκό Ζαν Μαρί Ρουάρ, πρόσφατο πόνημα του οποίου είναι η νουβέλα «ΤΟ ΣΚΑΝΔΑΛΟ» (Εκδ. ΠΟΛΙΣ). Πρόκειται για ένα βιβλίο, που έχει ήδη σχολιαστεί από πολλούς βιβλιοκριτικούς στα έντυπα Μ.Μ.Ε. και έχει αποσπάσει ευμενείς κριτικές. Πρόκειται για μια ιστορία, κεντρικός ήρωας της οποίας είναι ο Τζιμ Γκόρντον, γόνος μιας ευκατάστασης και ευυπόληπτης οικογένειας του Νόρφολκ, μιας μικρής πόλης κάπου στον αμερικανικό νότο στη δεκαετία του ’30. Οι προερχόμενοι από τις ευκατάστατες λευκές οικογένειες νέοι του Νόρφολκ, μαζί και ο νεαρός Τζιμ συνηθίζουν να πηγαίνουν στη συνοικία των μαύρων και να ζητούν ερωτικές περιπέτειες με μαύρες κοπέλες. Ο Τζιμ πηγαίνει, πράγματι, με μια μαύρη κοπέλα, την Άντζελα, πλην, όμως, η επαφή του αυτή τον κάνει να την ερωτευτεί, πράγμα, που πολύ σύντομα προκαλεί σκάνδαλο στην άκρως συντηρητική και ρατσιστική κοινωνία του Νόρφολκ. Όταν τους ανακαλύπτουν, ο μεν Τζιμ στέλνεται στο Βοστώνη για σπουδές η δεν Άντζελα κλείνεται σε ένα οίκο ανοχής στη Μπέθληχεμ (Βηθλεέμ θα ήταν η σωστή μετάφραση αλλά ο μεταφραστής προτίμησε να την εμφανίσει, όπως θα την έλεγε ένας αμερικανός, ώστε να αποφευχθούν οι συγχύσεις με τη Βηθλεέμ των Γραφών), μια γειτονική πόλη. Αρκετό καιρό αργότερα, ο Τζιμ επιστρέφει στο Νόρφολκ παντρεμένος με μια λευκή κοπέλα και όλα μοιάζουν να έχουν αλλάξει στη ζωή του. Αλλά το πάθος του για την Άντζελα δεν έχει κοπάσει. Σύντομα θα βρεθούν ξανά μαζί και με περισσότερες προφυλάξεις. Μόνο που το σμίξιμό τους αυτό θα ταράξει για τα καλά την κοινωνία του Νόρφολκ και οι συνέπειές του θα είναι τρομερές.
Πρόκειται για ένα βιβλίο απλογραμμένο και καλογραμμένο συνάμα, που διαβάζεται απνευστί και δεν κουράζει καθόλου ακόμα και τον αμύητο αναγνώστη. Οι συνθήκες, που επικρατούσαν στον αμερικανικό νότο τη δεκαετία του ’30, ο παραγκωνισμός των μαύρων και το αίσθημα ανωτερότητας των λευκών, ακόμα και με τη συνδρομή της θρησκείας, η απροκάλυπτη προστασία του Νόμου προς τους λευκούς ρατσιστές μετά από κάθε παράπτωμά τους σε βάρος των μαύρων, η νοοτροπία ανοχής των μαύρων στα ρατσιστικά ξεσπάσματα των λευκών και η ματιά των νότιων λευκών προς τους βόρειους λευκούς, που επιβουλεύονται τις αρχές και την ελευθερία τους, παρουσιάζονται με πειστικό τρόπο και δείχνουν τις φυλετικές διαφορές στην Αμερική της εποχής εκείνης.
Εκεί, που πιστεύω ότι χωλαίνει το βιβλίο, είναι στην σκιαγράφηση των χαρακτήρων. Ο Τζιμ ,κεντρικός ήρωας του βιβλίου, εμφανίζεται πειστικά ως ο άβουλος και καλοθρεμμένος νέος, που κάποια στιγμή συνειδητοποιεί τις φυλετικές διακρίσεις, που, μέχρι τότε, τις θεωρούσε ως ένα φυσιολογικό γεγονός, αδυνατεί να επαναστατήσει κατά των γονέων του, παντρεύεται μια γυναίκα, που ουσιαστικά αδυνατεί να αγαπήσει και, στη συνέχεια, κατορθώνει, ώστε να γίνει εχθρός τόσο των λευκών όσο και των μαύρων. Η μεταστροφή του, όμως, αναφορικά με τα αισθήματά του προς του μαύρους, όταν κάνει έρωτα για πρώτη φορά με την Άντζελα, παρουσιάζεται με ελλιπή τρόπο και αφήνει την απορία στον αναγνώστη πως είναι δυνατό μια κατάσταση ευκαιριακή να αλλάξει το χαρακτήρα κάποιου. Οι υπόλοιποι χαρακτήρες εμφανίζονται ελλιπείς, όπως η Άντζελα, της οποίας η μεταστροφή ως προς τα συναισθήματά της για το Τζιμ δεν εξηγείται πειστικά, ή ο μιγάδας Άρτσιμπαλντ, ο μοναδικός μαύρος, που έχει κάποια φιλοδοξία στη ζωή του, οι οποίοι συμπρωταγωνιστούν με το Τζιμ στο βιβλίο αυτό. Η ιστορία, που πλέκει ο Τζιμ, προκειμένου να σμίξει με την Άντζελα μετά την επιστροφή του από τη Βοστώνη, φαντάζει τόσο απίθανη με τόσα πρόσωπα να ανακατεύονται στην κάλυψη του παρανόμου ζευγαριού, που πολλοί αναγνώστες θα αναρωτηθούν πως είναι δυνατό ένα τέτοιο μπλέξιμο. Και η ροή του βιβλίου είναι ομοιόμορφη χωρίς διακυμάνσεις και με έλλειψη δράσης, όπως θα περίμενε κανείς σε ένα βιβλίο, που αναφέρεται στο ρατσιστικό νότο των Η.Π.Α. τη δεκαετία του ’30.
Ίσως, όμως, αυτές οι αδυναμίες του έργου, που πολλοί δεν θα τις εκλάβουν ως τέτοιες, να είναι το αποτέλεσμα της οικονομίας στην έκφραση, στην οποία προέβη ο κ. Ρουάρ, που έχει ως αποτέλεσμα, την εύκολη και καθόλου κουραστική ανάγνωσή του. Σε μια εποχή, που είναι συνηθισμένο φαινόμενο η έκδοση πολυσέλιδων βιβλίων, που συχνά μόνο με τον όγκο και τη λεπτομέρειά τους τρομάζουν το μέσο αναγνώστη, η έκδοση ενός ολιγοσέλιδου αλλά περιεκτικού βιβλίου μπορεί να δημιουργεί παράπονα περί, δήθεν, μη επαρκούς σκιαγράφησης χαρακτήρων και σύντομων αναφορών σε γεγονότα, αλλά δεν παύει να κερδίζει φίλους, που προτιμούν ένα ευανάγνωστο και ολιγοσέλιδο βιβλίο από ένα δυσανάγνωστο και ίσως βαρετό βιβλίο, το οποίο παρεμπιπτόντως έχει και πάρα πολλές σελίδες. Κενά στην τριτοπρόσωπη αφήγηση του βιβλίου δεν υπάρχουν και ο συγγραφέας, όντας ουδέτερος παρατηρητής της μικρής κοινωνίας του Νόρφολκ αφήνει ελεύθερο το χλευασμό του για τη συντηρητική και ρατσιστική νοοτροπία των λευκών, τον κυρίαρχο στο νότο προτεσταντισμό, που δικαιολογεί βάσει των Γραφών τις φυλετικές διακρίσεις, την ταπεινότητα των μαύρων, που, εκτός του Άρτσιμπαλντ, κατά το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου υπομένουν παθητικά τη μοίρα τους και τη διεφθαρμένη διοίκηση, η οποία προτιμά να κάνει τα στραβά μάτια στα σοβαρότατα εγκλήματα των λευκών σε βάρος των μαύρων. Και το πικρό τέλος, όπου ο Τζιμ αδυνατεί εγκαταλελειμμένος αλλά και διωκόμενος απ’ όλους να ανεύρει τη λύτρωσή του και να δει τα πιστεύω του να πραγματοποιούνται, θα θυμίσει σε πολλούς ότι οι πρωτοπόροι στους κοινωνικούς αγώνες συνήθως δεν αναγνωρίστηκαν, όσο ζούσαν. Αλλά έριξαν το σπόρο της αλλαγής και της κατάργησης του καθεστώτος των φυλετικών διακρίσεων.
Πρόκειται για ένα βιβλίο απλογραμμένο και καλογραμμένο συνάμα, που διαβάζεται απνευστί και δεν κουράζει καθόλου ακόμα και τον αμύητο αναγνώστη. Οι συνθήκες, που επικρατούσαν στον αμερικανικό νότο τη δεκαετία του ’30, ο παραγκωνισμός των μαύρων και το αίσθημα ανωτερότητας των λευκών, ακόμα και με τη συνδρομή της θρησκείας, η απροκάλυπτη προστασία του Νόμου προς τους λευκούς ρατσιστές μετά από κάθε παράπτωμά τους σε βάρος των μαύρων, η νοοτροπία ανοχής των μαύρων στα ρατσιστικά ξεσπάσματα των λευκών και η ματιά των νότιων λευκών προς τους βόρειους λευκούς, που επιβουλεύονται τις αρχές και την ελευθερία τους, παρουσιάζονται με πειστικό τρόπο και δείχνουν τις φυλετικές διαφορές στην Αμερική της εποχής εκείνης.
Εκεί, που πιστεύω ότι χωλαίνει το βιβλίο, είναι στην σκιαγράφηση των χαρακτήρων. Ο Τζιμ ,κεντρικός ήρωας του βιβλίου, εμφανίζεται πειστικά ως ο άβουλος και καλοθρεμμένος νέος, που κάποια στιγμή συνειδητοποιεί τις φυλετικές διακρίσεις, που, μέχρι τότε, τις θεωρούσε ως ένα φυσιολογικό γεγονός, αδυνατεί να επαναστατήσει κατά των γονέων του, παντρεύεται μια γυναίκα, που ουσιαστικά αδυνατεί να αγαπήσει και, στη συνέχεια, κατορθώνει, ώστε να γίνει εχθρός τόσο των λευκών όσο και των μαύρων. Η μεταστροφή του, όμως, αναφορικά με τα αισθήματά του προς του μαύρους, όταν κάνει έρωτα για πρώτη φορά με την Άντζελα, παρουσιάζεται με ελλιπή τρόπο και αφήνει την απορία στον αναγνώστη πως είναι δυνατό μια κατάσταση ευκαιριακή να αλλάξει το χαρακτήρα κάποιου. Οι υπόλοιποι χαρακτήρες εμφανίζονται ελλιπείς, όπως η Άντζελα, της οποίας η μεταστροφή ως προς τα συναισθήματά της για το Τζιμ δεν εξηγείται πειστικά, ή ο μιγάδας Άρτσιμπαλντ, ο μοναδικός μαύρος, που έχει κάποια φιλοδοξία στη ζωή του, οι οποίοι συμπρωταγωνιστούν με το Τζιμ στο βιβλίο αυτό. Η ιστορία, που πλέκει ο Τζιμ, προκειμένου να σμίξει με την Άντζελα μετά την επιστροφή του από τη Βοστώνη, φαντάζει τόσο απίθανη με τόσα πρόσωπα να ανακατεύονται στην κάλυψη του παρανόμου ζευγαριού, που πολλοί αναγνώστες θα αναρωτηθούν πως είναι δυνατό ένα τέτοιο μπλέξιμο. Και η ροή του βιβλίου είναι ομοιόμορφη χωρίς διακυμάνσεις και με έλλειψη δράσης, όπως θα περίμενε κανείς σε ένα βιβλίο, που αναφέρεται στο ρατσιστικό νότο των Η.Π.Α. τη δεκαετία του ’30.
Ίσως, όμως, αυτές οι αδυναμίες του έργου, που πολλοί δεν θα τις εκλάβουν ως τέτοιες, να είναι το αποτέλεσμα της οικονομίας στην έκφραση, στην οποία προέβη ο κ. Ρουάρ, που έχει ως αποτέλεσμα, την εύκολη και καθόλου κουραστική ανάγνωσή του. Σε μια εποχή, που είναι συνηθισμένο φαινόμενο η έκδοση πολυσέλιδων βιβλίων, που συχνά μόνο με τον όγκο και τη λεπτομέρειά τους τρομάζουν το μέσο αναγνώστη, η έκδοση ενός ολιγοσέλιδου αλλά περιεκτικού βιβλίου μπορεί να δημιουργεί παράπονα περί, δήθεν, μη επαρκούς σκιαγράφησης χαρακτήρων και σύντομων αναφορών σε γεγονότα, αλλά δεν παύει να κερδίζει φίλους, που προτιμούν ένα ευανάγνωστο και ολιγοσέλιδο βιβλίο από ένα δυσανάγνωστο και ίσως βαρετό βιβλίο, το οποίο παρεμπιπτόντως έχει και πάρα πολλές σελίδες. Κενά στην τριτοπρόσωπη αφήγηση του βιβλίου δεν υπάρχουν και ο συγγραφέας, όντας ουδέτερος παρατηρητής της μικρής κοινωνίας του Νόρφολκ αφήνει ελεύθερο το χλευασμό του για τη συντηρητική και ρατσιστική νοοτροπία των λευκών, τον κυρίαρχο στο νότο προτεσταντισμό, που δικαιολογεί βάσει των Γραφών τις φυλετικές διακρίσεις, την ταπεινότητα των μαύρων, που, εκτός του Άρτσιμπαλντ, κατά το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου υπομένουν παθητικά τη μοίρα τους και τη διεφθαρμένη διοίκηση, η οποία προτιμά να κάνει τα στραβά μάτια στα σοβαρότατα εγκλήματα των λευκών σε βάρος των μαύρων. Και το πικρό τέλος, όπου ο Τζιμ αδυνατεί εγκαταλελειμμένος αλλά και διωκόμενος απ’ όλους να ανεύρει τη λύτρωσή του και να δει τα πιστεύω του να πραγματοποιούνται, θα θυμίσει σε πολλούς ότι οι πρωτοπόροι στους κοινωνικούς αγώνες συνήθως δεν αναγνωρίστηκαν, όσο ζούσαν. Αλλά έριξαν το σπόρο της αλλαγής και της κατάργησης του καθεστώτος των φυλετικών διακρίσεων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου